Άνοιξε τα μάτια όσο το σκοτάδι ήταν ακόμη πυκνό. Ρολόι δε χρειάστηκε να κοιτάξει. Ήξερε. Ήταν 6.30 ακριβώς. Η ώρα που πάντοτε ξυπνούσε. Σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στο παράθυρο. Άνοιξε τα ξύλινα παντζούρια και ένα αεράκι φθινοπωρινό, δροσερό, καθάριο, φερμένο από τα στήθη του βουνού, του χάιδεψε τα μάγουλα. Το πρωινό πούσι καλημέριζε το χωριό, αφήνοντας τη λίμνη και το δάσος να κοιμούνται σκεπασμένα με πάπλωμα πουπουλένιο, ζεστό, αφράτο. Τι όνειρο να έβλεπαν άραγε; Σε ποια παραμύθια περιδιάβαινε το όνειρό τους; Με ποια μυθικά πλάσματα αγκαλιάζονταν αποβραδίς; Με ποια τραγούδια τούς νανούριζαν οι νεράιδες, που με ξέπλεκα μαλλιά τραγουδούσαν γυμνόστηθες; Η φύση, από το διάφανο χνώτο της ομίχλης και κάτω, έμοιαζε με μυστική πολιτεία που ξυπνούσε τα βράδια και ζούσε κρυφά τον έρωτα. Μόνο οι κορφές των ελάτων και οι ψηλές κορφές των βουνών προεξείχαν, φύλακες που στέκονταν πιστά στο μετερίζι τους για να προστατέψουν από τα αδιάκριτα βλέμματα τις προσωπικές στιγμές.
«Άτιμη συνήθεια το πρωινό ξύπνημα φιλαράκο» σιγοψιθύρισε στον Παβαρότι που ήταν δεμένος στον κορμό ενός κέδρου και γκάριζε. Ο γάιδαρος άνοιξε το στόμα, αφήνοντας δυο σειρές θεόστραβα δόντια να κάνουν πανηγυρικά την εμφάνισή τους, κάτι που εκείνος το ερμήνευε σα χαμόγελο. Άδικο πράγμα για έναν καλλιτέχνη να ταυτίζεται το όνομά του με γάιδαρο, μα σάμπως είναι το μόνο άδικο σε αυτό τον κόσμο. Τον ονόμασαν, όμως, έτσι τα εγγόνια του γιατί, μαθημένα στους θορύβους της πόλης, η φωνή του γαϊδάρου έφτανε ξενοφοβικά στα αυτιά τους και η στεντόρεια φωνή του χαλούσε τη γλύκα του άγουρου ύπνο τους. Αλλά κι αυτός ο άτιμος λες και ήταν προγραμματισμένος από τη γέννησή του να γκαρίζει κάθε πρωί την ίδια ώρα. Λεπτό δεν έχανε.
Έκλεισε το παράθυρο και πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Έβαλε νερό στο μπρίκι. Άλλη συνήθεια κι αυτή. Χρόνια τώρα η ίδια δουλειά. Κάποτε καφές, τώρα τσάι. Συμβουλή γιατρού. Κομμένος ο καφές, κομμένα τα τσιγάρα. Και εκείνος που είχε εξάρτηση κι απ’ τα δυο, κόντεψε να πεθάνει από την έλλειψη. Τον καφέ τον έκοψε μαχαίρι. Το τσιγάρο σιγά σιγά, ώσπου έμεινε με ένα μόνο μετά το φαγητό. «Για την ιεροτελεστία» έλεγε στη γυναίκα του και εκείνη τον κοιτούσε με λοξή ματιά. Άνοιξε την πόρτα και πήγε και έκατσε στην αγαπημένη του γωνιά, κάτω από τη μηλιά που βρισκόταν στην άκρη της αυλής, σε μια προεξοχή που σχημάτιζε μπαλκόνι. Η λίμνη άρχισε να ξυπνά, να χασμουριέται, να τεντώνει τα χέρια της και να μαζεύει προσεκτικά το ανάριο πάπλωμα μην τυχόν και το τσαλακώσει. Αναδύθηκε ξεκούραστη, καθάρια, πανέμορφη. Τα πουλιά την καλημέρισαν, τα δέντρα τής χαμογέλασαν, οι πλαγιές τη μύρωσαν με αρώματα αιθέρια.
«Πώς τα φέρνει όμως η ζωή! Από δω το πάει, από κει το πάει, πάντα το δικό της γίνεται. Σαν τη γυναίκα κι αυτή» σκεφτόταν κι έστρεψε το βλέμμα στη γυναίκα του, που μόλις είχε εμφανιστεί κρατώντας μια κούπα με αχνιστό καφέ.
Πού να το φανταζόταν, όταν χρόνια πριν είχε επιλέξει να περπατήσει σε άλλα μονοπάτια. Ανάλωσε τις ώρες του, ξόδεψε τη ζωή του στο κυνήγι της καριέρας. Με το άλλοθι μιας καλύτερης ποιότητας ζωής που θα εξασφαλιζόταν όπως πίστευε μόνο με το χρήμα, έτρεχε ξέπνοος να κατακτήσει την κορυφή της ιεραρχίας. Ώρες ολόκληρες κλεισμένος σε κτίρια άχρωμα και άοσμα, σφούγγιζε τον ιδρώτα του σε κάθε σκαλί που ανέβαινε κι έστυβε τις μέρες του μέχρι που τις άφησε στεγνές από χαρά, στέρφες από απόλαυση. Όσο εκείνος έτρεχε τόσο η καρδιά του έμενε πίσω. Του φώναζε να σταματήσει, λαχάνιαζε, σημασία δεν της έδινε. Ώσπου δεν άντεξε. Έμφραγμα είπαν οι γιατροί, από θαύμα γλίτωσε. Τα χρειάστηκε.
Πήρε μια μεγάλη άδεια και ήρθε σ’ αυτό το ορεινό χωριό, το χωριό του, που είχε να πατήσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Εδώ γνώρισε την ηρεμία και έμαθε να ξεχωρίζει την ομορφιά από την ασχήμια, το απλό από το σύνθετο. Συνήθισαν τα μάτια του τα γήινα χρώματα και μια και δυο το πήρε απόφαση να παραιτηθεί από την εταιρεία. Άφησε κινητά και ακίνητα στα παιδιά του και έμεινε μ’ ένα μικρό σπιτάκι, τη συντροφιά της γυναίκας του, των συγχωριανών του και το χαμόγελο του Παβαρότι. «Δεν τα λες και λίγα» σκεφτόταν πολλές φορές και με βαθιές ανάσες γέμιζε το είναι του από τα αρώματα και τη φρεσκάδα του βουνού.
Ένα δυνατό γκάρισμα τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Ο γείτονας τραβώντας τον Παβαρότι από το σκοινί, πέρασε από μπροστά του πηγαίνοντας προς το βουνό για ξύλα. Στάθηκε, τον καλημέρισε και είπαν δυο κουβέντες, όσο ο γάιδαρος άφηνε το δωράκι του έξω από την αυλή. Μια τούρτα καβαλίνα χορταστική χορταστική, που έκανε τη γυναίκα του να σιχτιρίζει κάθε πρωί για τις βρωμιές που έπρεπε να μαζεύει.
«Τα βλέπεις γυναίκα; Μια ζωή με μια τσάντα γεμάτη χάπια κυκλοφορούσα. Χάπια για το έντερο, χάπια για την κύστη, χάπια για το άγχος, χάπια για το πάθος, χάπια για την κατάθλιψη, χάπια για το στομάχι, χάπια την καρδιά. Χάπια, χάπια, χάπια. Όσο στέρευε το σώμα μου από χαρά τόσο γέμιζε με ‘κείνους τους διαόλους, τα δηλητήρια, που έριχνα μέσα μου. Έρχεται που λες η στιγμή, όπως τώρα καλή ώρα, που ένας γάιδαρος ακυρώνει την προηγούμενη ζωή μου και μου μαθαίνει από την αρχή πώς είναι να λειτουργεί φυσιολογικά το σώμα μου. Σκατά στα μούτρα σου και στην καριέρα σου, μου λέει κάθε πρωί που αφήνει τις ακαθαρσίες του, περνώντας από μπροστά μου. Είναι η στιγμή που μου σκάει και το χαμόγελο. Ειρωνεία να το πεις; Καλημέρισμα να το πεις; Όπως και να το ερμηνεύσεις τούτο το χαμόγελο έχει τον συμβολισμό του, και ξέρεις κάτι; Μου αρέσει έστω κι αν μου το χαρίζει γάιδαρος» της είπε και τα μάτια του έκρυβαν όλα τα χαμόγελα του κόσμου.
Εκείνη κουνούσε το κεφάλι κοροϊδευτικά. Κοιτούσε μια αυτόν και μια τον Παβαρότι, που είχε σταθεί έξω από την αυλή και με ξαλαφρωμένο έντερο, ήταν στραμμένος προς το μέρος του. Είχε ανοίξει το στόμα σε όλο το μήκος και το πλάτος του, έτσι που έμοιαζε με ξεχειλωμένη μπουγάδα άτσαλα απλωμένη πάνω στα σχοινιά. Το σαρκώδες πανωχείλι του είχε ανασηκωθεί και αν κάποιος διέθετε μια καλοπροαίρετη φαντασία θα το ερμήνευε και ως χαμόγελο.
Η γυναικεία ματιά, όμως, αν και αγουροξυπνημένη, έβλεπε και ξεχώριζε. Το βλέμμα του γαϊδάρου άλλα πρόδιδε. Στη μηλιά ήταν καρφωμένο και τα χείλη του ανοιγόκλειναν από λαχτάρα για τα κατακόκκινα μήλα που κρέμονταν από τα κλαδιά της. Μια φορά έτυχε να τον φιλέψει και από τότε εκείνος διεκδικούσε το κέρασμά του με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε. Να το πει στον άντρα της; Ούτε λόγος! Ήταν ικανός να κόψει όλα τα μήλα για να μην κακοκαρδίσει το φίλο του. Τον άφηνε λοιπόν να πιστεύει πως ο γάιδαρος του χαμογελά, αφού αυτό τον έκανε χαρούμενο.
– Με πιστεύεις τώρα; Τη ρώτησε, δείχνοντας το γάιδαρο που είχε στυλώσει τα πόδια και τον κοιτούσε με ανοιχτό στόμα.
– Σε πιστεύω καρδιά μου, σε πιστεύω. Μην το λες όμως παραέξω. Ο γάιδαρος δε χαμογελά σε όλους και θα ζηλέψουν. Εδώ ο τόπος είναι μικρός. Θα αργήσουν νομίζεις να σου κρεμάσουν κουδούνια, του απάντησε και σηκώθηκε βιαστικά από την καρέκλα, ανασηκώνοντας την ποδιά της. Καλού κακού έπρεπε να μαζέψει τα μήλα για τις πεντανόστιμες μηλόπιτες που έφτιαχνε και πρόσφερε στους γείτονές της, όταν κάθε απόγευμα αντάλλασσαν επισκέψεις. Δεν τα έκοψε όλα. Κάποια τα άφησε πάνω στο δέντρο για την ομορφιά, αλλά και για το χαμόγελο του Παβαρότι.
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Τι όμορφο ταξίδι με πήγες…να είσαι καλά Χριστίνα μου!!!
Χαίρομαι που σε ταξίδεψα σε μέρη αγαπημένα. Καλό βράδυ Άννα!