Κάθε μέρα στον πεζόδρομο της Αιόλου, στο ύψος της Αγίας Ειρήνης, γίνεται το έλα να δεις από κόσμο. Σε σημείο να μην αντιλαμβάνεσαι τις εναλλαγές της εβδομάδας. Έχεις πάντα την αίσθηση ότι είναι Κυριακή.
Σήμερα όμως δεν υπήρχε ψυχή. Έμοιαζε με Δεκαπενταύγουστο. Έριξα μια ματιά στο μικρό μαγαζάκι με τα περίφημα φαλάφελ. Μόνον εκεί υπήρχαν τρία με τέσσερα άτομα στην αναμονή. Αγόρασα από το περίπτερο τσιγάρα κι ύστερα παράγγειλα ένα “γίγα καυτερό” κι έκατσα στο παγκάκι απέναντι να το φάω. Δίπλα μου, στο μισό μέτρο, καθόταν μια κυρία, προτιμώ το ηλικιωμένη από το συνομήλικη.
«Ξέρετε κάτι κύριε;» μου είπε. «Είμαι παντρεμένη…»
Δεν το σχολίασα. Την κοίταξα με την άκρη του ματιού μου. Ήταν καλοβαλμένη, καλοντυμένη και περιποιημένη.
«Εσείς;» συνέχισε αυτή.
«Εγώ… Απ’ όσο ξέρω, όχι τώρα τελευταία» απάντησα.
Δάγκωσε μια μπουκιά από την αράβικη πίτα της, τη μάσησε χωρίς βιασύνη και ξανάπε:
«Μ’ αρέσουν πολύ τα φαλάφελ που φτιάχνουν εδώ… Έρχομαι απ’ το Παλιό Φάληρο. Εσάς;»
«Και σε μένα αρέσουν τα φαλάφελ, αλλά συνήθως έχει μεγάλες ουρές και βαριέμαι να περιμένω… Βέβαια, ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί όλοι αυτοί να έρχονται από το Παλιό Φάληρο» σχολίασα και χασκογέλασα.
Αγνόησε το χιουμοριστικό υπονοούμενο και συνέχισε να τρώει ατάραχη.
«Έχετε παιδιά; Εγώ δεν έχω. Δεν μας έστειλε ο Θεός…»
«Θέλετε μάλλον να πείτε ότι δεν σας έφερε ο πελαργός» τη διόρθωσα.
Είχα αρχίσει να φτιάχνω κέφι. Αυτή πάντα σοβαρή.
«Εσείς μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Εγώ λέω ότι ο άντρας μου είναι άσφαιρος.»
Αναστέναξε…
«Εσείς έχετε παιδιά;»
«Ούτε σε μένα έφερε ο πελαργός…»
«Πώς κι έτσι;»
«Δεν ξέρω… Εκτός κι αν ήρθε κι εγώ δεν ήμουν εκεί…»
«Κρίμα… Έπρεπε να βρει κάποιον…»
«Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, νομίζω πως βρήκε…»
«Ποιον; Τον γνωρίζετε;»
«Και πολύ καλά μάλιστα… Είναι ο νυν της τέως μου.»
Μεσολάβησε σιωπή. Η Αιόλου εξακολουθούσε να είναι άδεια κι η ουρά μπροστά από το μαγαζάκι μικρή. Το κόκκινο πιπέρι μου έκαιγε τον λαιμό. Ευτυχώς, γιατί αλλιώς φοβάμαι ότι θα ξέσπαγα στα γέλια.
«Του άντρα μου δεν του αρέσουν τα φαλάφελ. Προτιμάει αυτόν τον σιχαμερό γύρο.»
«Να έρχεστε μαζί. Η γειτονιά μας έχει πολλά γυράδικα.»
«Μπα… “Αφού τον βρίσκω εδώ, γιατί να πηγαίνω στου διαόλου τη μάνα”, έτσι μου λέει.»
«Αθυρόστομος ο άντρας σας…»
«Αυτό δεν είναι τίποτα… Εγώ που μεγάλωσα με το σεις και με το σας παντρεύτηκα αυτόν τον βωμολόχο που αν του πείτε “παρακαλώ” θα το ψάξει στο λεξικό της καθαρεύουσας στις άγνωστες λέξεις… Τι να σας πω αγαπητέ μου… Δε βρίσκω λόγια…»
Είχε τελειώσει. Έριξε τα υπολείμματα στο καλάθι του Δήμου δίπλα της και μετά σκούπισε τα χέρια της με κάτι υγρομάντηλα που έβγαλε από την τσάντα της.
«Εσείς όμως φαίνεστε ευγενικός και μορφωμένος» μου είπε και μου έτεινε το πακέτο με τα υγρομάντηλα. Πήρα ένα και σκουπίστηκα. Μύριζε μέντα.
«Σας ευχαριστώ… Να είστε καλά…»
«Πολύ κρίμα όμως που δεν έχετε παιδιά.»
«Γιατί;»
«Γιατί είστε ομορφάντρας… Κι αν ντυθείτε λίγο καλύτερα και περιποιηθείτε και το γένι σας θα δείχνετε πολύ καλύτερα… Ο άντρας πρέπει να προσέχει την εμφάνισή του. Εγώ τον δικό μου, κι ας είναι άξεστο γουρούνι, τον προσέχω. Είναι γοητευτικός, μέχρι που θ’ ανοίξει το βρωμόστομά του.»
Έμεινα άναυδος. Σηκώθηκε, κι εγώ μαζί, και μου ’δωσε το χέρι της.
«Χάρηκα που σας γνώρισα… Είναι ώρα να γυρίσω.»
«Στο Φάληρο…»
«Ναι, πού το καταλάβατε;»
«Είχα μια διαίσθηση» απολογήθηκα.
Έφυγε. Συνειδητοποίησα ότι δε μου συστήθηκε. Εγώ έκατσα ακόμα λίγο να τελειώσω την κόκα μου. Ο πεζόδρομος της Αιόλου σήμερα ήταν έρημος. Το φως που λιγόστευε και η μελαγχολία του απογεύματος με βρήκαν βουτηγμένο στον κλαυσίγελο.
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
0 Σχόλια