του φιλολόγου – συγγραφέα,
Η ποίηση της Χριστίνας Παπανικόλα είναι αυθόρμητη, σα να πηγάζει από τις κρύφιες ανησυχίες της, από τα ποτάμια πόθων ανεκπλήρωτων, που καταλήγουν στην κοίτη της υψηλής νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Από όνειρα που συμπιέστηκαν στο διάβα της ζωής και ξεχαρβαλώθηκαν, από κορνίζες με χρώματα, που πάλιωσαν κι έμειναν θαμπές, για να θυμίζουν την προσμονή για ένα καλύτερο μέλλον, το οποίο θα μας άξιζε. Μας άξιζε όμως όντως; Αναρωτιέται η ποιήτρια και η φωνή της πάλλεται… όχι σαν κύμβαλο αλαλάζον, αλλά σαν ένα ρολόι που οι δείκτες του συνεχώς περνούν από το ενοχικό παρόν, στις θυμίσεις του παρελθόντος κι από εκεί στο ζείδωρο μέλλον. Προσπαθεί να ανακαλύψει τους δαίμονες εκείνους, που έπεσαν να κατασπαράξουν την ανεμελιά, την αξία της στιγμής, το πάθος, την ελπίδα. Μήπως όλα αυτά τα λησμονήσαμε, συνεχίζει να αναρωτιέται ένα από τα αφηγηματικά προσωπεία της.
«Έπλεε στο ποτάμι
Το φεγγάρι.
Ώσπου μια πάπια
Στο πέρασμά της
Το ’σπασε.
Κι εκείνο στον ουρανό
περίτεχνα δεν είναι
ομοίωμά του;»
«Άρνηση», λοιπόν, ο τίτλος του προαναφερθέντος υπερρεαλιστικού ποιήματος. Η Χριστίνα Παπανικόλα αρνείται το ναυαγισμένο φεγγάρι, δε θέλει να παραδεχτεί, ότι το κατάπιε η θάλασσα και πλέον δε λάμπει. Δεν ανέχεται το σκοτάδι, αποζητά από τα μύχια της ψυχής της το φως, ένα φως που χαϊδεύει και λυτρώνει τον κάθε απαρνημένο. Η πάπια, μόνη της, ως ατομικότητα σπάει το φεγγάρι. Πόση δύναμη άραγε να έχει μία πάπια, ώστε να σπάσει το φεγγάρι, και εμείς τρομάρα μας, όλοι μαζί δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να καλυτερέψει το παρόν μας; Ενδόμυχα, καταγγέλλεται από τη συγγραφέα, ίσως το ότι η πάπια ήταν μοναχική. Φανταστείτε μία ομοβροντία από πάπιες τι ζημία θα προκαλούσε. Μήπως ως συλλογικότητα, με τη νοσηρή νοοτροπία, της προάσπισης των ιδιοτελών συμφερόντων, ατυχήσαμε ως κοινότητα, δώσαμε μία κλωτσιά και σπάσαμε το ευεργετικό φεγγάρι! Πόσα φεγγάρια ως ομοιώματα, θα μας θυμίζουν ενοχικά, το μέγεθος των καταστροφών που προκαλέσαμε στην προάσπιση των υψηλών Ιδανικών και αφήσαμε ανεπηρέαστα τα κάλπικα φεγγάρια, τα οποία προασπίσαμε με τη ξιπασιά μας, αδιαφορώντας και εν τέλει καταστρέφοντας τα αληθινά, τα ζωογόνα!
Πολλές σκέψεις πλημμυρίζουν και δονούν συθέμελα την ποιήτρια Χριστίνα Παπανικόλα, περιδιαβαίνοντας, άλλοτε την Απώλεια, άλλοτε την ανάγκη για φυγή… την κατακλύζει η εμμονή, η ψευδαίσθηση, οι πληγές των αδικημένων… έρχεται, όμως, η πολυπόθητη επούλωση, η «Φθινοπώρου Επούλωση», όπως την ονομάζει, μα είναι κι αυτή παροδική.
«Το σκέπασε
Ένα κόκκινο φύλλο
Το σαλιγκάρι
Με το σπασμένο κέλυφος».
Επικαλείται και την Άνοιξη, με τον Μάρτη και τον Απρίλη, τα δύο ποιήματα να στέκουν το ένα σιμά στο άλλο και ενδόμυχα σκεφτόμαστε να «στήνουν χορό ο έρωτας με τον ξανθό Απρίλη» και διακειμενικά τον Σολωμό, στο ποίημά του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Προσπαθεί η Χριστίνα Παπανικόλα αυτούς να τους καλοπιάσει με την κτητική αντωνυμία «μου». «Μάρτη μου», «Απρίλη μου». Ο Μάρτης έρχεται ως λυτρωτής, ως απελευθερωτής από τα δεινά, τους φόβους, την απόγνωση, έρχεται με τη μνήμη των ανοιξιάτικων ημερών για να μας υπενθυμίσει ότι δε χάθηκαν οι όμορφες ημέρες. Ο Απρίλης, βέβαια, πλησιάζει σκεπτικός με στόχο να ξεγυμνώσει την υποκρισία από το κάδρο των μεγάλων αξιών και να τη τοποθετήσει στη θέση της, στο βάραθρο του σκότους. Παρεμβαίνει, με την κρυστάλλινη αισθητική της φωνή και λέει χαμηλόφωνα η ποιήτρια:
«Στις μέρες σου
Έναν Ιούδα Ισκαριώτη κατακρίνουν
Κι ύστερα ολοταχώς να δειπνήσουν μαζί του, να τον αποθεώσουν, να τον ερωτευτούν».
Η καταγγελτική της φωνή λοιδορεί τους επίπλαστους παραδείσους, τους άφαντους φαντασμένους εγωπαθείς, και η ευχή της φέρει στην επιφάνεια τους εμποτισμένους δασκάλους, τους αθέατους αυτούς ήρωες, των μικρών παιδικών ψυχών, που δύνανται να εμφυσήσουν αξίες κι ιδανικά, να γαλουχήσουν συνειδήσεις, να καθρεπτίσουν τη χαμένη αξιοπρέπεια ως οδοδείκτη, για το ξεβάλτωμα από την παρακμή της εποχής μας.
Εντύπωση μας προκαλεί και η συνομιλία στο χρόνο με τον καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη, διαμέσου των ποιημάτων της «Αποκοπή» και «Προς Ευχή – Προς Φυγή». Νιώθει χρέος να τιμήσει τον καθηγητή, από τον οποίο έχει εμπνευστεί και της έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι η εξαφάνισή του. Οι ιδέες του όμως δεν εξαφανίστηκαν, είναι παρούσες στην πνευματική ζωή και η ποιήτρια με έντεχνο τρόπο τις μετουσιώνει σε Ποίηση. Η Χριστίνα Παπανικόλα συνομιλεί με αξίες, με καιρικά φαινόμενα, με την πολιτιστική κληρονομιά, με φιλοσόφους, με τους προγόνους, με το Θείο. Η προσευχή της, αποτελεί την προσωπική της φυγή από τον απατηλό κόσμο και συνοδοιπορία με την ουσία των πραγμάτων. Αποζητά την ελευθερία από τον υλικό ευδαιμονισμό, προκρίνοντας το ηθικό, το πρέπον, το άτρωτο.
Όσον αφορά τη γλώσσα της, παρατηρούμε απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων ή φράσεων, οξύμωρα σχήματα, παιχνίδια με τις λέξεις, προσδίδοντας ιδιαίτερο νοηματικό βάρος στα ποιήματα. Η γλώσσα της Χριστίνας Παπανικόλα ανεπιτήδευτη, γεννημένη στους πρόποδες των βουνών, εκρήγνυται σαν λάβα…και αποτεφρώνει όλα τα κακώς κείμενα, πύρινη, καθώς είναι ανάβει τις λαμπάδες για να φωτιστεί το όραμα, που οι ίδιοι απωλέσαμε, γιατί μας έπεισαν ότι δε δικαιούμαστε κάτι καλύτερο από τη μιζέρια και την εξαχρείωση. Ο λόγος της επίκαιρος, όσο ποτέ αναζωογονεί, κινητοποιεί, σφυρηλατεί το απολεσθέν όνειρο για μία ζωή, όχι λάθε βιώσας, όπως σημείωσε ο Επίκουρος, αλλά μία ζωή βιωμένη, με κέντρο την ενεργή συμμετοχή της ατομικότητας, προς όφελος του συλλογικού καλού, όπως ανακράζει και ματώνει μέσα από τον γραπτό της λόγο η Χριστίνα Παπανικόλα.
Και φτάνουμε στις Κυριακές, στις οποίες εντοπίζει την ουσία του προβλήματος, αυτές τις Κυριακές, που είχαμε χρόνο για εσωτερική ενδοσκόπηση και για συνδιαλογή με το «είναι» μας, πέρασαν όμως ανεπιστρεπτί, καθώς όπως υπογραμμίζει «οι ώρες γλίστρησαν και νύχτωσε νωρίς», καθιστώντας τες κενές νοήματος, κενές ονείρου, όπως περίτεχνα τις χαρακτηρίζει η συγγραφέας και ονοματίζει την ποιητική της προσφορά στο βωμό της Τέχνης «Τρύπιες Κυριακές».
0 Σχόλια