Για μια στιγμή έρχονται κοντά σου,
μα σαν στο θρόνο τους καθίσουν,
κλείνουν τις πόρτες και μένεις απ’ έξω.
Έχουν δικά τους όνειρα και σχέδια
για του περίγυρου την κοινωνία.
Ότι εσύ ονειρεύτηκες στα συμφέροντα τους είναι παραφωνία.
Είσαι κουβάρια, αράδες από πλάτες,
γονυπετείς προσκυνητές, μυριάδες.
Στις πλάτες σου βαδίζουν
οι μαύρο-κοστουμαρισμένοι με πολύμορφα προσωπεία.
Ψίχουλα σου ρίχνουν,
στη ζωή να σε κρατήσουν,
αλλιώς, δεν υπάρχουν.
Μα εσύ ξεγελιέσαι και γελιέσαι πως έχετε κοινή πορεία.
Σύστημα βρωμιάς κι αλητείας,
που το λες δημοκρατία και καμώνεσαι πως έχεις ελευθερία.
Μούντζα στα μάτια σου τυφλέ,
κεφάλι μυρμηγκιασμένο,
δουλοπρεπή,
ζητιάνε της μίζερης ζωής.
Σαν περιστέρια είσαι σε κεντρική πλατεία,
ψίχουλα των περαστικών τσιμπολογάς
και με χαμηλά πετάγματα χαράς,
τους στέλνεις ευχαριστίες.
_
γράφει η Νατάσα Λουκά
0 Σχόλια