Έκανε πολύ κρύο κι έψαχνα ένα μέρος για να ζεσταθώ πριν πάω σπίτι, μιας και ήταν αρκετής ώρας δρόμος. Μοναχά μια παμπ που έβλεπα για πρώτη φορά, ήταν ανοιχτή.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Ο καθένας ήταν μόνος του. Πίσω από το μπαρ, δέσποζε μια κατάλευκη προτομή της θεάς Αθηνάς. Χαμογέλασα. Κάθισα δίπλα στον Γουίλλιαμ ΛεΓκραντ, ο οποίος περιεργαζόταν έναν χρυσό σκαραβαίο. Πριν προλάβω να παραγγείλω, η Άναμπελ Λι, με κέρασε μπύρα. Κοίταξα το είδωλο μου σε έναν καθρέπτη και διαπίστωσα ότι πίσω μου βρισκόταν η κόκκινη μάσκα του θανάτου. Ο Πλούτωνας, ο μαύρος γάτος, κύρτωσε την ραχοκοκκαλιά του κι εγώ έσπασα θυμωμένος το ποτήρι που κρατούσα.
«Σε περιμέναμε Έντγκαρ Άλαν Πόε», είπε και με αγκάλιασε σφιχτά.
_
γράφει η Κατερίνα Κρυστάλλη
Μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία σας. Ένιωσα έντονα αυτήν την ιδιαιτερα σκοτεινή ατμόσφαιρα!!Μπράβο σας!!
Χαίρομαι πολύ για αυτό! 😀