Όπως γράφει ο ίδιος ο Βασίλης Πεσλής: «Νέα ευτράπελα, νέες αναποδιές, νέα πρόσωπα και νέες αντιζηλίες κάτω από το βαρύ πέπλο της ίδιας πανδημίας, η οποία δεν έχει δείξει ακόμα τα κοφτερά δόντια της…» Το βιβλίο συνεχίζει από εκεί που τελείωσε το «42 μέρες», διαδραματίζεται στην περίοδο ανάμεσα στα δυο lockdown (Μάιος-Νοέμβριος 2021) και είναι αφιερωμένο στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό «που έχει πολλά να τραβήξει ακόμα». Ο Αντώνης και η χήρα μητέρα του επέστρεψαν για να απολαύσουν όσα στερήθηκαν στην πρώτη περίοδο καραντίνας: το ελληνικό καλοκαίρι. Που μαζί με τα αυξανόμενα κρούσματα, την ψευδαίσθηση ελευθερίας και τους διασωληνωμένους σε εθνικό επίπεδο, με νέους γείτονες, νέους έρωτες και ξαφνικές ανατροπές σε προσωπικό επίπεδο, θα φέρει τον Αντώνη προ των ευθυνών του, θα του χαρίσει κρίσεις πανικού και θα του δείξει πως μεγαλώνει σιγά σιγά. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αλλά…
Ο συγγραφέας και πάλι μας χαρίζει αλησμόνητες κωμικοτραγικές στιγμές και συναρπαστικά περιστατικά σε μια ιστορία που θα μπορούσε απλώς να σατιρίσει και να διακωμωδήσει τα γεγονότα, χωρίς βάθος και ανάλυση, εδώ όμως έχουμε και πάλι μια μεγάλη αγκαλιά για τους χαρακτήρες, οι οποίοι αλληλοεπιδρούν, ωριμάζουν και αλλάζουν. Ο Αντώνης είναι ένας άνθρωπος με επιχείρηση που φυτοζωεί, είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα που δεν πρέπει ν’ αγαπά, αγωνίζεται να στεριώσει στη σχέση που ήδη έχει κι όλα αυτά με τη μητέρα του να έχει τις δικές της ιδέες και αντιλήψεις. Η κυρα-Τασία, μετά το έμφραγμα που έπαθε μεσούσης της καραντίνας στο προηγούμενο βιβλίο, νοσηλεύεται χωρίς να έχει χάσει ούτε το χιούμορ της ούτε το ενδιαφέρον της για τα τρέχοντα γεγονότα. Το εξιτήριό της συνοδεύει ένα μερακλαντάν οικογενειακό τραπέζι χωρίς ιδιαίτερα μέτρα προστασίας, ακριβώς σαν τη χώρα που έβγαινε από το ανοιξιάτικο lockdown, προς απογοήτευση του Αντώνη για την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η οικογένειά του την κατάσταση. Μπορεί να επιστρέφουμε σταδιακά στην καθημερινότητά μας, υπάρχουν όμως ακόμη μέτρα στα οποία πρέπει να υπακούμε. Ο Αντώνης στη συνέχεια παίρνει τη μητέρα του για ένα ταξιδάκι, παρά τις αντιρρήσεις της: «-Πού να μπούμε σε καράβι με το χτικιό, παιδάκι μου; Τόσο κόσμο θα έχει γύρω» (σελ. 33). Και θα κλείσουν σε Airbnb: «-Θα της πω ότι θα μείνουμε και σε έρπη-έρπη. -Ναι, έτσι να της πεις, να νομίζει ότι πάμε διακοπές στο Ανδρέας Συγγρός. Ερ-μπι-εν-μπι» (σελ. 35). Ο Αντώνης μπορεί να έχει ξεκινήσει μια σχέση με τη Μάρθα, τα αισθήματά του όμως για τη Μαίρη δεν έπαψαν να τον ταλαιπωρούν, ειδικά από τη στιγμή που η κοπέλα έγινε ζευγάρι με τον φίλο του, τον Σάββα!
Τη μερίδα του λέοντος την έχουν οι δύο ανωτέρω ήρωες, όμως και οι γείτονες δε μας αφήνουν ήσυχους! Τα γεγονότα διαδραματίζονται στην ίδια πολυκατοικία της Αθήνας, στα Εξάρχεια, με τα οχτώ διαμερίσματα. Η Μάρθα, η κοπέλα του Αντώνη, το ηλικιωμένο ζευγάρι Απόστολος και Σταυρούλα του πρώτου, η μοιραία και πανέμορφη Μαιρούλα και η υποχόνδρια Ελένη του δευτέρου, η οικογένεια του μικροαστού Πελοπίδα και της μεγαλοπιασμένης Κασσιανής του τρίτου, ο Σάββας ο Αγέλαστος και το ζευγάρι Φλωρεντία η ινφλουένσερ και Στάθης ο γκέιμερ ή Τρέντηδες του τετάρτου είναι ακριβώς ό,τι θα συναντήσει κανείς στις κλασικές πολυκατοικίες της πόλης μας. Τώρα μάλιστα που το διπλανό διαμέρισμά της ξενοικιάστηκε, η Κασσιανή ανέλαβε να το δείχνει σε νέους υποψηφίους, οπότε καταλαβαίνετε τι πέρναγαν οι άνθρωποι κι αναρωτιέται ο ιδιοκτήτης γιατί δε σταυρώνει άνθρωπο! Η παρέλαση των ανυποψίαστων «θυμάτων» του σουσουδισμού της και ο τρόπος συμπεριφοράς της απέναντί τους μου χάρισε πάρα πολλές ώρες γέλιου! Η κυρα-Τασία με τη φίλη της: «Μάλιστα, έβγαλαν και καρέκλες στον διάδρομο και καθάριζε η μια τα φασολάκια της και η άλλη πατάτες όσο απολάμβαναν το σώου» (σελ. 41). Και τελικά, μετά από τριάντα χρόνια, ήρθε άνθρωπος στο διαμέρισμα του ισογείου! Γκολ απ’ τα αποδυτήρια! Ποιος μένει; Γιατί; Για πόσο; Τι κάνει, πώς ζει, πού δουλεύει;
Ο συγγραφέας στήνει ξεκαρδιστικές σκηνές, χρησιμοποιώντας άφθονο υλικό από τη σύγχρονη πραγματικότητα και καταφέρνει μέσα από υποδειγματικούς διαλόγους να δείξει κάθε πλευρά μετά την πανδημία στο ταξίδι, στα ενοικιαζόμενα, στις διακοπές, στο γυμναστήριο, στις ελπίδες για το νέο εμβόλιο («-Δεν είσαι με τα καλά σου, που θα κάνω εγώ ρώσικο εμβόλιο να γίνω κομμουνίστρια στα γεράματα», σελ. 92), στο μετρό, δυστυχώς (για την καθημερινότητά μας) πάντα με επίκεντρο την τηλεόραση, με τους τίτλους, τη μουσική θρίλερ, τις υπερβολές, τα εκάστοτε ψέματα να μπολιάζουν εύπιστους εγκεφάλους. Οικεία και νέα πρόσωπα εξελίσσονται κατά την πορεία της ανάγνωσης, υφίστανται αλλαγές, δοκιμάζονται, τσακώνονται, ερωτεύονται κι όλα αυτά με μέτρο και πειθώ. Τα γέλια βγαίνουν αβίαστα όταν συγκατοικούμε αναγνωστικά με τη μάνα και τον γιο, οι οποίοι βιώνουν καταστάσεις οικείες πια σε όλους μας και δε σταματάει ο ένας να τσιγκλάει τον άλλον. Ειδικά μετά την περιπέτεια της υγείας της, η κυρα-Τασία έχει βγάλει ενδιαφέρουσες πτυχές συγκατάβασης, μεγαθυμίας και διορατικότητας. «-Τι fatality ήταν αυτό; Αυτή έχει γίνει αδίστακτη» (σελ. 77). Α, ναι, κι απ’ αυτό.
Ο Βασίλης Πεσλής εξακολουθεί να μην κατηγορεί κανέναν, ούτε να αποδίδει ευθύνες είτε για τον χειρισμό της καθημερινότητας είτε για τις πολιτικές αποφάσεις, αντίθετα, δείχνει μουδιασμένος, ανίδεος ως προς το τι να κάνει και πώς να αντιμετωπίσει αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Παίρνει ίσες αποστάσεις: «-Ευθύνες έχουν όλοι… Το θέμα είναι να αναλάβει ο καθένας τις δικές του και να μην πετάει το μπαλάκι στους άλλους» (σελ. 84). Μετά την παράθεση όμως των γεγονότων που οδήγησαν στα 284 κρούσματα του Σεπτεμβρίου, παραδέχεται: «Στην ελληνική επικαιρότητα όμως τα πράγματα ήταν κωμικοτραγικά, διότι το μόνο που δεν κατάφερε να χτυπήσει η πανδημία, ήταν η προχειρότητα, η επιπολαιότητα και η ανοργανωσιά από την οποία διέπεται το ελληνικό έθνος» (σελ. 113). Και στο τέλος του φθινοπώρου τα πράγματα έγιναν χειρότερα: «Με λίγα λόγια, η κατάσταση είχε γίνει τόσο μπερδεμένη και τα δεδομένα άλλαζαν με τέτοιο ρυθμό που ο κόσμος είχε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια… Φυσικά, μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό και το κλίμα απόγνωσης και παράνοιας, βρήκαν πάτημα και κάποιοι άλλοι για να ξεκινήσουν τη δική τους προπαγάνδα. Εκείνοι με τις εναλλακτικές θεωρίες και τις τραβηγμένες απόψεις, οι περιθωριακοί, οι συνωμοσιολόγοι» (σελ. 126-127). Βίωσε κι εκείνος ως άνθρωπος τον τρόμο και την αβεβαιότητα του εγκλεισμού του Μαρτίου και στη συνέχεια το «φτου ξελευθερία» του καλοκαιριού και καταφέρνει ξανά με σωστό λόγο, μέτρο και αγάπη προς τον άνθρωπο να αποτυπώσει το χρονολόγιο των γεγονότων Μαΐου-Νοεμβρίου 2021 μέσα από την ψυχολογία του Αντώνη και της μητέρας του. Δε γίνεται βέβαια να μη σχολιάσει την ανύπαρκτη χρησιμότητα (για να μην πει επικινδυνότητα) των αραιωμένων τραπεζιών στις καφετέριες και τα εστιατόρια, το άνοιγμα των συνόρων («-Αν δεν άφηναν τους ξένους να έρχονται, δε θα χρειαζόταν να προσέχουμε. -Δεν το ξέραμε να κόψουμε όλες τις διεθνείς σχέσεις για να μπορεί η κυρα-Τασία να ψωνίζει ντομάτες με τη μύτη έξω», σελ. 90), τις ιδιωτικές χορηγίες στον τομέα της υγείας όταν τόσα λεφτά χαρίστηκαν στα ΜΜΕ και πολλά άλλα, πάντα με έναν γλυκόπικρο λόγο
Ολοζώντανοι διάλογοι, γραφή που ρέει, ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην πλοκή, καθημερινό λεξιλόγιο που αφήνει κάπου κάπου την κυρα-Τασία να πει τα δικά της («-Πήγαινε μια βόλτα στο κατάστρωμα. -Είσαι με τα καλά σου; Να φέρνει ο αέρας το χτικιό πάνω μου;», σελ. 67), επομένως ο συγγραφέας για άλλη μια φορά έχει δουλέψει σωστά και σοβαρά πάνω στο κείμενό του, χωρίς προχειρότητες και φθηνούς, κλισέ εντυπωσιασμούς. Τα δε περιστατικά ήταν ποικίλα και ξεχωριστά, αντικατοπτρίζοντας κάθε σκηνικό που αντιμετώπισε ο καθένας μας βγαίνοντας έξω, μόνο που αυτήν τη φορά ο συγγραφέας δεν έμεινε στη χιουμοριστική καταγραφή των γεγονότων αλλά αναφέρθηκε σε γεγονότα ρατσισμού και φυλετικού μίσους για να τονίσει ότι πρέπει να ορθώνουμε παράστημα στην αδικία, φωτογράφισε σωστά κάποιες έντονες διαπροσωπικές σχέσεις που βιώνουν μερικά ζευγάρια, έδειξε με ευρηματικά περιστατικά πως το μικρόβιο του εμφυλίου κυλάει πάντα στο αίμα μας και κατάφερε να εξισορροπήσει το απαρχαιωμένο παρελθόν με το διστακτικό για ένα πιο ανοιχτόμυαλο αύριο παρόν μέσα από φροντισμένες σκηνές. Φόβος, αγωνία και αβεβαιότητα κοντράρονται με την αισιοδοξία και τη θετικότητα ενώ οι ένοικοι της πολυκατοικίας γνωρίζονται ακόμη καλύτερα μεταξύ τους και υποδέχονται νέους γείτονες που δημιουργούν με τη σειρά τους νέες, ευφάνταστες ιστορίες.
187 μέρες ανεμελιάς και ρέστα από ελευθερία. Στις 7 Νοεμβρίου κλειστήκαμε και πάλι μέσα. Και τώρα; «Θα κάνουμε υπομονή σαράντα μερούλες το πολύ. Πόσο να κρατήσει κι αυτή η καραντίνα δηλαδή;» (σελ. 226). Το «187 μέρες», δεύτερο βιβλίο για την ίδια πανδημία, είναι η εξίσου καλοδουλεμένη συνέχεια του (σχεδόν) μυθιστορήματος «42 μέρες», που εξακολουθεί να σέβεται την κατάσταση πανικού και αβεβαιότητας που συνεχίζει να ζει ο πλανήτης και ζωντανεύει ανθρώπους κυριολεκτικά της διπλανής πόρτας, μέσα από τις ζωές των οποίων το γέλιο βγαίνει αβίαστα και φυσικά κι έτσι βελτιώνεται η ψυχολογία όποιου αφεθεί να ταξιδέψει στις σελίδες του. Ο σεβασμός απέναντι στην τραγικότητα των στιγμών, η αποφυγή διδακτισμού, το ποιοτικό χιούμορ και η δουλειά που φαίνεται πως έχει γίνει ως προς την εξέλιξη των χαρακτήρων και την ολοκλήρωση του κειμένου, δείχνουν πως ο συγγραφέας έχει τα εχέγγυα για ένα πραγματικά καλό μυθιστόρημα, χωρίς να εκμεταλλεύεται καταστάσεις και χωρίς να καταφεύγει σε επιφανειακά αστεία μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει. Προσέξτε πώς χειρίζεται την ιστορία του ιδιοκτήτη του ισογείου και πώς «κουμπώνει» τον ανατριχιαστικό πρόλογο (που εμένα με προετοίμασε για κάτι άσχημο) με αναπάντεχο τρόπο στη ροή του κειμένου, αλλάζοντας την οπτική και φέρνοντάς μου γέλια (ναι, πάλι). Μάλιστα, περιμένω με αγωνία το επόμενο γιατί άφησε κάποια πράγματα ανολοκλήρωτα και θέλω να δω πώς θα τα προχωρήσει. Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε και να το κατεβάσετε δωρεάν εδώ.
0 Σχόλια