«Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος…»
Κρατώ στα χέρια τους αγαπημένους στίχους του Καβάφη και χάνομαι στις διαδρομές τους, την ώρα που το αεροπλάνο είναι έτοιμο να απογειωθεί. Περίεργο δεν είναι, να επιλέγω το ταχύτερο συγκοινωνιακό μέσο για ένα ταξίδι αναψυχής, διαβάζοντας στίχους που εξυμνούν την ομορφιά της διαδρομής; Δε βιάζομαι να φτάσω κι όμως τρέχω να προλάβω. Κοιτάζω συνεχώς το ρολόι. Σε μισή ώρα θα είμαι στη Θεσσαλονίκη. Σε μισή ώρα, το πολύ σε τρία τέταρτα, όχι αργότερα. Το παιχνίδι με το χρόνο, μου έγινε συνήθεια.
Η ηλικιωμένη κυρία που κάθεται δίπλα μου, ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα πακέτο μπισκότα. Μου προσφέρει. Απλώνω το χέρι και χωρίς να το καταλάβω, πιάνω τη χειρολαβή του τρένου. Ανεβαίνω στο βαγόνι και κάθομαι δίπλα στο παράθυρο.
Το τρένο σφυρίζει και κυλάει πάνω στις ράγες αργόσυρτα, νωχελικά, χωρίς να βιάζεται. Ξέρει πως θα φτάσει στον προορισμό του και είναι αποφασισμένο να χαρεί τη διαδρομή. Τα τοπία περνούν άλλοτε αργά και άλλοτε πιο γρήγορα, το ένα διαφορετικό από το άλλο.
Κόβει ταχύτητα. Σταθμός Τιθορέας. Ένας πετρόχτιστος σταθμός προβάλλει, από τους πολλούς που είναι φτιαγμένοι με μεράκι και αγάπη για το μέσο, που φέρνει σε επαφή τον έναν τόπο με τον άλλο. Άλλοι ανεβαίνουν και άλλοι κατεβαίνουν. Για κάποιους το ταξίδι ήταν σύντομο. Για άλλους θα έχει συνέχεια. Φιλιά, αγκαλιές συνάντησης και αποχαιρετισμού στο σταθμό. Μια νεαρή κοπέλα, στην ηλικία μου, ανεβαίνει και κάθεται δίπλα μου. Συμέλα τη λένε, είναι φοιτήτρια και μου φαίνεται συμπαθητική. Πιάνουμε την κουβέντα και η ώρα περνάει ευχάριστα.
Η συνοδός με ρωτάει αν θέλω καφέ ή χυμό. Η ματιά μου πιάνει φευγαλέα την ηλικιωμένη κυρία, στα δεξιά, που κοιμάται, τον κύριο στα αριστερά που διαβάζει εφημερίδα και τους υπόλοιπους επιβάτες που κοιτούν μπροστά τους αμίλητοι.
-Καφέ, παρακαλώ…
Παίρνω το πλαστικό κυπελλάκι του καφέ από το κυλικείο του τρένου και γυρίζω στο κάθισμά μου. Δυο παιδιά από το απέναντι κάθισμα σηκώνονται και τρέχουν από δω κι από κει. Τσιρίζουν και ζητάνε κι άλλο σουβλάκι κι άλλο αναψυκτικό. Οι γονείς δυσανασχετούν και τα μαλώνουν. Πιο πέρα, μια κοπέλα διαβάζει ένα περιοδικό κι ο νεαρός που κάθεται δίπλα της, δε λέει να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Ανοίγει ένα πακέτο με μπισκότα. Της προσφέρει κι εκείνη του χαμογελά. Πιάνουν την κουβέντα και φαίνεται πως το απολαμβάνουν. Δυο ηλικιωμένοι άντρες κάθονται πλάι πλάι. Δεν γνωρίζονται, έχουν όμως ανάγκη από επικοινωνία. Πόσο φλύαρη μπορεί να γίνει η γλώσσα του σώματος! Με αφορμή τους τίτλους μιας εφημερίδας αρχίζουν πολιτική συζήτηση. Ο ένας Καραμανλικός κι ο άλλος Παπανδρεϊκός. Ο καθένας προσπαθεί, άλλοτε με επιχειρήματα κι άλλοτε με την ένταση της φωνής, να επιβάλλει στον άλλον την άποψή του. Αρχές της δεκαετίας του ’80, παραμονές των εκλογών και τέτοιου είδους συζητήσεις δίνουν και παίρνουν.
Έρωτας, πολιτική, μικρές καθημερινές στιγμές, όλα στοιβαγμένα σε ένα μικρό βαγόνι. Μια μικρή κοινωνία που ταξιδεύει από τον έναν σταθμό στον άλλον και προσπαθεί να αξιοποιήσει τη διαδρομή.
Το τρένο περνάει μέσα από στοές και φιδοσέρνεται στην κατάφυτη πλαγιά της Οίτης. Η άγρια ομορφιά της φύσης με το αεράκι του βουνού και το κάλεσμα του ποταμού κάτω από το φαράγγι, μπαίνουν από το ανοιχτό παράθυρο, σαν φίλεμα της φύσης στο πολύωρο ταξίδι μας.
Σταθμός Λιανοκλάδι. Η κοπέλα ετοιμάζεται κι ο νεαρός τη βοηθάει να κατεβάσει τη βαλίτσα της. Εκεί, στην άκρη της αποβάθρας, της χαϊδεύει τα μαλλιά και της αφήνει ένα σημείωμα στο χέρι. Ίσως το τηλέφωνό του. Άραγε θα ξανασμίξουν ή το τέλος της διαδρομής θα είναι και το τέλος της σύντομης σχέσης τους. Τι σημασία έχει… Φτάνει που συναντήθηκαν για μια στιγμή, ένιωσαν το καρδιοχτύπι, τις γεμάτες υποσχέσεις βλέμματα.
Ο σταθμάρχης κάνει σινιάλο και ο συρμός ξεκινά. Το σφύριγμά του υπόσχεται νέες εμπειρίες…
Ο θεσσαλικός κάμπος απλώνεται μπροστά μας σαν πίνακας ζωγραφικής. Οι εργάτες που μαζεύουν βαμβάκι, βρίσκουν την ευκαιρία να πάρουν μιαν ανάσα και μας χαιρετούν. Βγάζουμε τα κεφάλια από τα παράθυρα και ανταποδίδουμε. Δεν τους ξέρουμε, δεν μας ξέρουν. Μια φευγαλέα συνάντηση είναι, η εικόνα τους όμως μια θύμηση νωπή.
Ετοιμαζόμαστε για προσγείωση. Η αεροσυνοδός πλησιάζει την κυρία δίπλα μου, την ακουμπά απαλά στον ώμο και την ξυπνά. Της ζητά, ευγενικά, να δέσει τη ζώνη της.
-Φτάσαμε κιόλας;
Φτάσαμε κιόλας. Ένα ταξίδι αστραπή ήταν, μικρότερο από μια ανάμνηση, λιγότερο από ένα πρωτοΰπνι. Ένα ταξίδι με αρχή και τέλος. Χάσαμε τη διαδρομή γιατί φοβηθήκαμε τους Λαιστρυγόνες της πολύωρης παραμονής μας στο βαγόνι, τους Κύκλωπες της φλύαρης πολυκοσμίας και ίσως κάποιο μικρό και θυμωμένο Ποσειδώνα που τρέχει και τσιρίζει. Ο χρόνος μας κυνήγησε κι εμείς τρέξαμε ξέπνοοι να φτάσουμε πρώτοι στο τέρμα. Μέσα στο τρεχαλητό μας προσπεράσαμε τα τοπία, τις στιγμές, τις συγκινήσεις. Το καταλάβαμε στο τέλος.
Σηκώνομαι από τη θέση μου και κατεβαίνω. Το τρένο σφυρίζει, γλιστράει πάνω στις ράγες και χάνεται στη στροφή. Δε βιάζεται. Ετοιμάζεται για τον τελευταίο του σταθμό και είναι έτοιμο να απολαύσει την ύστατη διαδρομή του. Από το ανοιχτό παράθυρο, ξεπηδούν οι στίχοι του ποιητή κι αφήνουν το αεράκι να τους ταξιδέψει…
Η Συμέλα με περιμένει στην έξοδο του αεροδρομίου. Φοράει ένα τζιν παντελόνι κι έχει τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά, ίδια όπως την πρωτογνώρισα. Αγκαλιαζόμαστε και με ρωτά πώς ήταν το ταξίδι.
Απλώνω το χέρι μου και πιάνω στον αέρα έναν στίχο, τον τελευταίο που βγήκε. Τον κρατώ απαλά στη χούφτα μου και τον αφήνω να πετάξει, λίγο αλλαγμένο, δίνοντάς του τη μορφή της δικής μου εμπειρίας.
-Ξεκούραστο, της απαντώ, μα τα ωραία τα ταξίδια τα έδωσε το τρένο. Χωρίς αυτά δε θα γνώρισα εσένα…
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Απλώνω το χέρι μου και πιάνω στον αέρα έναν στίχο, τον τελευταίο που βγήκε. Τον κρατώ απαλά στη χούφτα μου και τον αφήνω να πετάξει, λίγο αλλαγμένο, δίνοντάς του τη μορφή της δικής μου εμπειρίας.
-Ξεκούραστο, της απαντώ, μα τα ωραία τα ταξίδια τα έδωσε το τρένο. Χωρίς αυτά δε θα γνώρισα εσένα…
Όλο σας το κείμενο με άγγιξε με άγγιξε πολύ!!!!Και με ταξίδεψε … έκανα κι εγώ αυτο το ταξίδι με το τρένο!
Άννα σε ευχαριστώ πολύ! Αγαπημένο μέσο το τρένο, συνδεδεμένο με παιδικές αναμνήσεις.
Ωραία,Χριστίνα η ιστορία σου, με ταξίδεψε όπως ένα ταξίδι με τρένο,που δε βιάζομαι να τελειώσει για να χαρώ τη διαδρομή,πριν με προσπεράσει….!!!
Μαριάνθη σε ευχαριστώ. Το ταξίδι με το τρένο μοιάζει με το ταξίδι της ζωής. Το απολαμβάνουμε παρά τις ταλαιπωρίες
Χριστίνα μας ταξίδεψες τόσο μα τόσο όμορφα! Το τρένο, οι άνθρωποι, οι μυρωδιές του, οι διαδρομές, οι σχέσεις που δημιουργούνται, ο χρόνος που παύει να τρέχει σαν το διάολο, η επιλογή μας να μην τρέχει ο χρόνος σαν το διάολο…η ουσία της ζωής ολόκληρης. Το να μην επιλέγεις τις “σύντομες” διαδρομές στο όποιο ταξίδι σου. Να μπορείς να σταματάς, να βλέπεις, να γεύεσαι, να γνωρίζεις ανθρώπους, να απολαμβάνεις στιγμές.
Γνήσιες πραγματικά περιγραφές από μια γνήσια ταξιδιώτισσα…!
Μάχη μου σε ευχαριστώ! Πολλές τέτοιες εικόνες έχω από τα ταξίδια μου με τα τρένα. Τώρα που το σκέφτομαι , έχω καιρό να ταξιδέψω με τρένο. Μήπως να πάρω ένα τρένο και να με πάει όπου να ναι , χωρίς προορισμό …μου φτάνει μόνο η διαδρομή
Χριστίνα υπέροχες διαδρομες!!
Εικόνες γεμάτες ευαισθησία, λυρισμός,
νοσταλγία!
Κάθε διαδρομή την
Ιθάκη χρωματίζει!!!
Ευχαριστούμε που μας επέλεξες ως συνταξιδιώτες σου…
Καλή σου ημέρα!!
Ελένη μου σε ευχαριστώ! Υπάρχουν πολλά ταξίδια , ένα από αυτά πραγματοποιείται με το βιβλιονετ. Γνώρισα πολλά άτομα μέσα από αυτό αλλά και τοπία , απολαμβάνοντας τις διαδρομές τις δικές μου αλλά και τις δικές σας.