Άφησα κάθε στιγμή μας να περάσει σαν ταινία από το μυαλό μου και εγώ καθόμουν ακίνητη, χωρίς να μπορώ να αναπνεύσω. Άκουσα τότε πάλι εκείνη τη μελωδία που με κάνει να ανατριχιάζω, τόσο γλυκιά, και σταγόνες άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου. Φοβήθηκα μήπως σταματήσει. Δεν σταμάτησε. Ποτέ δεν σταματά.
Αρχίζω να κατεβαίνω τις σκάλες που οδηγούν στη μεγάλη αίθουσα με το πιάνο. Κάθομαι στο μαύρο κάθισμα μπροστά του. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν τα άσπρα πλήκτρα πρώτα, μετά τα μαύρα, μετά όλα μαζί. Νιώθω την παρουσία σου στο χώρο και συνεχίζω να παίζω. Είναι ένα καινούριο τραγούδι που ακούω εδώ και καιρό, μα όσο περνούν οι μέρες, ο ήχος γίνεται βαθμιαία φρικτός.
Χτες είχε πανσέληνο. Νόμιζα πως είδα κάποια σκιά στον μπροστινό κήπο. Εσύ ήσουν; Δεν ξέρω. Έφυγα τρέχοντας, μην ήσουν τελικά εσύ, μήπως τελικά δεν με θυμάσαι, γιατί αυτό θα με σκότωνε πιο γρήγορα και βασανιστικά από την πολύχρονη απουσία σου.
Θέλω να ουρλιάξω, μα δεν πρέπει. Οι τοίχοι είναι από χαρτί και μπορούν εύκολα να καταρρεύσουν, να με πλακώσουν. Όταν με οδήγησες σε αυτό το μεγάλο άδειο κάστρο, τυφλωμένη από τη μελωδία σου, δεν είδα το φθαρτό χαρτί με το οποίο ήταν χτισμένη η ευτυχία μου. Κι εσύ έφυγες. Με κλείδωσες στο χάρτινο παλάτι και με άφησες να περιμένω.
Μα τα χρόνια περνάνε κι εσύ δεν γυρίζεις πίσω. Κι εγώ παίζω μελαγχολικές μελωδίες στην μεγάλη αίθουσα με το μαύρο πιάνο. Νιώθω την καρδιά μου να σπάει ξανά και ξανά, όμως εσύ δεν γυρίζεις πίσω.
Μένω εδώ χρόνια τώρα. Μόνη στους σκονισμένους διαδρόμους να τριγυρνώ μέχρι να νυχτώσει. Τότε έρχεσαι στα όνειρά μου, είμαστε μαζί ακόμη κι αν δεν είμαστε. Νιώθω το άγγιγμά σου και συγκίνηση πλημμυρίζει το κορμί μου. Μπορώ ακόμα να ονειρεύομαι, ξέρεις. Μπορώ ακόμη να ονειρεύομαι ξέρεις. Μπορώ ακόμη να τραγουδώ για εσένα κι ας λείπεις…
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεπροβάλλουν. Τι κι αν δεν έχω παράθυρα, εκείνες διαπερνούν τους χάρτινους τοίχους. Με επαναφέρουν στην πραγματικότητα τόσο βίαια, αποτρόπαια σχεδόν.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και κατευθύνομαι στην μεγάλη αίθουσα με τα σκονισμένα βιβλία. Είναι χτισμένη σαν λαβύρινθος. Περνώ ώρες να φτάσω στο τέλος του, με κρατά απασχολημένη για λίγο να μην σε σκέφτομαι, γιατί με πονά. Έρχεσαι στη σκέψη μου, πόνος. Φεύγεις, κενό, το απόλυτο κενό. Τα χάρτινα παλάτια μοιάζουν τόσο άδεια τότε. Τα βιβλία μου κρατούν συντροφιά στην αρχή, μα ύστερα κουράζομαι να τινάζω την σκόνη από τις σελίδες τους, να τα κάνω να φαίνονται σαν καινούρια. Ύστερα, φεύγω.
Ένας άλλος διάδρομος με πάει σε μια άλλη αίθουσα κυκλική και εντελώς άδεια με έναν μεγάλο θόλο στην κορυφή για να διαπερνά το φως των αστεριών τις νύχτες, εκείνες τις νύχτες που χορεύαμε μαζί μέχρι να ξημερώσουν. Τόσο άσχημος ο χώρος χωρίς εσένα, ψυχρός όσο ποτέ. Κάνει κρύο, τουρτουρίζω, μα δεν μπορώ να ανάψω ούτε κερί. Το χαρτί θα αρπάξει φωτιά, θα καώ και εγώ μαζί του. Κι όταν γυρίσεις, θα βρεις μόνο αποκαΐδια να σε περιμένουν, μαύρα αποκαΐδια μέσα σε έναν τόσο όμορφο κήπο με μαραμένα τριαντάφυλλα. Έφυγες και φοβάμαι να βγω έξω να τα ποτίσω
και μαράθηκαν κι αυτά σαν την κυρία του κάστρου, μα δεν πέθαναν. Ζουν ακόμα κάτω από τα μαραμένα πέταλα και ελπίζουν όπως κι εγώ να γυρίσεις. Τις νύχτες φοβούνται μαζί μου, ανησυχούν μαζί μου, ονειρεύονται μαζί μου.
Είχα στείλει, κάποτε, δύο περιστέρια μήπως σε βρουν. Όταν γύρισαν μου είπαν πως σε μεγάλες θάλασσες πλέεις, απέραντες και φουρτουνιασμένες. Μόνο αυτό μου είπαν κι από τότε φεύγουν, γυρίζουν, πότε το ένα, πότε το άλλο, και τους μιλώ για εσένα, μα δεν τολμώ να τα ρωτήσω πού είσαι, τι κάνεις, αν το πλοίο έφτασε κάπου, αν εκεί εγκαταστάθηκες μόνιμα, αν έχτισες κι άλλο χάρτινο παλάτι και ξέχασες το δικό μας. Αν μου πουν κάτι τέτοιο μπορεί να κλάψω, μα δεν μπορώ να κλάψω. Αρκετή υγρασία έχουν ήδη απορροφήσει οι τοίχοι σε λίγο θα μουχλιάσουν και θα καταρρεύσουν. Είναι χάρτινοι βλέπεις, δεν το ξεχνώ ποτέ.
Θα τα τελειώσω τα βιβλία, θα τα τελειώσω όλα, για να μπορέσω να φτάσω στην καρδιά του λαβυρίνθου. Κι όταν έρθει η ώρα να πάρω το κλειδί και να αρχίσω να τρέχω, να φτάσω στην μπροστινή πύλη, να την ανοίξω και να βγω στον κήπο με τα μαραμένα τριαντάφυλλα. Αν έχουν ανθίσει, θα περιμένω. Αν δεν έρθεις θα τρέξω προς το δάσος, να ξεφύγω. Αν είσαι εσύ εκεί θα γκρεμίσουμε μαζί το παλάτι και θα χτίσουμε μαζί ένα καινούριο, πέτρινο, να αντέξει στο χρόνο. Θα μείνουμε μαζί, δεν θα φύγεις, δεν θα σε αφήσω αυτή τη φορά, δεν θα κάνω το ίδιο λάθος.
Ξέρω, κι εσύ γύριζες στους σκονισμένους διαδρόμους μες την σιωπή, την δική μου σιωπή, που κρατούσε χρόνια. Κι όταν βρήκες το δικό σου κλειδί έφυγες. Σε είδα να κοιτάς πίσω, μα δεν κατέβηκα κάτω κι ύστερα έφυγες. Το ξέρω πως φταίω. Δεν σου το είπα ποτέ, μα το ξέρω. Φταίω.
Μην ανησυχείς, όμως, δεν έχω διαβάσει ούτε τα μισά βιβλία. Έχεις χρόνο να γυρίσεις. Ίσως τα περιστέρια έρθουν και σε βρουν, σου θυμίσουν πού είμαι. Ίσως, σου φέρουν ένα μαραμένο τριαντάφυλλο από τον μεγάλο μας κήπο, που στα χέρια σου ανθίσει ξανά. Ίσως, ένα βράδυ, ξανακούσω την γλυκιά σου μελωδία, όπως ήταν πρώτα, ούτε σιγανή, ούτε φθαρμένη, και βγω στο μπαλκόνι μου γνωρίζοντας πως είσαι εσύ, πως γύρισες. Ίσως, φιληθούμε κάτω από το φως των αστεριών και τότε θα ανθίσουν όλα τα μαραμένα τριαντάφυλλα στον μεγάλο μας κήπο, θα πάρουν διάφορα χρώματα, θα πετάξουν εκείνο το μαύρο του θανάτου που φορούν τόσα χρόνια.
Είναι δειλινό και στέκομαι σε αυτό το μπαλκόνι που σε είδα να φεύγεις. Ακούω βήματα στους σκονισμένους διαδρόμους, μια πόρτα ανοίγει και, ξαφνικά, αρχίζει να ακούγεται το πιάνο να παίζει μια μελωδία. Πλησιάζω στην αίθουσα και πάω να ανοίξω την πόρτα. Εσύ είσαι! Ήρθες. Το ήξερα πως θα έρθεις. Το ήξερα. Ακούγεται η μελωδία σου, πιο γλυκιά από ποτέ. Κάθομαι δίπλα σου, δεν μου μιλάς, μόνο με κοιτάς. Ύστερα, με αγκαλιάζεις. Κλαίμε μαζί και τα χάρτινα παλάτια καταρρέουν. Δεν με νοιάζει. Θα χτίσουμε καινούρια, πέτρινα αυτή τη φορά. Θα μείνουμε για πάντα μαζί, με τα ανθισμένα τριαντάφυλλα. Η μελωδία σου συνεχίζεται να ακούγεται και από τα απέναντι όρη ξεπροβάλλουν οι πρώτες ακτίνες της ημέρας. Σε φωτίζουν υπερβολικά. Όχι μη φεύγεις. Δεν μπορεί να είσαι πάλι ένα όνειρο. Αυτή είναι η ειμαρμένη μέρα που θα χτίσουμε μαζί το μέλλον.
Μην φεύγεις, γιατί σε λίγο θα ξυπνήσω και θα είμαι μόνη στην κρύα μου κρεβατοκάμαρα.
Αρχίζεις να χάνεσαι, να σβήνεις. Πάλι φεύγεις. Με μια κραυγή ξυπνώ. Δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά μου.
«Είδες εφιάλτη», μου λες, «μην φοβάσαι, είμαι εδώ» και με αγκαλιάζεις.
«Μην φύγεις ποτέ ξανά.»
«Ξανά;» λες απορημένος.
«Ξέχνα το. Ένας εφιάλτης ήταν μόνο.»
«Δεν θα με χάσεις πότε», μου υπόσχεσαι, «όχι όσο εξαρτάται από εμένα. Μην φοβάσαι.»
Με κρατάς τώρα πιο σφιχτά. Και το βλέμμα μου μαγνητίζει το βάζο στο παράθυρο. «Τα τριαντάφυλλα δεν ήταν μαραμένα χτες;» ρωτάω.
–
γράφει η Κωνσταντίνα Παγώνη
Χάρτινα παλάτια, όνειρα που κρατούν στη ζωή όσους αμφίδρομο δεν βρήκαν έρωτα…Ακόμα κι αν το όνειρο την μορφή της χαραυγής πάρει…ακόμα και τότε θέλουμε να μη σβύσει τ όνειρο…Να εξακολουθήσουμε το όνειρο να ζούμε…Όπως το πλάσαμε ΕΜΕΙΣ….
ΜΠΡΑΒΟ!
Σας ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι και το εκτιμώ που σας άγγιξε η μικρή μου ιστορία.