«Αν δεν φας φρέσκο ψάρι στο ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ, τότε δεν ξέρεις να ζεις!» Με αυτά τα λόγια τριβέλιζε η Ελένη τα αυτιά του φίλου της του Γρηγόρη άρτι αφιχθέντα εκ Παρισίων στο νησί της Πάτμου.
«ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ; Τι όνομα κι αυτό για εστιατόριο!» αναρωτήθηκε εκείνος.
«Ψαροταβέρνα, μάτια μου, ψαροταβέρνα! Και τι ψαροταβέρνα… η καλύτερη στα Δωδεκάνησα!»
«Α, ώστε έτσι…»
Από ευγένεια αλλά και από περιέργεια, δέχτηκε να την ακολουθήσει στην καλύτερη ταβέρνα της Δωδεκανήσου, όπως έλεγε η φίλη του.
Μην την κακοκαρδίσω, σκέφτηκε.
Γλυκιά μαγιάτικη βραδιά ήταν, κι έτσι κάθισαν σ’ ένα τραπέζι στον κήπο, που μοσχοβολούσε αγιόκλημα και γιασεμί.
Απλά τα ποτήρια, γυάλινα, γέμισαν όμως ως πάνω με κρασί κεχριμπάρι, παραγωγή δικιά μας, όπως τόνισε περήφανα ο μαγαζάτορας. Για αρχή, τους σερβίρισε την περίφημη σαλάτα ντάκο, που αποτελούνταν από παξιμάδια, ντομάτα, ελιές, τυρί, κάπαρη κι ένα σωρό άλλα μυρωδικά, που κολυμπούσαν μέσα στο λάδι.
«Έλα να δοκιμάσεις, κι αν δε γλύφεις τα δάχτυλά σου, εμένα να μη με λένε Ελένη», είπε γελώντας η κοπέλα, βάζοντας στο πιάτο του μια καλή ποσότητα.
Ο Γρηγόρης δοκίμασε στην αρχή με την άκρη του πιρουνιού λίγη ντομάτα και λίγη κάπαρη, ύστερα μια κάπως μεγαλύτερη μπουκιά, ύστερα μια ακόμα πιο μεγάλη μπουκιά και….
«Θεϊκό! Πεντανόστιμο!» είπε, φέρνοντας στο στόμα του ταυτόχρονα μια μεγάλη μπουκιά φρέσκο ζυμωτό ψωμί.
«Και που να δεις ακόμα…», άρχισε να λέει η φίλη του, έκοψε όμως το λόγο της στη μέση η άφιξη του σερβιτόρου με ένα μεγάλο δίσκο.
Έβαλε μπροστά τους δυο πιατέλες με φρέσκα ψάρια η μια και ψημένο χταπόδι γαρνιρισμένο με τηγανητές πατάτες η άλλη, και δυο μποτίλιες με άφθονο λαδολέμονο και ρίγανη.
Ο Γρηγόρης περιεργάστηκε για λίγο τα εδέσματα.
«Μοσχομυρίζουν θάλασσα!» ψιθύρισε, ενώ το πρόσωπό του είχε πάρει μια νοσταλγική έκφραση.
«Τι έχεις;» τον ρώτησε η Ελένη, αγγίζοντας ελαφρά το χέρι του.
«Αχ, τόσο καιρό, στο Παρίσι, στα λεγόμενα γκουρμέ εστιατόρια που δούλευα κατά καιρούς, σερβίριζα φαγητά άψογα στην εμφάνιση, αλλά δίχως ψυχή! Ξέχασα σχεδόν… ξέχασα σχεδόν τι θα πει φρέσκο, αυθεντικό, αγνό… τι θα πει καλή παρέα!» η φωνή του τρεμούλιασε λίγο.
«Τώρα είσαι ΕΔΩ, κι αυτό είναι που μετράει! Άντε στην υγειά μας, Γρηγόρη μου!» είπε η Ελένη τσουγκρίζοντας το ποτήρι της με το δικό του.
Να χαμε και λίγη καλή μουσική, συλλογίστηκε ο Γρηγόρης.
«Ρε σεις, για δέστε ποιος έρχεται! Ο Μιχαλιός του Γαμπιέρη, με το βιολί!» ακούστηκε, ξαφνικά, μια φωνή από τα διπλανά τραπέζια.
«Παίξε, βρε Μιχαλιό… παίξε να κάνουμε κέφι…!» του φώναξε η Ελένη.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι μας!» είπε εκείνος και της έκλεισε το μάτι.
Ο Γρηγόρης σκούντησε με τρόπο την Ελένη.
«Τρέχει κάτι μ’ αυτό τον… Μιχαλιό;» τη ρώτησε.
Η κοπέλα έκανε πως δεν άκουσε.
«Σήκω να χορέψουμε!» του είπε και τον τράβηξε από το χέρι.
«Μα…»
«Σήκω, μωρέ Γρηγόρη, μη χαλάς το χατίρι στο κορίτσι… αχ, και τι κορίτσι…», φώναξε ο Μιχαλιός.
Ο Γρηγόρης κάτι πήγε να πει, αλλά δεν πρόλαβε, μιας και το βιολί άρχισε να παίζει κι ο Μιχαλιός να τραγουδά….
«Για ποιον βαράνε τα βιολιά
και το νησί τραντάζει
Μικρή νησιώτισσαααααα»
Και το ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ εκείνο το βράδυ πλημμύρισε ήχους και τραγούδια θαλασσινά που ‘βγαιναν κατευθείαν μέσα από την καρδιά (και με τα μάτια του Μιχαλιού καρφωμένα στην Ελένη!)
_
γράφει η Σμαραγδή Μητροπούλου
ως εδώ έφτασαν οι μυρωδιές και η μουσική με τις περιγραφές σας..!
Εικόνες όμορφες και χαρούμενες!Μου φτιάξατε τη μέρα!
Αισθάνθηκα σαν να ήμουν κι εγώ στο “ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ”. Πολύ όμορφο και αυθεντικό!!
Σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς για τα καλά σας λόγια, αγαπητές μου. Και μια λεπτομέρεια: το ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ όντως ΥΠΑΡΧΕΙ, είναι ψαροταβέρνα στην Πάτμο και σερβίρει το καλύτερο φρέσκο ψάρι……