Είχε σουρουπώσει. Το χάνι του Δεματά δίπλα στο ποτάμι, εκείνα τα χρόνια ήταν πέρασμα. Η μέρα που έφευγε είχε προστάξει ένα ποτήρι κρασί στο καπηλειό.
«Γριά πουτάνα, εσύ θα τα πληρώσεις». Την τραβούσε απ΄ τα μαλλιά και την έσερνε στο πάτωμα. «Μού ΄φαγες τη ψυχή μωρή μπαμπόγρια, γρουσούζα μια ζωή. Ξίνισε το κρασί κωλόγρια, πανάθεμά σε», της έλεγε ο γέρο – Δεματάς, τύφλα στο μεθύσι. «Θα σε σκοτώσω απόψε πουτάνα» και την κλωτσούσε στα πλευρά. Άχνα δεν έβγαλε, μοναχά βογκούσε κάπου κάπου. Ένα κουβάρι έγινε, τρύπωσε ανάμεσα στα κρασοβάρελα του καπηλειού, για να βγάλει τη νύχτα. Κανένας δεν μπήκε μπροστά, μοναχά κάποιος φεύγοντας είπε πως, από τότε που την κουβάλησε στο χωριό, αυτά τραβάει η έρμη. Αν ήταν άλλος στη θέση της…
Σαν βγήκε ο ήλιος, το χωριό μαζεύτηκε στου Δεματά.
«Σήκω γριά, ο Δεματάς πέθανε, έσκασε απόψε απ΄ το πιώμα».
Σηκώθηκε κουτσαίνοντας και πήγε προς τα κεί. «Αλήθεια λέτε;» ρώτησε και τα μάτια της έλαμψαν. Πλησίασε αργά-αργά, τον σκούντησε με το πόδι και αποτραβήχτηκε. Περίμενε να σιγουρευτεί. Και άλλαξε το πρόσωπό της, ομόρφυνε. Πήγε πίσω, στολίστηκε, χτενίστηκε, έβαλε χρωματιστά, πήρε μια παλιά βαλίτσα με το βιό της και την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι πού πινε ο Δεματάς. Άρχισε το δικό της μοιρολόι, κλάμα και θρήνος απ΄ τη ψυχή. Έκλαιγε για τη ζωή που χαράμισε για λόγου του. Γυρολόγος ήταν ο Δεματάς πριν καταλήξει στο χάνι. Περνούσε στα χωριά του Βάλτου και πούλαγε ζωοτροφές στους άντρες και έρωτες στις γυναίκες. Νέα κι όμορφη αυτή τότε και την πλάνεψε. Παράτησε πίσω τρεις ψυχές και έφυγε μαζί του.
«Πάμε δόλια γριά, ώρα του είναι» της είπαν, «σώνει, τον έκλαψες».
«Τραβάτε τον εσείς, πάω να φορέσω τα μαύρα», είπε και χάθηκε στο κατώι.
Έπεσε ο ήλιος και μανάδες κατηφόρισαν για την παρηγοριά.
«Τρεχάτε χωριανοί, καίγεται το χάνι» φώναξαν κι έτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά.
«Όχι, όχι!» ούρλιαξε η γριά και σήκωσε τα χέρια στο θεό. Μπήκε μπροστά, φόρεσε ένα χαμόγελο και στάθηκε μια ανάσα από τις φλόγες που είχαν θεριέψει ίσα με κει πάνω. Λαμπάδιασε το καπηλειό, γέμισε ο τόπος αποκαΐδια. Μυρουδιά από ρετσίνι και κρασί σκόρπισε στο χωριό.
Στάχτη έγιναν όλα!
Μεσάνυχτα με μια βαλίτσα, ντυμένη στα κόκκινα, στολισμένη και χαμογελαστή, τράβηξε προς το ποτάμι.
_
γράφει ο Δημήτριος Σούρλας
Πολύ καλό, γεμάτο εικόνες, αχ και θλίψη.
Πόσο αληθινό,πόσα χαμόγελα και χρώματα φέρνει μερικές φορές μια απουσία….
Πολύ ωραίο κ πολύ παραστατικό!!