Φυσικές εργασίες/το σκάψιμο, ή αλλιώς για τη γραφή

 

γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης

 

Φυσικές εργασίες/το σκάψιμο, ή αλλιώς για τη γραφή

 

Μιχάλης Κατσιγιάννης

 

Συνεχίζω τη συνομιλία, μια συνομιλία-φάντασμα/ όργανο/ στρώμα/ πλάσμα που σκορπίζει τόσο το φως όσο και τη φωτομέτρηση – και τους διάφορους φωτομετρητές. Συνεχίζω την ενοχλητική αλληλουχία της ψυχοβιολογίας. Συνεχίζω την εκμετάλλευση της έπαρσης του ερωτεύσιμου σημείου. Συνεχίζω την ειρωνεία της ετυμολογίας. Συνεχίζω την παράθεση θεμάτων. Τι ακριβώς συνεχίζω; Συνεχίζω τον λόγο τον ασταμάτητο. Τον λόγο που ποτέ δεν αφήνω και ποτέ δεν με αφήνει. Τον λόγο που ποτέ δεν αφήνει, τον λόγο δηλαδή που ποτέ δεν αρχίζει και ποτέ δεν τελειώνει: τη γραφή.

Εδώ είναι το πλήγμα και η πληγή, αλλά συνάμα και η αναζωογόνηση και η πληρότητα. Όμως, κούφια λόγια. Όχι γιατί είναι σκόρπια ή/και αραιά – στην πραγματικότητα που συμμετέχω και διαμοιράζω, νομίζω ότι δεν είναι καθόλου – αλλά, επειδή μέσω ενός τέτοιου τρόπου μαρτυρίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να επιστρέψει η πίστη στην πίστη ακριβώς γιατί κεντροποιείται κατά κάποιο τρόπο η ίδια η μαρτυρία. Συνεχίζω – φυσικές εργασίες/το σκάψιμο.

Τι θέλω να κάνω εδώ, τώρα; Τι θέλω να βρω; Πέρα από το να θέσω κι άλλα ακόμα ερωτήματα – αποφεύγοντας μετά μανίας την απάντηση, την απάντηση ως τρόπο ύπαρξης και ως πρακτική – θέλω να μιλήσω στη γραφή, με τη γραφή, για τη γραφή, από τη γραφή. Αναζητώ – όχι την/τις οπτική/οπτικές της γραφής, όποια/όποιες κι αν μπορεί να είναι αυτή/αυτές – την εισχώρηση στη γραφή. Πιο πολύ όμως θέλω κάτι πιο τολμηρό. Μάλλον, πιο ακραίο: θέλω να σκεφτώ τη γραφή. Όχι να σκεφτώ για τη γραφή αλλά τη γραφή. Τι με κάνει να θέλω κάτι τέτοιο; Τι με ωθεί να προσχωρήσω σε ένα τέτοιο είδος αδιαφανούς θεάτρου; Ή τι με παρακινεί να πω: ‘εξήλθα’, και πολύ πιο συχνά και τεχνικά: ‘εξέρχομαι’;

Βλέπω στη γραφή σώματα σκισμένα, διακεκομμένα και μπερδεμένα. Σώματα στην αλληλεπίδραση, στη σύγχυση, στην τροποποίηση, στη συσχέτιση και στην αναπλαισίωση. Βλέπω σώματα σε/στην αλληλεξάρτηση. Βλέπω στη γραφή ασυνάρτητες πορείες και διακυμάνσεις, πολύχρωμα στοιχεία και ιαματικές μολύνσεις. Κι άλλος λόγος: δες στη γραφή, βροχή, δηλαδή αφηγήματα-στίγματα/τσιμπήματα/τρυπήματα. Με τη/στη γραφή βιώνω αόρατες και μη διασυνδέσεις και αμοιβαίες επιδράσεις που διαμορφώνουν – σ’ ένα ήδη σε συνεχή διαμόρφωση – ψηφιδωτό. Βιώνω σύνολα συνομιλιών και αναστάσεων που διαρκώς μεταβάλλουν τους ρυθμούς.

Ωστόσο, καμιά σχέση με αναφορά στόχων, καμιά σχέση με αποσαφηνίσεις, καμιά σχέση με παρελάσεις νοημάτων, ορισμών και άλλων δυσφοριών. Κυριολεκτικός μόχθος/δόλος: ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η γραφή είναι το ζητούμενο εδώ – αλλά και παντού εξάλλου. Διπλά – σαν τη γραφή – βοηθητικά ερωτήματα. Τι (δεν) είναι η γραφή; Τι να (μη) δω στη γραφή; Ας ξεκινήσω με τις παρενθέσεις.

Η γραφή δεν είναι ποτέ διεκπεραιωτική, χρηστική και τεχνοκρατική. Δεν είναι βάρος, είδος, κέντρο, νέο, αποτέλεσμα και βάση. Ακόμη, η γραφή δεν είναι κατάσταση – με κάθε έννοια – αλλά διαδικασία. Γρήγορο συμπέρασμα: η γραφή δεν είναι βεβαιότητα και δεν μπορεί να βασίζεται στη βεβαιότητα. Αν είναι έτσι, τότε μάλλον λειτουργεί ως αναγραφή, αναφορά και καταχώρηση. Σε αυτή την περίπτωση η γραφή δρα ως μηχανή χωρομέτρησης και διαπίστωσης – των οικείων συνήθως – χώρων και επειδή δεν καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από τη θετικιστική λογική της ποσοτικοποίησης, προβαίνει σε εξαγωγή συμπερασμάτων, κατάθεση προτάσεων και επιβολή καθοδηγήσεων. Αυτό δεν είναι παρά η νέκρωση της γραφής.

Τώρα, εκτός των παρενθέσεων. Η γραφή είναι θραύσματα, αποσπάσματα, αποκόμματα. Η γραφή είναι κλωστές πεταμένες τριγύρω. Η γραφή είναι σύμπλεξη κλειδαρότρυπων. Είναι εναλλασσόμενα τοπία, ερεθίσματα, ροή – ροές – και ρεύματα. Η γραφή είναι συντρίμμια που διαρκώς ανασυντάσσονται χωρίς έλεγχο, με ανοικτό και μη στατικό δρομολόγιο και χωρίς σαφή προορισμό. Γραφή σημαίνει αδιάλειπτη και συνεχόμενη κίνηση – φυσική ή μη. Σημαίνει δημιουργία πειραματικών – μη διπολικών – σχέσεων και δικτύων. Γρήγορο συμπέρασμα: η γραφή είναι επιτελεστικότητα, αμφισημία, αντίφαση, πολλαπλότητα. Η γραφή είναι η επαναλαμβανόμενη πράξη της αποβολής του προσώπου, της ταυτότητας και της άρνησης αναγνώρισης πάγιων ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών. Δηλαδή, κινείται εναντίον του νόμου, εναντίον των (δια)δρόμων που χαράζει και εναντίον των μεθοδολογιών που επιτάσσει. Τι σημαίνει όμως αυτό;

Η γραφή λειτουργεί με την ανοικτότητα, το ρίσκο και την ποικιλία. Η γραφή λειτουργεί στην ανοικτότητα, στο ρίσκο και στην ποικιλία. Και: η γραφή είναι η λειτουργία της ανοικτότητας, του ρίσκου και της ποικιλίας. Η γραφή επαναδιαπραγματεύεται την επιθυμία, τις ενστάσεις και τις εντάσεις. Επιπλέον, επιτελεί την πρακτική της αέναης και διαρκώς μεταβαλλόμενης επινόησης χώρων, αντικειμένων και ομάδων και επιτελείται μέσα σε μια διάθεση και προοπτική ρευστότητας που αντιτάσσεται στο αεροστεγώς κλειστό και βαθιά ιεραρχικό σύνολο που προκύπτει από την άκαμπτη μαθηματική καταμέτρηση.

Έτσι, υπάρχει το εξής: η γραφή απαιτεί από τον χρήστη της και όχι το αντίστροφο. Ποτέ το αντίστροφο. Το αντίστροφο σταθεροποιεί τη γραφή, τη διακόπτει, την παγώνει, τη χαλάει, την καταστρέφει. Μετατρέπει τη ροή σε ύλη και την κατατάσσει. Τι θέλω όμως να εννοήσω όταν λέω – ή γράφω – πως η γραφή απαιτεί από τον χρήστη της; Η γραφή δεν απαιτεί και δεν αναμένει από τον χρήστη της, την παρουσία μιας έστω και μετακινούμενης ταυτότητας αλλά απαιτεί και αναμένει από αυτόν την ενέργεια του πλήρους αφέματος, της παραίτησης από το βάρος της – μονοδιάστατης – προσωπικότητας.

Με άλλα λόγια, η γραφή ενέχει μια περιπέτεια και η περιπέτεια με τη σειρά της ενέχει πάντα την ενδεχομενικότητα. Όσο αυτή η διαλεκτική διατηρείται – αυτό είναι εξάλλου και το μοναδικό (ίσως) στοίχημα της γραφής: η γραφή ως παιχνίδι – η γραφή καταφέρνει να ξεγυμνώνει την ταυτότητα, να τη μετασχηματίζει, να την αποκεντρώνει, να ξεφεύγει διαρκώς από το νόμο του προσώπου, να κατεδαφίζει χώρους, να τρομοκρατεί αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές, να κατασκευάζει πολλαπλότητες και υβρίδια και κατ’ αυτόν τον τρόπο να χάνεται η ίδια στη σαγήνη του μεταιχμίου, του συνόρου, να μεταμορφώνεται στις παραλλαγές των προθέσεων που συναντά, να ανακατεύει τα ερεθίσματα, να εξοντώνεται στο άγγιγμα μιας μη στατικής επαφής, να αυτοκτονεί και να δέχεται να την δολοφονούν, να επανεφευρίσκει τον εαυτό της ρευστό μέσα στη ρευστότητα και να γεννιέται ξανά και ξανά ως άλλη.

Η γραφή λέει – ποικιλοτρόπως: η αλήθεια – η αλήθεια ως (μοναδικός) φορέας, (μοναδική) μεθοδολογία και (μοναδικό) αποτέλεσμα – δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ. Πρόκειται για επινόηση, παρανόηση και πλάνη. Αλλιώς: η αλήθεια ως παρανοϊκό αποτέλεσμα του πολιτισμού. Συνεπώς, εκείνο το οποίο υφίσταται – εν είδει διαφωνίας, ασυνέχειας, φροντίδας και αλληλοσυμπλήρωσης – είναι η κατασκευή θεαμάτων. Αυτό ίσως να είναι η γραφή.[1]

Πολλά λάθη και κενολογία ως τώρα/εδώ; Καλύτερα ηχεί – γράφει – το ποίημα:

 

Γραφή[2]

 

Σκίρτημα

Χορός και πήδημα δηλαδή

Και πολλαπλότητα

Είναι η γραφή.

 

Ταυτότητα

Χώρος και φύλακας δηλαδή

Και αλήθεια

Δεν είναι η γραφή.

 

_____

[1] Σε ό,τι διατυπώθηκε για τη γραφή στο παρόν κείμενο, η ακόλουθη κατηγοριοποίηση – αν και εξαιρετικά επισφαλής, όπως και κάθε κατηγοριοποίηση εξάλλου – μπορεί να δώσει/δείξει ένα είδος σχεδίου/διαγράμματος: Ως προς την ποίηση (πολύ ενδεικτικά): Νίκος Εγγονόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης, Anne Sexton, Gregory Corso, Γιώργος Βέλτσος, Γιάννης Λειβαδάς. Ως προς την πεζογραφία (πολύ ενδεικτικά): Franz Kafka‎‎, William S. Burroughs, Jorge Luis Borges, Charles Bukowski, Charles Dickens, Χρήστος Χρυσόπουλος, Νάνσυ Αγγελή. Ως προς τη θεωρία (λιγότερο ενδεικτικά): Roland Barthes, Maurice Blanchot, Gilles Deleuze (και Gilles Deleuze/Félix Guattari), Michel Foucault, Jacques Derrida, Judith Butler, Stanley Fish, Dom Hunter.

[2] Από την ποιητική μου συλλογή ‘Βλέμματα’ (ψηφιακή έκδοση, Εξιτήριον, 2025, σελ. 20).

Ακολουθήστε μας

Περί του μηχανισμού της πεζογραφίας

Περί του μηχανισμού της πεζογραφίας

  γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης   Αντί εισαγωγής Θέτω κατευθείαν το κεντρικό ερώτημα του κειμένου μου: τι είναι η πεζογραφία; Νομίζω ότι για να μπορέσω να δώσω μια ικανοποιητική και πλήρη απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι να εξετάσω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η...

Πόσο ζυγίζει ένα ζευγάρι βλέφαρα;

Πόσο ζυγίζει ένα ζευγάρι βλέφαρα;

 Πόσα μάτια βάρυναν απότομα, ενώ τα χείλη έλεγαν «δεν πειράζει»;  Και μπορεί η ανθρώπινη επικοινωνία να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις λέξεις, όμως πώς μπορούμε να ξεχνάμε τις λέξεις εκείνες που δεν ξεστομίζονται, αλλά απεικονίζονται μόνον πίσω από ένα ζευγάρι...

Αυτό που ψάχνεις, δε θα το βρεις

Αυτό που ψάχνεις, δε θα το βρεις

Λαμβάνοντας υπόψη πως η διαρκής αναζήτηση είναι σημείο των ημερών μας και πως ο μεγαλύτερος εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, έπεται ως εύλογο απότοκο για την σύγχρονη ανθρώπινη ύπαρξη να μην είναι ευχαριστημένη… με τίποτα. Το να διεκδικείς και να μάχεσαι γι’ αυτό...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Βιβλιοκριτικές
Ένας ποιητικός μονόλογος: για την ποιητική συλλογή ‘Τα θαλασσοπούλια του άλλου Αυγούστου’, του Αλέξανδρου Μιχάλογλου

Ένας ποιητικός μονόλογος: για την ποιητική συλλογή ‘Τα θαλασσοπούλια του άλλου Αυγούστου’, του Αλέξανδρου Μιχάλογλου

Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης

Βιβλιοκριτικές
Η διαλεκτική της καθημερινής ζωής: για την ποιητική συλλογή ‘Περατζάδες’, της Δήμητρας Καλλιγέρη

Η διαλεκτική της καθημερινής ζωής: για την ποιητική συλλογή ‘Περατζάδες’, της Δήμητρας Καλλιγέρη

Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης

ΑρθρογραφίαΕκπαίδευση
Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

Όταν ο θεσμός της εκπαίδευσης εναντιώνεται στη μάθηση και τη μόρφωση: εξερευνώντας τη μάθηση εκτός σχολείου υπό τις θεωρίες των Ivan Illich και John Holt

Μιχάλης Κατσιγιάννης

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *