Το 1916 μια γυναίκα θάβεται ζωντανή στο πευκοδάσος του Προδρόμου στην Κύπρο. Λίγα χρόνια αργότερα στο ίδιο σημείο θα χτιστεί ένα ξενοδοχείο που σύντομα θα γίνει αγαπημένος τόπος επιφανών διεθνών προσωπικοτήτων. Τη δεκαετία του 1950 ο Πέτρος Χάρισον θα καταλύσει στο περίφημο «Βερεγγάρια» και θα προσπαθήσει να βρει το μυστικό της μητέρας του που έζησε στο κοντινό χωριό. Τι συνέβη στο παρελθόν; Είναι όντως το μέρος στοιχειωμένο; Ποιες ψυχές αποζητούν δικαίωση και με ποιον τρόπο; Πώς συνδέεται η χλιδή και η άνεση του ξενοδοχείου με την ιστορία του τόπου;
Η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου εμπνέεται από την πραγματική ιστορία του ξενοδοχείου «Βερεγγάρια» που, κλειστό κι εγκαταλειμμένο πλέον, δεσπόζει ακόμη στο όρος Τρόοδος της Κύπρου και δημιουργεί μια από τις ωραιότερες και συναρπαστικότερες ιστορίες που έχω διαβάσει ως τώρα. Παρελθόν και παρόν μπλέκονται αδιάσπαστα, αδικίες και προδοσίες περιμένουν τη λύτρωση, μια ιστορία αγάπης γεννιέται με φόντο το στοιχειωμένο κτήριο κι όλα αυτά θα δέσουν αρμονικά με το σήμερα μέσα από μια έξυπνη, καλογραμμένη, χορταστική, πολυεπίπεδη υπόθεση. Το 1916 μια ανεμοθύελλα εξαφανίζει την Αντριάννα και την Ερατώ, των οποίων τα ίχνη χάνονται σε μια στιγμή, με μόνο μάρτυρα τον σύζυγο και πατέρα, Αντωνή. Το 1950 ο Πίτερ Χάρισον ταξιδεύει ως την Κύπρο, παρά τις αντίθετες παροτρύνσεις της μητέρας του, για να περπατήσει στον τόπο της και να ανακαλύψει τα ίχνη της, να καταλάβει τι συνέβη και δε θέλει να ξαναδεί το χωριό της. Το 2000 ο Αλέξανδρος, γαλουχημένος με τη νοοτροπία της γιαγιάς του που πρεσβεύει «Άσε το παρελθόν να βρει γαλήνη», προσπαθεί να σκαλίσει το παρελθόν της. Τι κρύβει στο βαρύτιμο μπαούλο της; «Γαλήνη ζητούν οι ψυχές που χάνουν τον δρόμο τους», την ακούει να ψιθυρίζει τώρα που κοντεύει να φύγει «μακριά», όμως ποιο βάρος αποφεύγει να μοιραστεί με όσους αγαπάει; Ψυχές και σώματα σεργιανίζουν, περπατούν, κρύβονται, ζητούν βοήθεια.
Το όνομα «Βερεγγάρια» προέρχεται από τη σύζυγο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, Βερεγγάρια της Ναβάρρας, με την οποίο φημολογείται πως το 1191 μ. Χ. επισκέφθηκε το νησί μετά τον γάμο τους και πως στη Λεμεσό στέφτηκε βασίλισσα της Κύπρου. Η κατασκευή του κτηρίου ολοκληρώθηκε το 1931 και σύντομα αγαπήθηκε από διάσημους και εκλεκτούς καλεσμένους κι έγινε ξακουστό για τις χοροεσπερίδες του. Επιβλητικό, πετρόχτιστο, βλοσυρό, με διάχυτη χλιδή και ανεπιτήδευτη κομψότητα, σαν αετός που υπερίπταται πάνω από το δάσος, «σε έθελγε και λες και κρατούσε τις αισθήσεις σου σε ομηρία» (σελ. 64). Το 1984 έκλεισε κι έκτοτε το συνοδεύουν πολλοί μύθοι, καθιστώντας το «στοιχειωμένο» και πόλο έλξης για όσους αρέσκονται σε μεταφυσικά φαινόμενα. Η συγγραφέας έψαξε και έμαθε όσο μπορούσε περισσότερα γύρω από τη χλιδή του παρελθόντος αλλά και τη μυστηριώδη αύρα που ακόμη το περιβάλλει και κατάφερε να ζωντανέψει μια ιστορία που σίγουρα θα μπορούσε να είχε γίνει και στην πραγματικότητα. Το κύριο βάρος του βιβλίου σηκώνει η ιστορία του Πέτρου (Πίτερ) Χάρισον, που περιγράφει διεξοδικά την περιοχή και το ξενοδοχείο, δυο διαμετρικά αντίθετα άκρα ενός νησιού γεμάτου αντιθέσεις. Ο νεαρός, εκτός από τη φυσική ομορφιά του τοπίου και της παραδόσεις του νησιού, προσπαθεί να καταλάβει και τις σχέσεις των Κυπρίων με την Αγγλία, της οποίας αποτελούσε τότε αποικία. Ήταν σχέση κατακτητή και υπόδουλου ή κάτι άλλο; Στο φόντο υπάρχει ο τρόμος που πηγάζει από την επίδειξη δύναμης των κατακτητών, η λυκοφιλία σε κάποιες περιπτώσεις μεταξύ Κύπριων και Τούρκων, τα γεγονότα που βράζουν στα παρασκήνια, μιας και ο λαός θέλει την ελευθερία του, κουρασμένος από τις τόσες απανωτές κατακτήσεις. Αυτή η δίψα και ο κρυφός αγώνας έρχονται σε αντίθεση με την καθημερινότητα του Πέτρου που μεγάλωσε σε μια χώρα με δεδομένη την αγάπη για την πατρίδα, χωρίς να φανατιστεί ποτέ με κάτι, χωρίς να παλέψει για τα δίκια της χώρας του, κι αυτό τον εντυπωσιάζει και τον εξιτάρει, αφού κατά το ήμισυ είναι κι αυτός Κύπριος. Ερωτεύεται την Κασσάνδρα που εργάζεται στο ξενοδοχείο και αυτό θα είναι η αρχή μιας περίπλοκης σχέσης που θα δυσκολέψει αρκετά τις ζωές και των δύο για πολλούς και διάφορους λόγους.
Ο Πέτρος καταλύει στο «Βερεγγάρια» και κάνει παρέα με άλλους συνδαιτυμόνες. μέλη της αριστοκρατίας ή και απλούς πολίτες, ερωτεύεται, διασκεδάζει αλλά δεν ξεχνάει την ουσία του ταξιδιού του. Όλοι τους είναι άνθρωποι που σίγουρα έχουμε συναντήσει στα ταξίδια μας, μητέρες με παιδιά, ζευγάρια, όμορφες γυναίκες και σνομπ κύριοι, περίεργοι ή και αδιάφοροι τύποι. Η γεροντοκόρη Κάθριν (που έχει διαίσθηση, βλέπει οράματα και νιώθει πως ένα μεγάλο κακό τριγυρίζει το ξενοδοχείο) με την αδελφή της, Ντόροθι, ο μυστηριώδης Νικ Τζέσουα που φαίνεται να γνωρίζει τους πάντες στο ξενοδοχείο, η Ιβόν Τόμσον με τον μικρό Τζέρεμι, το νεαρό ζευγάρι Σάλι και Χάρι Τρόι που ήρθαν για μήνα του μέλιτος, ο Αιγύπτιος Φουάτ Νατίμ από την Αλεξάνδρεια με την πανέμορφη σύζυγό του, Σοφία, ο Άγγλος αρχιαστυνόμος Χάνιπαλ με τη γυναίκα του, Μαίρη, ο Κώστας Καρπερός, γιος του ιδιοκτήτη, όλοι λες και συμμετέχουν σε μυθιστόρημα της Agatha Christie και περιμένεις να γίνει ο φόνος. Φλερτ, απιστίες, ξενοιασιά, ανυπομονησία, ξενύχτια, διασκέδαση και μυστηριώδεις φιγούρες που αρχίζουν να στοιχειώνουν τους ενοίκους. Είναι φαντάσματα; Και τι θέλουν; Ποιος θα βρει την άκρη; Τι θέλει να πει η γιαγιά του στον Πέτρο που στοιχειώνει τους εφιάλτες του και δεν τον αφήνει να ηρεμήσει; Η Κασσάνδρα, που εργάζεται στο ξενοδοχείο, ξεναγεί τον αγαπημένο της στο χωριό της, στις συνήθειές τους, στα φαγητά τους, τον προετοιμάζει για τις κακές γλώσσες που θα τους δουν μαζί, κανείς τους όμως δεν περιμένει τις αναπάντεχες εξελίξεις που θα έρθουν στη συνέχεια.
Το μυθιστόρημα, εκτός από τη συναρπαστική και αναπάντεχη πλοκή, έχει άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ολοκληρωμένους, μεστούς, με σωστά ψυχογραφήματα. Ο Πέτρος που σκαλίζει το παρελθόν και γνωρίζει έναν κόσμο κι ένα νησί υποταγμένα και αλλάζουν την ψυχοσύνθεσή του και που επιμένει να φέρει σε πέρας την αποστολή του, η μητέρα του που επιστρέφει στο σκοτεινό παρελθόν και γεμίζει διάφορα συναισθήματα, όπως πόνο, φόβο, προσμονή, ελπίδα, η Κασσάνδρα που γνωρίζει τον έρωτα αλλά η συμπεριφορά της μητέρας της τη σκοτώνει κάθε μέρα είναι αδρά σχεδιασμένοι και οι αντιλήψεις τους δίνουν την αφορμή στη συγγραφέα να φωτίσει επιμέρους κομμάτια της κυπριακής και όχι μόνο πραγματικότητας. Για παράδειγμα, η Κασσάνδρα είναι μια από τις τελευταίες κοπέλες που δεν εξαρτώνται πλέον από τη θέληση των γονιών, κυρίως του πατέρα, αλλά είναι αυτάρκεις και ανεξάρτητες, ταυτόχρονα όμως δεν μπορούν να φύγουν χωρίς την ευχή τους ή δεν μπορούν ν’ αντιπαλέψουν ακόμη και τη σωματική κακοποίηση που ασκείται προκειμένου να περάσει το δικό τους. Επιπλέον, στην περίπτωση της κοπέλας, η μάνα της αρνείται τόσο επίμονα που κινεί υποψίες κι έτσι έχουμε κι άλλο νήμα να ξετυλίγεται, εξίσου ενδιαφέρον και σκληρό. Σε όλα αυτά, έχουμε και την αγωνία για την τύχη του Αντωνή που είχε θάψει τη γυναίκα του (τι του συνέβη, πώς προχώρησε τη ζωή του, γιατί οι συγχωριανοί του επιμένουν πως ζει μόνος στα άγρια βουνά, γιατί προέβη σε τέτοιο έγκλημα κ. π. ά.), έχουμε ατμόσφαιρα μυστηρίου και ανατριχιαστικά μεταφυσικά γεγονότα (που εξηγούνται άκρως πειστικά και συνδέονται άρρηκτα με το μυθιστόρημα), έχουμε τον κοσμοπολιτισμό των δεξιώσεων, έχουμε τη μαγεία της άγριας φύσης γύρω από το κτήριο που αποτυπώνεται με ωραίους επιθετικούς προσδιορισμούς και διακριτικά καλολογικά στοιχεία («αφέθηκε να αρμενίζει στον απέραντο κάμπο των ματιών της που άνθιζε αγιόκλημα και γιασεμί», σελ. 41-42), έχουμε τόσα κι άλλα τόσα που όλα δένουν τρυφερά και δικαιολογημένα με το σήμερα με τέτοιο τρόπο που έκλεισα δακρυσμένος το βιβλίο όταν έφτασα στο τέλος.
Πλούσιο, γεμάτο, πολυσέλιδο μυθιστόρημα το «Τρεις γενιές σιωπής: Βερεγγάρια», με κάθε κεφάλαιο, με κάθε πρόταση να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης, χωρίς τίποτα από αυτά περιττό, κουραστικό ή άκαιρο. Η λυρικότητα, ο χειρισμός της πλοκής και τα ψυχογραφήματα είναι τα θετικά χαρακτηριστικά που γλυτώνουν το μυθιστόρημα από το να χαρακτηριστεί επιφανειακό μελό και του χαρίζουν την αίγλη ενός καλού λογοτεχνικού κειμένου που με γέμισε αισθήματα και με ξενύχτησε. Πόσες άνομες πράξεις μπορεί να γίνουν για να θαφτεί ένα μυστικό, πόση υποκρισία υπάρχει για μια ζωή με ψεύτικο περιτύλιγμα, πώς θα δοθεί η συγχώρεση, πώς θα αποσοβηθεί ο κίνδυνος, πώς θα ησυχάσουν οι αδικημένες ψυχές; Ένα μυθιστόρημα όπου «άνθρωποι και πνεύματα αντιπαλεύουν να λύσουν αδικήματα του παρελθόντος» (σελ. 280) με τέτοιο τρόπο που μόνο η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου μπορεί να ζωντανέψει.
0 Σχόλια