
Τρία σημεία στη συλλογή ‘Ο ταλαντούχος Νέρωνας’, του Κωνσταντίνου Νικολάου
γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Ποίηση ισορροπημένη, αφηγηματική, δομικά πολυσημική, πολυθεματική, διακειμενική, με έντονη εικονοποιία, στοχαστική, προσωπική, αλλά και με κοινωνικο-πολιτισμικό ενδιαφέρον, η ποιητική συλλογή ‘Ο ταλαντούχος Νέρωνας’, του Κωνσταντίνου Νικολάου, είναι μία αξιόλογη, αξιοπρόσεκτη προσπάθεια γραφής.
Πρώτο σημείο
Στα ποιήματα της συλλογής σημειώνεται κάτι πολύ σημαντικό που δυστυχώς δεν είναι καθόλου (δια)δεδομένο. Ο ποιητής απορρίπτει με ευχαρίστηση την αυτάρεσκη και αλαζονική στάση που διαχρονικά διακατέχει τους/τις μετέχοντες/ουσες στα λογοτεχνικά δρώμενα και δραπετεύει από αυτό που θα ονομάζαμε, ποιητική της αυτοπροσωπολατρείας, της εγωπάθειας – στηλιτεύοντάς τη βιτριολικά και με οξυδέρκεια – που αναζητά επιφανειακή ολοκλήρωση αντί αναζητητικής εμβάθυνσης, ακριβώς γιατί φοβάται τον διάλογο, την (αυτο)κριτική και τις επιπτώσεις τους. Προβαίνει δηλαδή σε μια – καλώς εννοούμενη – απο-ιεροποίηση του ποιητικού φαινομένου. Χαρακτηριστικά είναι ‘Τα ποιήματα του Ρέϋμοντ Κάρβερ’ (σελ. 27) από τη συλλογή:
Μόλις διάβασα ένα ποίημα του Ρέϋμοντ Κάρβερ.
Νομίζω ότι μπορώ να γράψω ένα βιβλίο μέχρι το βράδυ.
Ένα ποιητικό βιβλίο που θα καταπλήξει τους πάντες.
Οραματίζομαι συνεντεύξεις σε ξένα τηλεοπτικά δίκτυα.
Ακολουθούν κι άλλα βιβλία όμοια με το πρώτο.
Σύντομα καθιερώνομαι.
Διδάσκω σε πανεπιστήμια.
Περιοδεύω στην Αμερική απαγγέλλοντας ποιήματά μου.
Με λατρεύουν.
Η γυναίκα μου δεν καταλαβαίνει.
Αποξενώνεται.
Τα παιδιά μου μεγαλώνουν χωρίς εμένα.
Η ποίηση τους αηδιάζει.
Μένω σε ξενοδοχείο.
Πίνω μπέρμπον απ’ τις δέκα.
Τηλεφωνώ για να ’ρθουν όσοι με γλείφουν.
Οι γυναίκες τους με βρίζουν.
Επιμένω όμως να ’ρθουν.
Συνεχίζω να πίνω μόνος.
Σκέφτομαι ότι γερνάω.
Λέω: «Θα μείνουν τα ποιήματα».
Τα ποιήματα του Ρέϋμοντ Κάρβερ
Προφανώς.
Το ποιητικό υποκείμενο δεν αισθάνεται περίσσευμα κύρους και αυθεντίας και γι’ αυτό επιλέγει να λειτουργήσει μεταφερόμενο στους χώρους και τις στιγμές του κόσμου, δημιουργώντας μια ποίηση που παράγει θέσεις μέσα από τις ποικίλες θέσεις που παίρνει. Η στόχευση του ποιητή είναι να προσπαθήσει να καταπιαστεί με ένα σκοπό τόσο ταπεινό όσο και βαρυσήμαντο: τα μικρά της ζωής, τα απλά της ύπαρξης, που ας γίνονται ως τέτοια αντιληπτά, ο ποιητής δείχνει ότι δεν είναι. Ο Νικολάου κατεβάζει την ποίηση στο τώρα, στο χρόνον του ανθρώπου και σκύβει επιτόπου στα μύχια των ζωών για να αναζητήσει μορφή και περιεχόμενο – αλλά και για να υποστασιοποιήει την αναζήτηση – χωρίς να επισκιάσει ούτε καν την ίδια τη διαδικασία της συνάντησης. Πώς το καταφέρνει όμως αυτό;
Η γραφή του Νικολάου στηρίζεται σε ένα είδος διαρκούς μετασχηματισμού, ποιητικού χαμαιλεοντισμού, όπου ο ποιητής δεν εκκινεί από σταθερές αφετηρίες αλλά αλλάζει συνεχώς πρόσωπα, ιδιότητες και κατευθύνσεις. Και με αυτή την τεχνική συνομιλεί με τον χωροχρόνο τωρινών και παλιότερων καθημερινοτήτων, διαπλέκοντας που-εστιακά πρόσωπα, προθέσεις, ιδιότητες. Μέσα από αυτό το ποιητικό εργαλείο, ο Νικολάου ανακατεύει, αναμιγνύει, τη μνήμη και τα κεκτημένα της, στρέφοντας συνεχώς αλλού το φακό, μην αφήνοντας τον/την αναγνώστη/στρια να εστιάσει σε ένα μόνο βλέμμα, μία μόνο οπτική γωνία, επιδιώκοντας μια μαξιμαλιστική, πολυπρόσωπη γραφή και ανάγνωση.
Περιδιαβαίνοντας έτσι τη συλλογή γινόμαστε μάρτυρες των παρατηρήσεων και των σκέψεων του πατέρα, του γιατρού, του ποιητή, του ασθενή, του απλού ανθρώπου, του στοχαστή.
Δεύτερο σημείο
Εμφανές στη συλλογή είναι το ζωντανό ύφος του ποιητή, ο έντονος, διαπεραστικός του τόνος, που αποσκοπεί όχι σε μια στείρα αρνητική παραθεσιολογία που θα τονώσει την αυτοεικόνα αλλά στην ενεργοποίηση του απομείναντος στοχαστικού κεφαλαίου – του/της αναγνώστη/στριας – που θα ταράξει τα κοινά – και μη – λιμνάζοντα νερά της ζωής και θα τη θέσει πάλι σε κίνηση. Η δυσαρέσκεια κυκλοφορεί πάντοτε μαζί με το αντίθετο της οκνηρίας. Με άλλα λόγια, ο ποιητής δεν εκθέτει απλώς την κριτική του στάση απέναντι στη δυσφορία και την πλήξη, δεν μας ζητά να καταλάβουμε τον λόγο του ούτε να τον εκλάβουμε ως απόλυτο. Αντίθετα, εκείνο το οποίο φαίνεται να τον απασχολεί είναι θα λέγαμε η συνεργατική κατανόηση του περιβάλλοντος και των ερεθισμάτων του: το πώς των νοημάτων, των ενοτήτων και των αλληλεπιδράσεων. Στο ποίημα ‘Παριστάνοντας τους ζωντανούς’, διαβάζει ο/η αναγνώστης/στρια (σελ. 45):
Οι μετακινήσεις έγιναν περιττές
Οι χειραψίες επικίνδυνες
Οι σχέσεις απίθανες
Και μας απέμεινε μονάχα
Ο υποτιθέμενος μελλοντικός χρόνος
Δήθεν γελασμένος.
Μήπως θα ζήσουμε περισσότερο
Παριστάνοντας τους ζωντανούς;
Τρίτο σημείο
Τι είναι ‘Ο ταλαντούχος Νέρωνας’, του Κωνσταντίνου Νικολάου; Μία ακόμη ποιητική συλλογή; Μήπως κάτι περισσότερο; Προφανώς. Το αποτέλεσμα του Νικολάου, ένα ανοικτό πείραμα, μπορεί να ιδωθεί ως ένα πολύ χρήσιμο λογοτεχνικό μηχάνημα, που καλλιεργεί και πυροδοτεί το κίνητρο ταυτόχρονα με την τέρψη που προσφέρει. Με άλλα λόγια, είναι μία καλή ευκαιρία για τον/την αναγνώστης/στρια, να ασπαστεί κριτικά το υπαρξιακό άγχος του ποιητή και να συμβαδίσει – όπως αυτός/η επιθυμεί – με τη σκιώδη προτροπή που διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή, να αναρωτηθεί όχι το αυτονόητο αλλά στο αυτονόητο, διαπλεκόμενος/η με το αυτονόητο, να ψαχουλέψει όχι τα γνωστά αλλά στα γνωστά, συναρτώμενος/ή με τα γνωστά. Κάτι που σκιαγραφείται στο μάλλον πιο συγκρουσιακό ποίημα της συλλογής, ‘Σισύφειο’ (σελ. 62):
Εσύ που με σκέφτεσαι
Να σπρώχνω έναν βράχο
Ξανά και ξανά,
Ξανασκέψου το.
Σπρώχνω έναν βράχο
Ξανά και ξανά,
Επειδή
Εσύ
Με σκέφτεσαι
Ξανά
Και ξανά.
0 Σχόλια