188 μέρες. Δεύτερο κύμα. Τρίτο βιβλίο, αφιερωμένο «σε όσους τα κατάφεραν». Το μυθιστόρημα συνεχίζει από εκεί που τελείωσε το «187 μέρες» και διαδραματίζεται κατά την περίοδο Νοεμβρίου 2020-Μαΐου 2021. Ο Αντώνης και η χήρα μητέρα του επέστρεψαν για να ξανακλειστούν μέσα, μόνο που αυτήν τη φορά τα πράγματα θα είναι εντελώς διαφορετικά. Από τη μια, σε εθνικό επίπεδο, μαζί με τα αυξανόμενα κρούσματα, παρά και το δεύτερο lock down, την ψευδαίσθηση ελευθερίας και τους διασωληνωμένους και τους νεκρούς να χτυπάνε νέο ρεκόρ, κι από την άλλη νέες ιστορίες με τους γείτονες, αλλαγές και ανατροπές απ’ την άλλη, σε προσωπικό επίπεδο, θα φέρουν τον Αντώνη αντιμέτωπο με τον πραγματικό του εαυτό αλλά και με τον Σάββα για τα μάτια της Μαιρούλας και θα του δείξουν πως μεγαλώνει σιγά σιγά.
Από τις 7 Νοεμβρίου το μήνυμα στο κινητό μπήκε και πάλι στη ζωή μας ενώ η κυρα-Τασία δε βλέπει να απαλλαγόμαστε σύντομα από το «χτικιό». Η οποία, από κει που ήταν έτοιμη να κοινωνήσει στη ζούλα, τώρα δε χάνει ευκαιρία να λοιδωρεί τους ιερωμένους που καλούσαν τον κόσμο στις εκκλησίες και τους προέτρεπαν να μην πιστεύουν στη μεταδοτικότητα του ιού και να που άρχισαν να νοσηλεύονται ένας ένας! «Αλλιώς βίωνε τον εγκλεισμό ένα νιόπαντρο ζευγάρι, αλλιώς μια οικογένεια με ένα παιδί, αλλιώς μια πολύτεκνη οικογένεια (και οι γείτονές τους) και εντελώς διαφορετικά ένας εργένης» (σελ. 48). Και φυσικά, αν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία, καταλαβαίνετε τι σημαίνει η λέξη «εμβολιασμός» για την κυρα-Τασία και τι ξεκαρδιστικά περιστατικά διαδραματίζονται, από το κλείσιμο του ηλεκτρονικού, το τονίζω, ραντεβού ως τη μετάβαση στο κέντρο εμβολιασμού, τις σκέψεις της για τις πιθανές παρενέργειες κλπ.! Από την άλλη, ο Αντώνης, που άρχισε να έχει πρεσβυωπία, πιάνει τον εαυτό του να μοιάζει στη μάνα του, κάτι τα κοινά λεγόμενά τους, κάτι που αποφεύγει τις κουβέντες που δεν τον συμφέρουν, κάτι που χρησιμοποιεί ατάκες δικές της για αλλαγή θέματος κλπ. καταλαβαίνει πως ο εγκλεισμός παρατράβηξε κι έχασετη δική του ταυτότητα. «Το μόνο σίγουρο ήταν ότι, ενώ πριν ήταν “μπουνταλάς σαν τον πατέρα του”, τώρα είχε αρχίσει σταδιακά να γίνεται “κολλημένος σαν τη μάνα του”» (σελ. 65).
Σε όλο το βιβλίο, μέσα από διασκεδαστικά περιστατικά, ξεπηδούνε σχόλια για όλες τις μικρολεπτομέρειες που βιώσαμε τον «κρίσιμο» χειμώνα του 2020-2021: τηλεκπαίδευση (όπου το σύστημα πετάει κλωτσηδόν τους μαθητές), Μεγάλος Περίπατος, η στάση της Εκκλησίας απέναντι στην όλη κατάσταση, τα εμβολιαστικά κέντρα, το click away, τα Καραντινούγεννα του 2020 («Ήταν λες και οι δυο καραντίνες είχαν ξεπλύνει κάθε στοιχείο διαφορετικότητας από τις γιορτές και τις επετείους», σελ. 124), τα μαγαζιά που ανοιγόκλειναν σαν ακορντεόν, η αγωνία των επιστημόνων «να καταλήξουν σε κάποια απόφαση που έβγαζε νόημα. «Τουλάχιστον δεν βαριόμαστε. Κάθε μέρα ανεβαίνει και μια καινούργια παράσταση στο θέατρο του παραλόγου» (σελ. 152). Ο συγγραφέας δε λοιδωρεί τους τρόπους αντιμετώπισης της ασθένειας αλλά κυρίως τα εκάστοτε μέτρα, κατανοώντας φυσικά και την αβεβαιότητα απέναντι στην πρωτόγνωρη επιδημία, καθώς και τους ανθρώπους που παρασύρονταν τόσο εύκολα από επιφανειακές απόψεις, τρομολαγνείες και θρησκοληψίες, με αποτέλεσμα και πάλι η Ελλάδα να διχογνωμεί. Ο συγγραφέας και πάλι μας χαρίζει αλησμόνητες κωμικοτραγικές στιγμές και συναρπαστικά περιστατικά σε μια ιστορία που θα μπορούσε απλώς να σατιρίσει και να διακωμωδήσει τα γεγονότα, χωρίς βάθος και ανάλυση, εδώ όμως έχουμε και πάλι μια μεγάλη αγκαλιά για τους χαρακτήρες, οι οποίοι αλληλοεπιδρούν, ωριμάζουν και αλλάζουν.
Ευρηματικές σκηνές, έξυπνοι διάλογοι, ευφάνταστες αντιδράσεις, σαρκασμός κυριαρχούν σε όλες τις σελίδες: «Τα πάντα κλειστά, ελάχιστος κόσμος έξω και παντού έβλεπες παπάκια ντελιβεράδων και περιπολικά. Δυο από τα ελάχιστα επαγγέλματα στη χώρα που είχαν φόρτο εργασίας αυτή την περίοδο. Οι μεν μοίραζαν φαγητό και οι δε πρόστιμα. Και στις δυο περιπτώσεις, πάντως, έτρωγες καλά» (σελ. 21). Και η κυρα-Τασία εξακολουθεί να βλέπει ειδήσεις: «-Στους κρυόκωλους τους Άγγλους πήγαν και το έδωσαν πρώτα; ήταν η πρώτη αντίδραση της κυρα-Τασίας. Αυτοί φαγώθηκαν να φύγουν από την Ευρώπη, τελευταίοι έπρεπε να το πάρουν» (σελ. 84). Και να τσακώνεται με τον γιο της: «Ναι, ρε μάνα, αν με χτυπήσει αυτοκίνητο, η πρώτη μου έγνοια θα είναι αν φόρεσα καθαρό βρακί. Άσε που, όσο καθαρό και αν είναι, θα λερωθεί τη στιγμή που θα δω τον προφυλακτήρα να μου έρχεται στο κούτελο» (σελ. 126)!
Πιστοί και άπιστοι, νομιμόφρονες και αντιφρονούντες, φταίχτες και θύματα, όλοι εδώ, στην ελληνική κοινωνία και στον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας στα Εξάρχεια, με τα οχτώ διαμερίσματα, όπου συναντάμε τα γνωστά μας πρόσωπα του δεύτερου βιβλίου, με αρκετές αναφορές σε αυτό καθώς και στο πρώτο, κλείνοντας έτσι σταδιακά την τριλογία της καραντίνας: το ηλικιωμένο ζευγάρι Απόστολος και Σταυρούλα του πρώτου, η μοιραία και πανέμορφη Μαιρούλα και η υποχόνδρια Ελένη του δευτέρου, η οικογένεια του μικροαστού Πελοπίδα και της Κασσιανής που θα βιώσει μια σοβαρή περιπέτεια και η οικογένεια του νοικάρη Φαρίντ του τρίτου, το ζευγάρι Φλωρεντία η ινφλουένσερ και Στάθης ο γκέιμερ ή Τρέντηδες και ο Σάββας του τετάρτου στον οποίο θα μετακομίσει η Μαιρούλα, ο Ορέστης του ισογείου βιώνουν τη ματαιότητα και την αβεβαιότητα του νέου εγκλεισμού. Ο συγγραφέας καταφέρνει ξανά με σωστό λόγο, μέτρο και αγάπη προς τον άνθρωπο να αποτυπώσει το χρονολόγιο των γεγονότων Νοεμβρίου 2020-Μαΐου 2021 μέσα από την ψυχολογία του Αντώνη και της μητέρας του. Ολοζώντανοι διάλογοι, γραφή που ρέει, ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην πλοκή, ο συγγραφέας για άλλη μια φορά έχει δουλέψει σωστά και σοβαρά πάνω στο κείμενό του, χωρίς προχειρότητες και φθηνούς, κλισέ εντυπωσιασμούς.
Το «188 μέρες», το τελευταίο βιβλίο για την πανδημία, είναι η ολοκλήρωση της τριλογίας που ζωντανεύει ανθρώπους κυριολεκτικά της διπλανής πόρτας, μέσα από τις ζωές των οποίων το γέλιο βγαίνει αβίαστα και φυσικά κι έτσι βελτιώνεται η ψυχολογία όποιου αφεθεί να ταξιδέψει στις σελίδες του. Ο σεβασμός απέναντι στην τραγικότητα των στιγμών, η αποφυγή διδακτισμού, το ποιοτικό χιούμορ και η δουλειά που φαίνεται πως έχει γίνει ως προς την εξέλιξη των χαρακτήρων και την ολοκλήρωση του κειμένου, δείχνουν πως ο συγγραφέας έχει τα εχέγγυα για ένα πραγματικά καλό μυθιστόρημα, χωρίς να εκμεταλλεύεται καταστάσεις και χωρίς να καταφεύγει σε επιφανειακά αστεία μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει. Απλώς σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχουν κύριοι άξονες πλοκής, αν εξαιρέσεις το τρίγωνο Μαίρη-Σάββας-Αντώνης, πιο πολύ μου φάνηκε δηλαδή σαν καταγραφή των γεγονότων όπως τα βιώνουν οι χαρακτήρες παρά σαν εξέλιξη των μεταξύ τους σχέσεων. Τέλος, το γεγονός πως στον επίλογο έχουμε την απαραίτητη γλυκόπικρη νότα του αποχαιρετισμού, μιας που οι ιστορίες τελειώνουν πια, με στενοχώρησε, κυρίως γιατί «αναγκάστηκα» να αποχαιρετήσω ως αναγνώστης αυτούς τους υπέροχους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Θα ήθελα κάτι λιγότερο οριστικό και αμετάβλητο, ακριβώς για να ζω με την ελπίδα πως θα τους ξανασυναντήσω κι ας μην αποτυπώνονταν ποτέ ξανά στο χαρτί.
Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε και να το κατεβάσετε δωρεάν εδώ
0 Σχόλια