Όταν γράφεις ένα βιβλίο βασισμένο στην προσωπική σου ιστορία είναι πάντα επικίνδυνο. Κινδυνεύεις να παρασυρθείς και να καταφύγεις σε πολλά κλισέ ή να καταλήξεις μελό. Αυτά τα στοιχεία δηλαδή που αποτελούν ακριβώς τον εχθρό της λογοτεχνίας. Στην εποχή μας συρρέουν τα αυτοβιογραφικά βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, και μάλιστα κάνουν πάταγο. Άλλα πετυχαίνουν να διατηρήσουν τις ισορροπίες, άλλα όχι.
Η Ματίνα Νίκα αφηγείται την ιστορία της χωρίς να πέσει σε παγίδες. Δεν είναι μελοδραματική, δεν καταφεύγει στον εύκολο εντυπωσιασμό. Μάλιστα με χιούμορ και αυτοσαρκασμό αναφέρεται σε τραγικά και θλιβερά περιστατικά χωρίς ούτε να αυτοοικτίρεται, ούτε να κουράζει τον αναγνώστη. Η ιστορία και οι ήρωες είναι αληθινά. Η ίδια βίωσε μια δύσκολη κατάσταση, αρρώστησε, αλλά επέζησε τελικά και είναι πιο ώριμη και πιο συνειδητοποιημένη από ποτέ. Διαβάζουμε την ιστορία μιας παραμόρφωσης, την αναδιάρθρωση μιας ζωής, την επανατοποθέτηση πάνω στα χαμένα χρόνια. Αλλά τελικά δεν μιλάμε για μια ιστορία ερειπίων μόνο. Αυτό θα ήταν αποτυχία. Μιλάμε για αναστοχασμό πάνω στα ερείπια σε μια προσπάθεια να επανακτήσει κανείς το χαμένο φως. Ο όγκος, οι επεμβάσεις, οι χειρουργοί, τα παυσίπονα. Η οικογένεια, η μάνα, ο πατέρας, οι αδελφές, οι συνάδελφοι, η συνειδητοποίηση της ζωής που αλλάζει οριστικά και που δεν θα ξαναείναι ποτέ αυτό που ήταν. Πώς μαθαίνει να ζει κανείς στο σκοτάδι; Πώς φιλτράρει ένα άτομο με αναπηρία τη ζωή; Οι αντοχές θέλουν να προδώσουν, αλλά υπάρχει πάντα μια δύναμη ψυχής που επιμένει.
“Όλους τους ακούω, όλα τα ακούω, όλα τα καταλαβαίνω, δεν έχω χάσει τα λογικά μου, μη με βλέπετε έτσι. Έχω καταβροχθίσει βιβλιοθήκες ολόκληρες εγώ, έχω παρακολουθήσει μαθήματα βυζαντινολογίας και ιστορίας της τέχνης ακόμα και σε σεμινάρια γευσιγνωσίας και οινολογίας έλαβα μέρος. Κανέναν σας δεν βλέπω.”
Ο λόγος της Ματίνας Νίκα είναι οικείος, γεμάτος έξυπνους συνειρμούς και θεατρικότητα. Ρυθμικός, άμεσος, εξομολογητικός. Έχει αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα αρκετά, ώστε να είναι σε θέση να τα περιγράφει με τόση ευφράδεια, ακεραιότητα και παραστατικότητα. Η Νίκα έχει μάθει να ζει με τον πόνο και να τον αντέχει. Έχει μάθει να συνυπάρχει με τις πληγές της. Μεταφέρει την εμπειρία της ζωής της χωρίς καμία τάση διδακτισμού. Ξέρει ότι η ζωή της δεν τελείωσε και πως ό,τι ζει, ζει εν τέλει μόνο του. Η ίδια στέκεται στα πόδια της, είναι δυνατή και συνεχώς μαθαίνει από την καθημερινή πρακτική.
”Είναι η μαμά που χτυπάει το κουδούνι για να έρθει η νοσοκόμα υπηρεσίας να μου μαζέψει τα σάλια. Εκείνη δεν τολμά να πάρει πρωτοβουλία, δεν τολμά να με αγγίξει, είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που η μαμά δεν μου φέρνει καμία αντίρρηση.
Η πρώτη φορά στη ζωή μου.
Ούτε να κλάψω δεν μπορώ.
Έρχεται πάλι ο βοηθός χειρουργός μαζί με την προϊσταμένη.
Με σκουπίζουν απαλά, με χαϊδεύουν στοργικά και μού μιλούν λες και έχω νοητική υστέρηση.
Η μαμά όμως δεν μάσαγε ποτέ τα λόγια της.
”Έτσι θα μείνει για πάντα το παιδί μου, γιατρέ;”, ρώτησε.
Όπως και στο πρώτο της βιβλίο, το «Κορίτσι Ζόρικο», που ήταν μια συλλογή διηγημάτων, η Ματίνα Νίκα δείχνει ότι απολαμβάνει τη γραφή είναι η σύνδεσή της με τον κόσμο. Ο έξω κόσμος από τη μία πλευρά, ο μέσα της κόσμος από την άλλη. Και η διάθεση για να βάλει αυτά να συνδιαλεχθούν μεταξύ τους. Είναι λόγος παιχνιδιάρικος, λόγος με μπρίο αναστατώνει. “Ένα χαρμόσυνο κρεσέντο από χειροποίητες νότες”
Η Ματίνα Νίκα μαθαίνει να ζει με προϋποθέσεις και παραμέτρους. Όταν πήρε εξιτήριο, ο γιατρός της είπε: “Ο προσωπικός σου αγώνας τώρα αρχίζει“. Αλλά εκείνη φαίνεται πως ξέρει να είναι δυνατή. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα το εν λόγω βιβλίο. Άλλωστε, ζούμε όση ζωή θέλουμε να ζήσουμε.
“Πώς διαβάζουν άραγε αυτοί που δεν βλέπουν;
Κάποιος τρόπος θα υπάρχει.
Θα μάθω να διαβάζω χωρίς να βλέπω
Θα μάθω να γράφω χωρίς να βλέπω.
Θα μάθω να ζω χωρίς…”
_
γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
0 Σχόλια