Όλα χαμένα: Νουάρ πάνω στον βοριά του κυκλαδίτικου κάβου

γράφει ο Κώστας Προμπονάς

Ο Κώστας Μιχόπουλος με το ντεμπούτο του στοιχίζεται στην πρώτη γραμμή θαλασσοδαρμένων συγγραφέων, κλείνοντας το μάτι όμως σε όσους, όπως ο Χέρμαν Μέλβιλ και ο Τζόζεφ Κόνραντ, βουλιάζουν στο έρεβος της ανθρώπινης φύσης. Δύσκολο για το κεντρικό Αιγαίο, καθώς για να γράψεις ένα κλειστοφοβικό θρίλερ θα πρέπει να αγνοήσεις την εωθινή δόξα, στην Καλοταρίτισσα «του πρωιού» της Δονούσας, συχνός τόπος καλοκαιρινών διακοπών του Κώστα Μιχόπουλου, αν δώσουμε βάση στις φωτογραφίες του στα κοινωνικά δίκτυα. Ο συγγραφέας βιοπορίζεται ως μουσικός σχεδιαστής και ηχολήπτης, συχνάκις στο πλευρό του διεθνούς φήμης χορογράφου Δημήτρη Παπαϊωάννου και ταυτόχρονα είναι δεινός ελεύθερος δύτης και αλιέας. Σε προσωπική επικοινωνία με τον άγνωστό μου Κώστα Μιχόπουλο, ο συγγραφέας δήλωσε ότι η νουβέλα είναι συν τοις άλλοις προϊόν «μεγάλης έρευνας για την θαλασσινή και ψαρευτική μας ιστορία». Δεν συνιστά φιλοφρόνηση αλλά αναγνώριση της αξίας του βιβλίου ότι το «Όλα χαμένα» αναμετράται στην γερή πραγματολογική θεμελίωση με το αριστουργηματικό κύκνειο άσμα του Πέτρου Πικρού, την «Λαμπηδόνα του βυθού», ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με κεντρικό θέμα τους σφουγγαράδες του Αιγαίου- ο Πικρός κατόρθωσε την ανατομία γυμνών δυτών και «μηχανικών» στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» που κάποιοι από τους παραπάνω κατέληγαν, ο Μιχόπουλος ανατέμνει τις δυο βασικές τυπολογίες ερασιτεχνών ψαράδων του Αιγαίου παραθερίζοντας για πολλά χρόνια σε έναν από τους πιο καρπερούς ψαρότοπους της Ελλάδας.

Τα ήθη των πλαζ στη νεωτερικότητα δεν υπομένουν καθόλου το τραγικό. Θαλασσινοί πνιγμοί και ατυχήματα έχουν εξοριστεί από το κοινωνικό φαντασιακό για την ακτή. Η παραλία έχει μεταμορφωθεί σε ένα ήμερο, άκακο τόπο όπου τα δράματα της ύπαρξης αυτοακυρώνονται και διαλύονται. Ας θυμηθούμε την Ίλια, στο Ποτέ την Κυριακή όταν αφηγείται την ιστορία της Μήδειας. Για εκείνη, η ιστορία τέλειωνε με τη φράση: «Κι όλοι μαζί πάνε στην ακρογιαλιά», κατ’ εξοχήν ειρηνευτικό επεισόδιο. Η θετική ναυτική μυθολογία είναι μέχρι σήμερα ολοζώντανη-όπως το αποδεικνύει η διαχρονική επιτυχία μιας άλλης ταινίας, εμπνευσμένη από τη ζωή του κολυμβητή της αβύσσου Jacques Mayol. Στo Απέραντο Γαλάζιο η θάλασσα είναι μια απέραντη πισίνα, ένα ενυδρείο με επιλεγμένη πανίδα, ένας κόσμος εκκρεμής, σταματημένος. Η νουβέλα Όλα χαμένα έρχεται να υπονομεύσει θεμελιακά το όνειρο του παραθαλάσσιου τουρίστα, ο οποίος, κατασκηνώνοντας στην άμμο που τη χτυπούν τα κύματα του Απέραντου γαλάζιου- μια γη ρευστή και χωρίς μνήμη- -αδιαφορεί για το ιστορικό της βάθος και την εννοημάτωση του τοπίου.

Σαν ένα εφιαλτικό ναυτικό τραγούδι, το «Όλα χαμένα» βασίζεται στην εσωτερική αρχιτεκτονική του που αναδεικνύεται μέσα από ασφυκτικά, τετράγωνα καδραρίσματα περίτεχνων διαλόγων και μια συνεχή αίσθηση απειλής η οποία πια στο τέλος θα μετατραπεί σε ωμή βία για να οδηγήσει τους δύο πρωταγωνιστές άντρες στα άκρα. Αν η νουβέλα ήταν σενάριο θα έπρεπε να γυριστεί σε ασπρόμαυρο φιλμ 5mm από ένα Ευρωπαίο auteur, σαν το σινεμά του Ταρκόφσκι και του Μπέργκμαν.

Το «όλα χαμένα» είναι μια ιστορία μυστηρίου, απαλλαγμένη όμως από μυστικιστικές δοξασίες, βαθιά γειωμένη στην Ελληνική Μεταπολίτευση του Σημίτειου Εκσυγχρονισμού και της εγχώριας ανομίας. Οι σισύφειοι διάλογοι μεταξύ των πρωταγωνιστών θυμίζουν Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον, η ορθολογική εξιχνίαση του ναυτικού δυστυχήματος Έντγκαρ Άλαν Πόε και οι περιγραφές της φύσης τον Χέρμαν Μέλβιλ.

Ένα ζευγάρι κάνει διακοπές σε ένα μικρό κυκλαδίτικο νησί –του Αιγαίου. Ο άνδρας είναι μανιώδης υποβρύχιος ψαράς. Πάνε με το αυτοκίνητο σε μια ερημική ακτή με σκοπό να ψαρέψει ο άνδρας στα προσήνεμα στο βοριά καλά ψαροτόπια. Το αρχικό σχέδιο διαμορφώνεται το πρωί σε μια καφετέρια του νησιού, ένα σχέδιο που θα συναντήσει τις έντονες διαμαρτυρίες της συντρόφου του ψαρά.

«Μωρό μου, θα πέσω για τρεις ωρίτσες, να βγάλω δυο ψαράκια να φάμε και θα γυρίσω. Αφού τα είπαμε αυτά, ρε κορίτσι μου γλυκό, από αύριο φορτώνει ο καιρός και θα είμαστε τρεις μέρες μαζί στο νησί χωρίς άλλο ψάρεμα. Αν δεν κάνω τώρα δυο ψαρέματα στα καλά τα μέρη, να βγάλω δυο ψάρια να φάμε, πότε θα τα κάνω;»

H ακτή του ζευγαριού της νουβέλας είναι μια άθικτη ακτή: χωρίς πληγές από κτίσματα, χωρίς τουριστικά στίγματα, μια γλώσσα παραδείσιας γης που όμως χάρη στο φάρο δεν μοιάζει να ξεπροβάλλει από μια ωκεάνια απροσδιοριστία. Η μακρυσμένη ακτή του νησιού στην οποία οδηγεί το μονοπάτι είναι από αυτά τα «απρόσιτα» καταφύγια που το πρωί γεμίζουν αυτοκίνητα αλλά αδειάζουν νωρίς λόγω της πρώιμης φαινόμενης δύσης αλλά και επειδή ίσως το κινητό τηλέφωνο δεν έχει σήμα. Το ίδιο το νησί, μικρό, στη μέση του Αιγαίου είναι μακριά από τα πλήθη, προφυλαγμένο από τις μόδες. Θυμίζει τα νησιά των «α λα καρτ» διακοπών που διαφημίζουν τα τουριστικά γραφεία σε όσους έχουν «κολλήσει» στο μύθο της Εδέμ. Μακρινά νησιά σαν τις Μαλβίδες, την Ταϊτή, τον Μαυρίκιο. Νησιά όπως η Χαβάη του 1907 για την οποία ο Τζακ Λόντον έγραφε τότε ότι είναι «ένας παράδεισος για όποιον έχει ήδη μερικά αγαθά. Δεν είναι επ’ ουδενί λόγω παράδεισος για τον ανειδίκευτο εργάτη, ούτε για κείνον που φτάνει άφραγκος απ’ την πατρίδα του». Ένα νησί εχθρικό για τυχοδιώχτες και χίπηδες που έδειξαν από τη δεκαετία του ’70 προτίμηση για τα μεγάλα νησιά που διατηρούν μια φέρουσα ικανότητα. Γιατί τα νησάκια της άγονης γραμμής σπάνια διαθέτουν τους αγροτικούς και κτηνοτροφικούς πόρους να ταΐσουν όσους αποφασίσουν, σαν τον Ευριπίδη του Σεφέρη, να περάσουν μερικές μέρες σε σπηλιές απέναντι από τη θάλασσα, συχνά μερικώς τροφοσυλλέκτες. Ο γράφων, ένιωσε στο πετσί του την εξάντληση ένα καλοκαίρι στα Ψαρά όταν καταλύοντας για μέρες στην βόρεια αλίμενη ακτή ως ερασιτέχνης ψαράς διαπίστωσε ότι οι πάλαι ποτέ αμπελώνες και οι συκιές είχαν καταστραφεί από την υπερβόσκηση και το έδαφος υφίστατο ραγδαία διάβρωση και ερημοποίηση. Στην διπλανή Νότια Χίο, λόγω της καλλιέργειας της μαστίχας, δεν επιτρεπόταν η καλοκαιρινή βόσκηση και οι εγκαταλειμμένοι προ δεκαετιών αμπελώνες στα Κάτω Φανά συνέχιζαν να δίνουν καρπούς. Τελειώνοντας την παρένθεση, ο γράφων ως ανταπόδοση ευγνωμοσύνης στην πολύχρονη φορολόγηση του γεμάτου με βάτα «παλιάμπελου» από ένα ακτήμονα αναπληρωτή εκπαιδευτικό, αποφάσισε να διαπραγματευθεί την ενοικίαση και να επανιδρύσει τους αμπελώνες, διατηρώντας τις τοπικές ποικιλίες. Φευ! Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές με πληροφορούν τηλεφωνικά ότι εθεάθησαν εννιά κατσίκες να γευματίζουν στο αμπέλι! Από τα Μάταλα της Κρήτης μέχρι τις Βαλεαρίδες, τη Νάξο και το Ρίμινι της Ιταλικής Ριβιέρας υπήρξε το κρίσιμο μέγεθος ώστε το κλειστό σύμπαν της ακτής να επικοινωνεί και να τρέφεται από την εύφορη ενδοχώρα.

Η νεαρή γυναίκα περιμένει τον σύντροφό της μέχρι αργά το βράδυ. Η κλιμάκωση των συναισθημάτων της είναι από μόνη της μια γεμάτη ενσυναίσθηση συμβολή του συγγραφέα σε μια δημόσια συζήτηση, πάγια εκφρασμένη στα κοινωνικά δίκτυα, για την πρόσληψη των extreme sports/field sports από τις/τους συντρόφους όσων ασχολούνται με αυτά. Η σύντροφος του υποβρύχιου ψαρά στην αρχή της αναπάντεχης αργοπορίας αντιδρά ως οργίλη με πληγωμένο εγωισμό, αφού νιώθει ότι ο σύντροφός της προτιμά την ισόβια ανταγωνίστριά της, μια αδυσώπητη αντίζηλη: την θαλάσσια, μάλλον υποβρύχια, αντερωμένη.

Μα πού είναι ο καριόλης τέτοια ώρα; Καλύτερα ν’ αργήσει λίγο ακόμα, γιατί άμα βγει τώρα, θα του γαμήσω ό,τι έχει και δεν έχει του παλιομαλάκα. Καλύτερα να βγει σε λιγο, να ξεθυμάνω πρώτα με τις πέτρες. Κι άρχισε να πετά πέτρες προς τον φάρο που έχυνε ταπεινά το φως του στη θάλασσα και σχημάτιζε μια λεπτή θολή γραμμή θυμίζοντάς της πως ο χρόνος μετράει, προσπερνά το τώρα, χάνεται.

Η κεντρική ηρωίδα μοιάζει με ζωντανό φάντασμα. Καθώς βαλτώνει μέσα της η απόγνωση, απόρροια της ακινησίας στην οποία είναι εγκλωβισμένη στρέφει το βλέμμα της στον φάρο του ακρωτηρίου βάζοντας στο νου της ένα περίεργο τάμα που θα εξαρτηθεί η έκβασή του από την περιοδικότητα του φωτός. Δεν φαντάζει παράλογο: Οι φάροι αποτελούν σύμβολο περισυλλογής και επίτευξης στόχων αλλά κυρίως ελπίδας.

Το πρωινό βρίσκει την σύντροφο του χαμένου δύτη επάνω σε ένα σκάφος ερασιτεχνικής αλιείας, το μόνο που ήταν άμεσα διαθέσιμο για έρευνα και διάσωση. Η ψυχολογική κατάστασή της ως επιβάτιδας πια στο αξιόπλοο τρεχαντήρι έχει αλλάξει, είναι ενεργητική αναζητήτρια χάρη στα δανεισμένα κιάλια, η τυφλή οργή, μετά από σωρεία έξοχων εσωτερικών διαλόγων σκουριάζει και μετατρέπεται σε ικεσία:

Δεν θα ξαναφωνάξω, δεν θα ξαναγκρινιάξω, δεν θα σε κακολογήσω, δεν θα ζηλέψω, δεν θα σου αρνηθώ τίποτα. Να, φιλώ σταυρό. Σ’ το ορκίζομαι, αν είσαι ζωντανός και ξανακούσω τη φωνή σου, σε ό,τι έχω ιερό, θα σ’ έχω σαν τα μάτια μου. Πικρή κουβέντα απ’ τα χείλη μου δεν θ’ ακούσεις. Διαφωνία δεν θα ‘χουμε καμιά. Μόνο ν’ αναπνέεις θέλω. Να ξαναπάρω την ανάσα σου στο στόμα μου, ν’ ανασάνω το πρωινό σου χνώτο, να καταπιώ το σάλιο σου, ν’ ακουμπήσω το κορμί μου στο δικό σου. Μόνο να ζεις και θα κάνω ό,τι χρειαστείς για να σε δω ξανά.

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό, θα πιω θάλασσα για να ’ρθεις.

Σε παρόμοιες απειλητικές συνθήκες οι παλιότεροι Έλληνες θαλασσογράφοι έβαζαν όσους/ες περίμεναν τους χαμένους να επικαλούνται τη θεία πρόνοια. Αν συγκρίνουμε ένα αντίστοιχο διήγημα, εμβληματικό του είδους, το «Ενιαύσιον θύμα», με την πλήρη απώλεια της επίκλησης του Θείου στη νουβέλα -«και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι»- η τεχνοκράτισσα Μαρία, κάτοχος μεταπτυχιακού, αδιαφορεί για την Παπαδιαμαντική κληρονομιά του Επέκεινα:

«Κάμε, Θε μου, έλεγεν ο Πάπος, να ’ρθει ο πατέρας μου, και να μη με καταριέται που δεν επήγα μαζί του. Άι μ’ Νικόλα μ’, που σ’ έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι…. Άχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν’ απόκερο από μέσ’ απ’ το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις… για να κυνηγώ τις νυχτερίδες και τα κουκουβαϊόπουλα τη νύχτα… μη με ξεσυνερίζεσαι, και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω… και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του… κι εγώ να σου φέρω άλλα τόσα κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.» («Ενιαύσιον θύμα»)

Ακριβώς, η κυριότερη αλλαγή που υιοθετεί ο πιο ελπιδοφόρος, αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια νέα γενιά, από τους σύγχρονους θαλασσογράφους μας είναι η επικράτηση μιας οιωνεί θεωρίας εξαλειπτικού υλισμού από τους ήρωές του, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος βιολόγος και φιλόσοφος της επιστήμης Κώστας Κριμπάς.

Η αναφορά στην αρχή του παρόντος κειμένου, επαινετική της γερής εποπτείας του Κώστα Μιχόπουλου πάνω στην ιστορία των θαλάσσιων πληθυσμών στο Κεντρικό Αιγαίο αφορά εξίσου τόσο την εμπειρογνωμοσύνη του πάνω στους ναυτικούς όρους όσο και στα αλιευτικά στρατηγήματα που παραμένουν αξιοσημείωτα σταθερά στην ιστορική διαχρονία παρά την έλευση της νεωτερικότητας. Η τελευταία ευθύνεται για τη ραγδαία αλλαγή της γλώσσας των μοντέρνων ερασιτεχνών ψαράδων, αποτελεσματικών μόνον εξαιτίας των πανίσχυρων ψηφιακών fishfinders που για τους βετεράνους ψαράδες μάς είναι μάλλον ανυπόφορη, όπως και για τον ιδρυτή του ελληνικού δημοφιλούς site psarevontas.gr Μιχάλη Μαντά ο οποίος αγανακτεί που το «χτύπημα» στη συρτή βυθού η νέα γενιά αποκαλεί «strike»! Ευτυχώς, η γλώσσα της νουβέλας, το ναυτικό/αλιευτικό ιδίωμά της, όπως αποτυπώνεται στους διαλόγους του δίπολου των μπατζανάκηδων αντικατοπτρίζει αξιόπιστα την ιστορική τροχιά (path dependency) της μεταπολεμικής ερασιτεχνικής αλιείας στο Αιγαίο. Θα τεκμηριώσω τον ισχυρισμό μου με ένα πρόσφατο παράδειγμα ελληνικής αλιευτικής λογοτεχνίας που δεν κατορθώνει να διαυγάσει την τραγωδία των κοινών (tragedy of commons) και αγνοεί την ληστεία από παράνομους αλιείς, που επέδραμαν ληστρικά στους βυθούς, εξαιτίας της τουριστικής ανόδου των ελληνικών νησιών και την εκρηκτική ζήτηση για επιδεικτική κατανάλωση αλιευμάτων α’ ποιότητας. Στο νου μου έχω την νουβέλα «Λαγού μαλλί» που γνώρισε σημαντική εκδοτική επιτυχία του Γιάννη Μακριδάκη, η οποία υποθάλπει μια ερμηνεία των ψαράδων στο Αιγαίο με συμπαγή ταυτότητα και ενιαίο παρελθόν και μέλλον. Στη νουβέλα του δημοφιλούς συγγραφέα οι ψαράδες είναι μια οριοθετημένη κοινότητα εντός μιας προστατευμένης γωνιάς διαβίωσης διαθέτοντας σταθερή σκοπιά κατόπτευσης του εαυτού και του κόσμου. Οι ψαράδες του Μακριδάκη αν και έχουν τις αδυναμίες τους όπως την κατάχρηση αλκοόλ συμβιώνουν αρμονικά σε ένα κλίμα σύμπνοιας και αμοιβαίας αποδοχής, που δεν γνωρίζει ταξικούς, πολιτικούς ή άλλους φραγμούς. Στο Όλα χαμένα αντιθέτως, ο/η αναγνώστης/στρια δεν καταφέρνει να εντοπίσει νοσταλγία για ένα «αγνό» ελληνικό παρελθόν, για μια χαμένη κοινοτική συνοχή.

Ο συγγραφέας κατορθώνει να ανακατασκευάσει ορθολογικά μια γενεαλογία της βαριάς ιστορικής πείρας και των ολοκαυτωμάτων που έχουν υποστεί οι Ελληνικοί βυθοί, ακόμα και στις εσχατιές του Αιγαίου. Οι δυο άνδρες πρωταγωνιστές, εξ αγχιστείας συγγενείς, συνιστούν δυο διαμετρικά αντίθετους ανθρωπολογικούς τύπους που εντοπίζουμε να ψαρεύουν μέχρι σήμερα στις Ελληνικές θάλασσες. Και οι δύο παραθερίζουν μαζί με τις δίδυμες γυναίκες τους δεκαετίες στο νησί. Μια παρέκβαση εδώ: Στο βιβλίο εντοπίζονται αρκετά στοιχεία που επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι το νησί είναι η Δονούσα, όπως η ύπαρξη του κορυφαίου πανηγυριού στις 14 Σεπτεμβρίου, εορτή του Σταυρού, το τοπωνύμιο Σκύλος/Σκυλονήσι, η περιγραφή του ακρωτηρίου που εντοπίζεται στα «ανατολικά μέρη, που σκοτεινιάζουν πρώτα απ’ τα άλλα» και αρκετά ακόμα. Προγραμματικά, αναγνωρίζεται από τους δυο άνδρες η απίστευτη για τον σημερινό παρατηρητή παρουσία μεγάλων ψαριών στη μέση του Αιγαίου πριν λίγες δεκαετίες:

«Τώρα όλοι αυτοί που βουτάνε δεν ξέρουν από θάλασσα, δεν έχουνε δει ψάρια. Ατελείωτα ψάρια, δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε. Άλλες εποχές, δεν έχει τώρα τα ψάρια που είχε τότε. Καμιά σχέση..!»

Η πρώτη γενιά καταχρηστικών αλιέων, που παλεύουν όμως για την επιβίωσή τους είναι οι σφουγγαράδες, συχνά «σακατεμένοι» από ατύχημα με ρίψη δυναμίτη. Ακολουθεί μια δεύτερη γενιά ντόπιων επαγγελματιών, πολλοί από τους οποίους συνεχίζουν να ρίπτουν δυναμίτη, στα τυφλά όμως, χωρίς το προνόμιο των παλαιών σφουγγαράδων που εντόπιζαν τα ψάρια και τα ανακτούσαν:

«Τα μπουμπουνούσανε και δεν παίρναν σχεδόν τίποτα πάνω. Mε τόσο καθοδικά κι απότομα ρέματα, έσπρωχνε τα ψάρια μακριά»

Η δεύτερη γενιά καταχρηστικών αλιέων ανδρώθηκε την περίοδο της Μεταπολίτευσης, χάρη στην εκρηκτική ζήτηση αλιευμάτων την περίοδο του καλοκαιριού εξαιτίας της ανόδου του τουρισμού. Σε αντίθεση με την πρώτη γενιά, δεν ψάρευαν λόγω βιοποριστικών αναγκών:

«Πουλούσε τα ψάρια που έπιανε γιατί ήταν άπληστος, ανάγκη δεν είχε, έβγαζε ένα σκασμό λεφτά απ’ τη δουλειά του… Έβγαινε με φουρτούνα, βούταγε στα πιο επικίνδυνα μέρη, έπιανε ψάρια και τα μοσχοπουλούσε στις ταβέρνες του νησιού. Από τα ψάρια κι από τα σίδερα έκανε περιουσία. Από τα μέσα Μαΐου μέχρι τα τέλη Αυγούστου, ο Λευτέρης ερχόταν συχνά στο νησί, ψάρευε και πουλούσε τα ψάρια που έπιανε στις ταβέρνες. Όλοι στην παρανομία. Μαύρα πουλούσε ο Λευτέρης, μαύρα ξεπουλούσαν οι ταβέρνες. Έτσι δούλεψε το σύστημα από τη δεκαετία του ’70 που άνοιξε ο τουρισμός στο νησί μέχρι και σήμερα. Στην παρανομία, στη μαυρίλα και στην κονόμα εις βάρος αυτών που προσπαθούν να ορθοποδίσουν έντιμα. Εις βάρος ανθρώπων όπως ο Νίκος που του ‘φευγε ο κώλος μια από δω, μια από κει, μια στην Ασία και μια στην Αμερική. Που τα δήλωνε όλα στην εφορία. Κι όταν ερχόταν η λυπητερή, δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο το ποσό που χρωστούσε αλλά και τον χλευασμό του Λευτέρη»

Η νουβέλα του Μιχόπουλου πιστώνεται μια εις βάθος επικαιροποιημένη γνώση πώς κατορθώνουν και σήμερα οι παραδοσιακοί ψαράδες να φέρνουν εμβληματικά ψάρια του μεσογειακού υφάλου πάνω στη βάρκα:

«Oι ψαράδες ξεκινάνε πριν το χάραμα… Ο Νίκος καθόταν στη μια μπάντα στην κουπαστή, έπαιρνε από το φενιζόλ τις σαρδέλες με το αριστερό του χέρι και τις έκοβε πάνω σ’ ένα ξύλο στα τρία, κεφάλι κορμός ουρά, μ’ ένα μικρό κοφτερό μαχαίρι σαν φαλτσέτα. Τα ‘βαζε στην άκρη κι ο Λευτέρης με τα χοντρά του δάχτυλα τα ‘πιανε και τα δόλωνε με μαεστρία στ’ αγκίστρια του παραγαδιού. Τα ‘βαζε με τη σειρά. Κεφάλι απ’ τα μάτια, κορμό πάνω από το κεντρικό κόκαλο και ουρά παράλληλα με το κόκαλο για να στερεωθούν καλά πάνω στο αγκίστρι. Έπειτα σφήνωνε την πετονιά στην κίτρινη λαστιχένια σχισμή στο χείλος της λεκάνης του παραγαδιού και το αγκίστρι κρεμότανε δολωμένο.

Στιγμές με το γλυκό κούνημα στο αρόδο, αυτή η σαρανταποδαρούσα από αγκίστρια ήταν λες και σχημάτιζε ένα ατόφιο περίεργο ψάρι με ακαθόριστο σχήμα, καμωμένο από κεφάλια, ουρές και κορμούς ψαριών. Έσταζε πηχτό αίμα και μύριζε έντονα.

Πρέπει να είναι πολύ φρέσκια η σαρδέλα για να τσιμπήσει το ψάρι, αν είναι δυο μερών και πάνω, δύσκολα θα πέσει πάνω συναγρίδα ή φαγκρί εξήγησε ο Νίκος».

Ο συνταξιούχος ναυπηγός Νίκος ευτύχησε να είναι ένας από τους πιο φωτεινούς πρωταγωνιστές στην ελληνική θαλασσινή λογοτεχνία. Ο Κώστας Μιχόπουλος επιφυλάσσει για αυτόν μια ταυτότητα –οδηγό για αειφόρο αλιεία του 21ου αιώνα:

«O Νίκος στα εξήντα πέντε του κολυμπούσε όλο τον χρόνο σχεδόν κάθε μέρα και το σκαρί του ήταν ξερακιανό, καλοσχηματισμένο και μαυρισμένο. Ποτέ δεν σταμάτησε ν’ ασχολείται με τη θάλασσα κι αυτή συνέχιζε να τον ευεργετεί.»

Αυτός ο πολυτάλαντος θαλασσινός σέβεται τα ψάρια και αρνείται να τα πιάσει με άλλο τρόπο εκτός από την άκρως επιλεκτική υποβρύχια αλιεία που επιχειρεί με τις λιγοστές πια σωματικές δυνάμεις του. Στην σύντροφο του χαμένου δύτη διακηρύσσει μια πρωτοποριακή πίστη που έκφρασε προφητικά τη δεκαετία του ’90 ο Giorgio Dapiran, ο πολιτικοποιημένος Ιταλός εφευρέτης της μη επιθετικής κίνησης στο νερό, του aguatto:

«Δεν θέλω να τα πιάνω με τη συρτή, το παραγάδι, την καθετή και τα δίχτυα. Τα ‘κανα κι αυτά τα ψαρέματα πιο παλιά αλλά πλέον όχι. Μην κοιτάς που ήρθα για τέτοιου είδους ψάρεμα με τον Λευτέρη. Έτυχε. Δεν θέλω να ψαρεύω έτσι γιατί δεν είναι δίκαιο. Ξέρεις πόσα δίχτυα και παραγάδια μένουν κάθε χρόνο στον πυθμένα; Πάρα πολλά, και με τα χρόνια κάνουν τεράστια ζημιά στο οικοσύστημα. Επειδή τα αγαπάω λοιπόν τα ψάρια, γίνομαι για λίγο ψάρι, παίρνω επιλεκτικά κάθε φορά αυτά που μου αναλογούν για να φάω εγώ και η οικογένειά μου και τέλος»

Ο Λευτέρης, ο αντίπαλος ανθρωπολογικός τύπος ψαροσύνης, ελέγχει τον άσπονδο φίλο του για άμετρη συμμόρφωση στο ηθικό πρόσταγμα, τον ειρωνεύεται ότι έχει «μπαστούνι στον κώλο». Τον κατηγορεί για αυτό που θα ονόμαζαν οι ψυχολόγοι σήμερα «έλλειψη ενσυναίσθησης» αλλά είναι ένας εύλογα άδικος ψόγος αν κρίνουμε από τις πράξεις συμπαράστασης στο δράμα που ζει η σύντροφος του χαμένου υποβρύχιου ψαρά. Γιατί είναι ο συνταξιούχος ναυπηγός που βρίσκεται ανιδιοτελώς στο πλάι της συντετριμμένης γυναίκας, αυτός που πεισματικά εμμένει στη σωστή προτεραιότητα της αναζήτησης του χαμένου δύτη έναντι του ψαρέματος. Και επιπλέον στηρίζει την ανάγκη της για τροφή δημιουργώντας «με πατάτα, κρεμμύδι, θάλασσα και κανένα παλιόψαρο που δεν έπιανε τιμή στο πούλημα», «το νέκταρ της νύχτας, το δώρο της θάλασσας, το βάλσαμο».

«Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης την έκανε να δοκιμάσει την πεντανόστιμη σούπα.

«Καλή, ε;» ρώτησε ο Νίκος όπως ρωτούν οι άνθρωποι που μαγειρεύουν και θέλουν ν’ αρέσει αυτό που φτιάχνουν. Και όντως ήταν νόστιμη αυτή η σούπα.

«Πολύ καλή!» απάντησε η Μαρία με σεβασμό στον ευγενικό άνδρα.»

Υπάρχει ένας εκκρεμής προβληματισμός που εγκυμονείται όταν συγκρίνουμε το τουριστικό ζευγάρι του απολεσθέντος δύτη και της συντρόφου του με τους δύο παραθεριστές ψαράδες. Μοιράζονται τον ίδιο κόσμο; Εάν οι τουρίστες διασχίζουν και εξερευνούν, οι παραθεριστές κατοικοεδρεύουν και εγκαθίστανται. Και οι δύο τύποι των διακοπών μπορεί κάλλιστα να συναντηθούν στον ίδιο χώρο, δεν παύουν όμως να ανήκουν σε διαφορετικούς χώρους. Για τον χαμένο δύτη ο χώρος εκείνος θα είναι ένας τόπος από τον οποίον θα περνά, για τους αυτόχθονες παραθεριστές η επικράτειά τους. Ο πρώτος διατρέχει τον πλανήτη, οι δεύτεροι έχουν παραιτηθεί αν και αξίζει να παρατηρήσουμε πως ο θετικός ήρωας του βιβλίου, ο Νίκος, έχει οργώσει τον πλανήτη, φωτογραφίζοντας μέχρι τις θάλασσες των κοραλλιών του Ειρηνικού, ένα ίσως alter ego του επίσης πολυταξιδεμένου Κώστα Μιχόπουλου. Ο ένας διασχίζει τον κόσμο ως ξένος, ενώ οι δυο άσπονδοι εταίροι βρίσκονται σε αυτόν, εάν όχι μόνιμοι κάτοικοι, τουλάχιστον αυτόχθονες παραθεριστές. Στη ιστορία μας, μια τέτοια ασυμμετρία αποβαίνει σχεδόν μοιραία: H τουρίστρια συνειδητοποιεί ότι η άγνοιά της για τη συνέχιση του μονοπατιού την εμπόδισε να εντοπίσει την πορεία της σημαδούρας του συντρόφου της.

«Πού να το ‘ξερε ν’ ανέβει το μονοπάτι να δει από ψηλά μήπως και καταφέρει να δει τη σημαδούρα του.»

Όπως ο Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, έτσι και το Όλα χαμένα έχει πετύχει γιατί καταπιάνεται με ένα μεγάλο θέμα, στοχαζόμενο ανοιχτά πάνω στη μοναξιά και την ανάγκη για δέσιμο. Η ενότητα του λογοτεχνικού έργου δεν διασπάται επειδή η σπονδυλωτή γεωμετρία του υπηρετεί οργανικά την σύνθεση. Μερικοί από τους αδιάσπαστους από την ιστορία σπονδύλους: Ο συγγραφέας εγκιβωτίζει στους διαλόγους ναυτικές ιστορίες διάσωσης που έχουν διασταυρωθεί από τον γράφοντα ως αληθινές-είναι μικρό το σινάφι των Ελλήνων ελεύθερων δυτών! Μας πληροφορεί για τα γραφειοκρατικά τερτίπια και την οδύσσεια που περνάνε οι συγγενείς των αγνοουμένων δυτών. Μας προσφέρει ακαταμάχητες περιγραφές δραματικών συλλήψεων των άφωνων ιχθύων-κάποτε με φωνή, όπως του γιγάντιου σαλαχιού, με βάση τις ελληνικές παραδοσιακές πρακτικές αιώνων, όπως η συρτή και το πυροφάνι.

Πρωτίστως όμως το Όλα χαμένα είναι ένα μεσογειακό νουάρ εξιχνίασης ενός ναυτικού δυστυχήματος εξ αμελείας, αυτό που οι έμπειροι ελεύθεροι δύτες, με πολλές δεκαετίες εμπειρίας θεωρούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο αν ξεφύγουν από τους δαίμονες του υποβρύχιου blackout. Εδώ, ο γράφων, που ανήκει στους επιβιώσαντες δύτες, θα εξομολογηθεί στους αναγνώστες ότι την έχει γλυτώσει επειδή ουδέποτε ήταν στοχοπροσανατολισμένος στο ψάρι και ουδέποτε επαφιόταν μόνο στην ύπαρξη του υποχρεωτικού πλωτήρα/σημαδούρας για την επισήμανσή του από εποχούμενα σκάφη.

Kαι στην «Λαμπηδόνα του βυθού» του Πέτρου Πικρού-τα βιβλία του γνωρίζουν σήμερα μια δεύτερη ζωή χάρη στην έγκριτη «Άγρα» και στο «Όλα χαμένα», το σκηνικό είναι οι εποχικοί άνεμοι, σαν τα μελτέμια που φύσηξαν ασταμάτητα και πρώιμα τον Ιούλιο που εντόπισα το ολόφρεσκο βιβλίο με το εξώφυλλο στο χρώμα της ακουαμαρίνας, το σπαροειδές ψάρι και τα λυγισμένα γράμματα, σαν θαλασσινή διάθλαση. Ο λογοτεχνικός λόγος του Πικρού, ποιητικός και λυρικός-αν και το ίδιο νουάρ είναι απότοκος μιας δημοτικής παράδοσης που δεν αποφεύγει να μνημονεύσει:

«Έβαλε με το χάραμα «καρπούζ-μελτέμι», ξύδι, κι ως τόσο, χίλιες φορές καλλίτερα παρά χαμσίνι.

 -Βρε σεις!… Και θα το κηλαϊδήση όσο πάει!…

Κοπαδιαστές σε πράσινο λιβάδι άτσαλο, ασπρόμαλλες αμνάδες παιχνιδιάρες, ύστερις προβατίνες που τις σαλάγιαζε ο Κάϊκος, πείσμα στον Απηλιώτη, και τα ‘ριχνε από Ντραμουντάντα. Μα από ώρα σ’ ώρα, αλόγατα, άτια χιονάτα, όλο και βαρβατεύανε στο κυματοδαρμένο πέλαγο, οι αφροί. Κι είχε αρχινήσει κιόλας το κελάδισμα, το σφυριχτό, ο άνεμος στα ξάρτια: γαλιάντρες και κοτσύφια (απαράλλαχτα μα το Θεό) αν άκουσες ποτέ σου στ’ ανοιχτά αρμενίζοντας με ιστιοφόρο, ετούτη τη συμφωνική, με αρχιμουσικό Μαϊστρο-ντραμουντάνα:

Ο κυρ-Βοριάς παράγγελε νούλω των καραβιώνε…εμπάτε στο λιμάνι σας, γιατί θε να φυσήξω…»

Η περιγραφή του νοτιοανατολικού άνεμου, του σιρόκου, από τον επίγονό του Κώστα Μιχόπουλο είναι μοντέρνα, κοσμοπολίτικη, μια φωνή που χωνεύει πολλά στρώματα από το αχανές κοίτασμα θαλασσινών κειμένων.

Ξέρεις πώς την κάνει τη θάλασσα ο σιρόκος;

Σαν να τη βράζει. Δεν έχει στρωτό κύμα. Είναι σαν μια δύναμη από τα βάθη της αβύσσου να σπρώχνει άτσαλα προς τα πάνω. Λες και κάποια δύναμη χορεύει τη θάλασσα από κάτω. Δεν την πλανεύει ο άνεμος. Άμα κοιτάς από ψηλά είναι λες και μια παράλληλη δύναμη από τον ουρανό παλεύει να τη φέρει κοντά της μαγνητίζοντας τους ανθούς των κυμάτων. Και οι δύο αυτές δυνάμεις, της αβύσσου και του ουρανού, μάχονται για το ποια θα την κερδίσει. Αν πετύχεις σοροκάδα με βροχή είναι λες και κλαίνε οι δύο δυνάμεις, ούτε η άβυσσος ούτε ο ουρανός μπορούν να την κερδίσουν, να την κάνουν δικιά τους. Κι αυτή χορεύει μετέωρη και θλιμμένη. Έτσι είναι η θάλασσα με σορόκο. Θλιμμένη.

Το Όλα χαμένα ανακατεύει από την αρχή την τράπουλα της Ελληνικής θαλασσινής λογοτεχνίας, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Ανταίος Χρυσοστομίδης, με τις εναλλαγές του ρυθμού αφήγησης, την πολυφωνικότητα, το κοφτό στυλ αλλά και τον λυρισμό στη σωστή δοσομετρία, τη μοναδική αίσθηση «εντοπιότητας» προκειμένου για το τοπίο και κλίμα του Αιγαίου, την αγάπη για το καλό φαγητό.

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 30 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 30 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 2024

Real News https://youtu.be/M9U0jXsfONkΚαθημερινή https://youtu.be/lD6ObVkLO_s?si=ZhmIO-xqgEYBv6Y1 https://youtu.be/dupF7XwSaT8?si=6VyxEjgjWNc8Jci4  Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές...

Τα παράξενα Χριστούγεννα του κυρίου Σέριμαν, του Δημήτρη Μαμαλούκα

Τα παράξενα Χριστούγεννα του κυρίου Σέριμαν, του Δημήτρη Μαμαλούκα

γράφει ο Πάνος Τουρλής Ένας άντρας κι ένα μικρό κορίτσι. Εκείνος έχει μια βαρετή ζωή, εκείνο έχει καρκίνο. Πώς θα γνωριστούν; Τι θα τους δέσει; Αν μπορούσες ποτέ να σώσεις κάποιον, ποιον θα επέλεγες και με τι κριτήρια; Τι μπορεί να συμβεί αυτά τα Χριστούγεννα στη ζωή...

Όσο αντέχει η καρδιά – Ελισάβετ Πατσούρα

Όσο αντέχει η καρδιά – Ελισάβετ Πατσούρα

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη Πόσα αλήθεια μπορεί να αντέχει η καρδιά; Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί να αναλογιστεί. Αν η καρδιά κρύβει δύναμη, πολλά μπορεί να αντέξει, όπως η καρδιά της Μαρίας, της γυναίκας που θα μας απασχολήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Βιβλιοκριτικές
Τα παράξενα Χριστούγεννα του κυρίου Σέριμαν, του Δημήτρη Μαμαλούκα
Τα παράξενα Χριστούγεννα του κυρίου Σέριμαν, του Δημήτρη Μαμαλούκα

Τα παράξενα Χριστούγεννα του κυρίου Σέριμαν, του Δημήτρη Μαμαλούκα

γράφει ο Πάνος Τουρλής Ένας άντρας κι ένα μικρό κορίτσι. Εκείνος έχει μια βαρετή ζωή, εκείνο έχει καρκίνο. Πώς θα γνωριστούν; Τι θα τους δέσει; Αν μπορούσες ποτέ να σώσεις κάποιον, ποιον θα επέλεγες και με τι κριτήρια; Τι μπορεί να συμβεί αυτά τα Χριστούγεννα στη...

Βιβλιοκριτικές
Όσο αντέχει η καρδιά – Ελισάβετ Πατσούρα
Όσο αντέχει η καρδιά – Ελισάβετ Πατσούρα

Όσο αντέχει η καρδιά – Ελισάβετ Πατσούρα

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη Πόσα αλήθεια μπορεί να αντέχει η καρδιά; Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί να αναλογιστεί. Αν η καρδιά κρύβει δύναμη, πολλά μπορεί να αντέξει, όπως η καρδιά της Μαρίας, της γυναίκας που θα μας απασχολήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου....

ΒιβλιοκριτικέςΠαιδική λογοτεχνία
Ένα αλλιώτικο γράμμα για τον Αϊ Βασίλη, της Γιώτας Αλεξάνδρου
Ένα αλλιώτικο γράμμα για τον Αϊ Βασίλη, της Γιώτας Αλεξάνδρου

Ένα αλλιώτικο γράμμα για τον Αϊ Βασίλη, της Γιώτας Αλεξάνδρου

γράφει ο Πάνος Τουρλής Οι εκδόσεις Susaeta ετοίμασαν με αγάπη και φροντίδα δύο παραμύθια για μικρά και μεγαλύτερα παιδιά που θα τα βοηθήσουν να κατανοήσουν τις αντιθέσεις και τις διαφορετικές οπτικές γωνίες με τις οποίες αντιμετωπίζουν το ίδιο πράγμα δύο άνθρωποι...

Βιβλιοκριτικές
Ο Ρούπερτ Τίκερμπι και το ρολόι των Χριστουγέννων
Ο Ρούπερτ Τίκερμπι και το ρολόι των Χριστουγέννων

Ο Ρούπερτ Τίκερμπι και το ρολόι των Χριστουγέννων

 γράφει ο Πάνος Τουρλής Ένας διάσημος ωρολογοποιός κάνει μια ευχή την παραμονή των Χριστουγέννων με αποτέλεσμα να σταματήσει ο χρόνος και να έρθουν τα πάνω κάτω. Πώς θα διορθωθεί αυτό το λάθος; Πώς θα καταλάβουν οι κάτοικοι ότι ήρθαν τα Χριστούγεννα; Πόση προσοχή...

Βιβλιοκριτικές
Όταν νυχτώνει στα στενά – ΚΑΛΛΙΔΑ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Όταν νυχτώνει στα στενά – ΚΑΛΛΙΔΑ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Όταν νυχτώνει στα στενά – ΚΑΛΛΙΔΑ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη Το σημερινό βιβλίο θα το κατέτασσα στα αφηγηματικά. Μια γυναίκα, αφηγείται κομμάτια της ζωής της, ιστορίες φίλων που την περιλαμβάνουν και χρωματίζει τις σελίδες του βιβλίου με όχι και τόσο αισιόδοξα χρώματα. Παρουσιάζει μια πτυχή της...

Βιβλιοκριτικές
Ο Κάφκα και η κούκλα, της Larissa Theule
Ο Κάφκα και η κούκλα, της Larissa Theule

Ο Κάφκα και η κούκλα, της Larissa Theule

Αφηγήσου!: για το ‘Ο Κάφκα και η κούκλα’ της Larissa Theule γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης Στο βιβλίο της Larissa Theule, ‘Ο Κάφκα και η κούκλα’, ο/η αναγνώστης/στρια έρχεται αντιμέτωπος/η με την ανθρώπινη δύναμη της αφήγησης μέσα από ένα βαθύ πλέγμα ισχυρών...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου