Ο κύριος Αλέξανδρος Β. Σιδερίδης καταγράφει τις παράλληλες ζωές δύο οικογενειών που έζησαν στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Τα μέλη, γονείς και παιδιά, ακολουθούν τον δικό τους δρόμο ώσπου οι καταστάσεις τα αναγκάζουν να αλλάξουν αποφάσεις, ερωτεύονται κι αγαπιούνται, προδίδονται και ευημερούν, παλεύουν κι αγωνίζονται κι όλα αυτά με φόντο την επερχόμενη καταστροφή που επηρεάζει και τα δύο γεωπολιτικά σημεία.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το μυθιστόρημα αποτελεί τον δεύτερο τόμο της τριλογίας «Πόλη και Σμύρνη», μόνο που, απ’ ό,τι κατάλαβα διαβάζοντας, είναι ο πρώτος, αφού η ιστορία ξεκινάει από την αρχή. Στην Κωνσταντινούπολη ζει ο Θανάσης, αρχιράφτης του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και ιδιοκτήτης σημαντικού ραφείου στην πλατεία Ταξίμ, με τη γυναίκα του, Ελένη και τα παιδιά τους Κώτσο, Δωροθέα, Βαγγελιώ και Ροδή. Στη Σμύρνη ζει ο Δημήτρης Μιλάνος, μεγαλοκτηματίας και σημαντικός έμπορος, που θέλει πια να παραδώσει τα ηνία στον μεγαλύτερο γιο του, Νικολή, μιας και ο μικρότερος, Ευάγγελος, είναι αφοσιωμένος στα γράμματα. Ο Νικολής μπλέκεται στα δίχτυα της χήρας Δέσποινας Μυτιληνιού κι αυτό θα είναι η αφορμή για μια σκληρή απόφαση που θα οδηγήσει σε μεγάλες ανατροπές την οικογένεια και θα επηρεάσει τη μοίρα ακόμη και των αδελφάδων Φλουρής, Ευδοξίας, Ελένης και Αγγέλας. Σύντομοι διάλογοι, τεκμηριωμένα πραγματολογικά στοιχεία, γραφή που είτε θα πλατειάζει στις περιγραφές είτε θα δείχνει στέρεη, αφοσιωμένη στις ανατροπές των δύο οικογενειών, με κράτησαν ως το τέλος του βιβλίου, αν και κάποια στιγμή ο πεζός λόγος αρχίζει να γίνεται αναίτια ποιητικός, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε στην ίδια σελίδα διαφορετικά στυλ γραφής που κουράζουν και αποσυντονίζουν: «Γι’ αυτό προξενήτρα πρόθυμα την Ευδοκία βρήκε και το κορίτσι το φτωχό της Αναστασίας την κόρη ζήτησε» (σελ. 81).
Το μυθιστόρημα έχει πολλές επεξηγηματικές υποσημειώσεις ιστορικής φύσεως που εμπλουτίζουν την αφήγηση με περαιτέρω πληροφορίες, χωρίς να εμποδίζουν την ανάγνωση αφού μπορεί κάποιος να τις προσπεράσει, και το επίσης θετικό είναι που βρίσκονται στην ίδια σελίδα και όχι στο τέλος του βιβλίου. Παρ’ όλ’ αυτά, στην πορεία του μυθιστορήματος εμφανίζονται αναπόφευκτα και άρρηκτα δεμένες με την πορεία της ιστορίας σημαντικές εξελίξεις σε διπλωματικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα, όπως για παράδειγμα η μυθιστορηματική ανάπλαση της ζωής στα ανάκτορα του Γιλδίζ όπου ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ («κόκκινος σουλτάνος») περπατάει ανήσυχος και εκνευρισμένος, εξαντλημένος από τη διαχείριση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τριάντα χρόνια τώρα ή, στη συνέχεια, οι διεθνείς συσκέψεις και οι σημαντικές αποφάσεις που παίρνονται ερήμην πίσω από κλειστές πόρτες. Επίσης, μέσω των επαφών του Δημήτρη Μιλάνου με τον Βρετανό πρέσβη μαθαίνουμε όσα διαδραματίζονταν στην Υψηλή Πύλη ενόψει των Νεότουρκων και για τις στάσεις Ιταλίας, Γαλλίας και φυσικά Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στο Ανατολικό ζήτημα που αρχίζει να δημιουργεί μεγάλο προβλημα αλλά και για τις προσδοκίες του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης.
Η πλοκή είναι καλοσχεδιασμένη και αναμιγνύει σωστά φαντασία και πραγματικότητα, χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα από τα αντίστοιχης θεματολογίας μυθιστορήματα. Έρωτες και προδοσίες, ευμάρεια και φτώχεια, ελληνοτουρκικές σχέσεις που επηρεάζονται από τα γεγονότα, στάχτες και αποκαΐδια με την έλευση του μαύρου 1922, ό,τι περιμένει δηλαδή κανείς, θα το βρει εδώ. Αρχιεπίσκοπος και Σουλτάνος, Νεότουρκοι και ελληνικός στρατός, εκλογές και βασιλιάς, όλοι και όλα επηρεάζουν, διαμορφώνουν και ανατρέπουν για πάντα τις ζωές των δύο επιφανών ελληνικών οικογενειών που πρωταγωνιστούν στο καλό αυτό μυθιστόρημα.
0 Σχόλια