Ο παππούς μας ήταν ο καλύτερος του κόσμου. Όλα κι όλα είχε δύο εγγόνια, εμένα και τον ξάδερφό μου, το Νικολάκη. Στρατιωτικός στο επάγγελμα, ήταν αυστηρός και σοβαρός με τους υπόλοιπους. Όταν έβλεπε εμάς τους δύο, άνοιγε η καρδιά του. Το αγριεμένο πρόσωπό του έπαιρνε αγγελική μορφή. Γινόταν και πάλι παιδί μαζί μας, κι αυτό τον διασκέδαζε και τον αναζωογονούσε. Ήταν ψηλός και λεπτός, μ’ ένα φαρδύ μουστάκι και προσπαθούσε πίσω απ’ αυτό να κρύψει το γέλιο του. Αν και χήρος, τα κατάφερνε μόνος του αρκετά καλά. Ποτέ δε μας ενοχλούσε και δεν είχε γίνει βάρος κανενός. Ο Νικολάκης, με την οικογένειά του, ζούσαν στο χωριό. Έτσι του δινόταν η ευκαιρία να τον χαίρεται περισσότερες ώρες και ημέρες το χρόνο. Εμείς, που μέναμε στην Αθήνα, τον βλέπαμε στις γιορτές και στις καλοκαιρινές διακοπές. Μου είχε μεγάλη αδυναμία, και εγώ το ίδιο. Στη γιορτή μου, κάθε χρονιά, μου έστελνε ευχετήρια κάρτα. Με τα παιδιά του ήταν σκληρός και δεν τους χαριζόταν. Ο Νικολάκης, δεν ήταν λίγες οι φορές, που τον έπιανα να με συκοφαντεί στον παππού, μόνο και μόνο, για να με διαβάλλει επειδή ζήλευε. Δεν του κρατούσα κακία, γιατί ήταν μικρό κι ανόητο. Ο παππούς με γέμιζε δώρα κάθε φορά που βλεπόμασταν και το χαρτζιλίκι μου ήταν βαρβάτο. Μεγαλώνοντας και αποκτώντας τις δικές μας οικογένειες, ποτέ δεν ξεχάσαμε τον παππού. Πάντα τον επισκεπτόμασταν. Τώρα ήταν η δική μας σειρά να του πάρουμε δώρα και να τον ευχαριστήσουμε για τα υπέροχα χρόνια που ζήσαμε μαζί του. Όταν αρρώστησε σοβαρά, ήμουν η πρώτη που ταξίδεψα και βρέθηκα κοντά του. Ο Νικολάκης κατά ένα περίεργο τρόπο, δεν είχε εμφανιστεί, παρόλο που τον είχαμε ειδοποιήσει. Έμεινα μαζί του αρκετό καιρό, παίρνοντας άδεια απ’ τη δουλειά και την οικογένειά μου, για να του προσφέρω τη βοήθειά μου. Όλο αυτό το διάστημα, ο Νικολάκης, άφαντος. Ο παππούς κουβέντα γι’ αυτό το θέμα. Μια μέρα, συγκινημένος, άρχισε να μου μιλά για τα περιουσιακά, λέγοντάς μου, τί θα μου αφήσει. Δεν ήθελα καθόλου να τον ακούσω. Ευτυχώς για ‘μένα, εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν ο ξάδερφός μου, ο οποίος χαρακτηριστικά, μου είπε: «Κράτα τον παππού ζωντανό», υπάρχει λόγος. Πότε έκλεισε το τηλέφωνο, πότε βρέθηκε στο σπίτι ήταν άξιο απορίας. Ο λόγος ήταν πολύ σημαντικός. Θορυβήθηκε, μήπως ο παππούς δεν του αφήσει τίποτα. Πηγαίνοντάς στο δωμάτιο να τον δει, ο παππούς είχε κλείσει τα μάτια. Μη σεβόμενος τη στιγμή, τα έβαλε μαζί μου, που δεν τον κράτησα στη ζωή. «Επίτηδες τα έκανες όλα, για να του φας την περιουσία. Εσύ ήσουν πάντα η καλή. Τον κατάφερες να σου τα γράψει όλα ή μήπως ξέχασε κάτι;». Δε μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του και τον είχε πιάσει παραλήρημα. Ο παππούς, που ήταν και χωρατατζής, άνοιξε και πάλι τα τεράστια γουρλωτά μάτια του και καθησύχασε τον αχάριστο εγγονό του, λέγοντάς του ότι θα λάβει μέρος από την περιουσία. Η επόμενη κίνησή του ήταν να με πάρει μια τρυφερή αγκαλιά και να με ευχαριστήσει που τον κράτησα ζωντανό, έστω και για λίγο ακόμα, χάρη στην αληθινή μου αγάπη. Ο παππούς μάς άφησε χαμογελαστός και με ήσυχη συνείδηση, δίχως ν’ αδικήσει κανέναν.
_
γράφει η Βάσω Καρλή
Σίγουρα δεν αδικηθηκε κανένας με τόση αγάπη που πήρε από τον παππού. Κι ή αγάπη είναι το καλύτερο περιουσιακό στοιχείο!!
Έχεις απόλυτο δίκιο Άννα μου, μα είναι φορές που την παρακάμπτουμε, προκειμένου να ωφεληθούμε. Υπάρχουν άτομα που λειτουργούν και έτσι. Καλή σου μέρα και καλή εβδομάδα.