remington

O ιδιωτικός ντετέκτιβ είναι ένα πρόσωπο ολιγαρκές. Από ανάγκη. Μπορεί να έχει και όνειρα, αλλά τελικά δεν είναι παρά ένα χαμένο κορμί κατά το ελληνικότερο ή ένας loser κατά το αμερικανικότερο. Tο να απαιτεί, λοιπόν, να απολαμβάνει στο μίζερο γραφείο του το κομφόρ μιας γραφομηχανής δεν είναι δα και καμιά τεράστια φιλοδοξία, ακόμα κι αν δεν έχει την ικανότητα να συντηρεί μια γραμματέα, ούτε με μειωμένο ωράριο εργασίας.

Αυτός είναι ο απλός λόγος που στις οχτώ το πρωί βρέθηκα να πίνω παγωμένη Smirnoff στην Πλατεία Αβησσυνίας, δίπλα σ’ ένα μαγαζάκι, παλιατζίδικο δηλαδή, με μια βιτρίνα όπου συνωθούνταν αυτάρεσκα διάφορες παλιές γραφομηχανές. Βέβαια, δεν με οδήγησαν εδώ μόνον τα ισχνά οικονομικά μου ή λόγοι αισθητικής, αλλά κυρίως λόγοι σκοπιμότητας. Μια παλιά γραφομηχανή θα υπογραμμίζει καλύτερα την μακρόχρονη πείρα μου στο επάγγελμα. Θα τονίζει το στοιχείο παράδοση. Ακριβώς όπως και σε εκείνη τη διαφήμιση όπου μια γκόμενα κυκλοφορεί σ’ ένα παλιατζίδικο μ’ ένα φλιτζάνι που αχνίζει στο χέρι και στο τέλος, σου πετάει το σλόγκαν: “Λουμίδης, με παράδοση στον καφέ”.

Eν πάση περιπτώσει. Δεν έχω άλλο χρόνο για φλυαρίες. Το μαγαζάκι άνοιξε κι ένας μοχθηρός τυπάκος, σαν βυζαντινό σίγμα, άρχισε να ξεσκονίζει την παλιατζούρα του.

– Αν είναι να μου την χρεώσεις φτηνότερα, δέχομαι να την πάρω και σκονισμένη, του πέταξα.

– Κι άλλος εξυπνάκιας, μουρμούρισε συνοφρυωμένος. Ωραία που αρχίζει η μέρα μου! Κι ακόμα δεν είναι ούτε 12 το πρωί…

– Το μεσημέρι, τον διόρθωσα.

– Τι γουστάρει ο κύριος;

– Τη Pέμιγκτον του λέω. Αυτή εκεί την αρχαία Pέμιγκτον. Δουλεύει;

– Αν δουλεύει; αναρωτήθηκε και με κοίταξε για πρώτη φορά.

– Με δουλεύεις; Μόλις αναφέρθηκες σ’ ένα αριστούργημα. Σ’ ένα εμπνευσμένο επίτευγμα απ’ αυτά που κάνουν την ανθρωπότητα να μην αισθάνεται υπαρξιακό κόμπλεξ κατωτερότητας. Θα ‘πρεπε να ‘ναι σε μουσείο κανονικά, κατέληξε με στόμφο.

– Αυτό ακριβώς φοβάμαι κι εγώ, του είπα. Γραφομηχανή θέλω. Που να δουλεύει. Δεν είμαι ούτε συλλέκτης έργων τέχνης, ούτε αρχαιοκάπηλος.

– Με μια τέτοια αγορά κύριος, είναι σα να χτυπάς δύο τρυγόνια μ’ ένα σμπάρο. Πες μου κάτι να στο γράψω. Εκτός αν θέλεις να δοκιμάσεις μόνος σου.

– Και πόσο τιμάται; ρώτησα καχύποπτα.

– Για σένα; Οχτακόσια. Αλλά για σένα, ε;

– Είσαι η έκπληξη της ημέρας. Πολύ γενναιόδωρος. Σκέψου και να μην με ήξερες, είπα κι έκανα το γνωστό κόλπο ότι φεύγω. 

Με ξαναφώναξε

– E! Κύριος. Δώσε εξακόσια και χάρισμά σου. Αλλά να ξέρεις. Μπαίνω μέσα.

– Δεν αμφιβάλω καθόλου, του απάντησα κι έβγαλα ένα μάτσο δεκάρικα απ’ την τσέπη μου. Του τα κούνησα στη μύτη. Σου δίνω σαράντα πράσινα. Σήμερα μόνον αυτά διαθέτω.

– Τότε καλύτερα έλα αύριο, μου απάντησε ψυχρά. Ανοιχτά είμαστε κι αύριο.

– Νομίζω ότι αν φύγω τώρα δεν θα ξανάρθω ποτέ, του είπα κι εγώ εξίσου ψυχρά.

Ο τυπάκος με κοίταζε με μοχθηρία. Η μέτρια ενδυματολογική μου εμφάνιση μάλλον τον έπεισε για την ανθηρότητα των οικονομικών μου. Μετά από τρία δευτερόλεπτα σιωπής άνοιξε πάλι το στόμα του και είπε.

-Με καταστρέφεις… Αυτό είναι ένα αριστούργημα. Σταμάτησε ξεφυσώντας.

Προφανώς κάτι βαρύγδουπο ήθελε να πει αλλά ή δεν βρήκε την σωστή ατάκα ή κατάλαβε μάλλον ότι δεν άξιζε τα λεφτά του και έτσι δεν μπήκε καν στον κόπο.

– Άσε, καλύτερα, δεν πειράζει. Έχε χάρη που δείχνεις μορφωμένος. M’ αρέσει να δίνω τα πράγματά μου σ’ ανθρώπους που ξέρω ότι θα τ’ αγαπήσουν, φιλοσόφησε.

Άρπαξε τo μάτσο με τα δεκάρικα και πρόσθεσε:

– Αλλά να ξέρεις…

– Ξέρω, ξέρω, τον διέκοψα. Το κάνεις μόνο για μένα, αλλά καταστρέφεσαι κι είσαι φτωχός άνθρωπος, τον ειρωνεύτηκα.

– Nα την τυλίξω; με ρώτησε, ψυχρά κι αυτή τη φορά.

– Όχι, του είπα. Δεν θέλω να εκμεταλλευτώ άλλο τα καλά σου αισθήματα. Θα την φάω εδώ.

Κάθισα στο γραφείο μου και καμάρωσα το καινούργιο μου απόκτημα. Ήταν όντως ένα έργο τέχνης αν κι έδινε την αίσθηση ότι θα διαλυθεί στο πρώτο άγγιγμα. Αλλά δεν διαλύθηκε. Τα γράμματα δεν ήταν φθαρμένα και τα πλήκτρα δουλεύονταν μαλακά. O μηχανισμός ήταν βουτηγμένος στο λάδι. Παρά ήταν βουτηγμένος, είναι το σωστό. Έβαλα από κάτω μια παλιά εφημερίδα, αλλιώς θα γέμιζε λάδια όλο το γραφείο. Ύστερα πήρα μια λευκή κόλλα χαρτί κι άρχισα να γράφω ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι.

Όταν το διάβασα, μια ώρα αργότερα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Το κείμενο ήταν καταπληκτικό. Δεν ήξερα ότι είχα λογοτεχνικό ταλέντο. Ξαναδοκίμασα. Πάλι το ίδιο. Κι όσες φορές κι αν προσπάθησα, το ένα κείμενο ήταν καλύτερο απ’ το άλλο. Και το χειρότερο, όλα μαζί αποτελούσαν κομμάτια από την ίδια ιστορία. Έχει γούστο αναρωτήθηκα, κι εγώ που νόμιζα ότι για να γράψεις ένα βιβλίο χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από μια παλιά γραφομηχανή. Βέβαια ο διασημότερος των ντετέκτιβς, ο Nτάσιελ Xάμετ ήταν και συγγραφέας. Αφού τα κατάφερε αυτός, γιατί όχι κι εγώ, σκέφτηκα. Την βρήκα πολύ καλή ιδέα και στρώθηκα αμέσως στο γράψιμο με το ζήλο και το πάθος του Κολόμβου όταν έψαχνε να βρει την Αμερική. Είχα άφθονο χρόνο στη διάθεση μου. Αυτό το καλό προκύπτει μόνο όταν έχεις αναδουλειές. Ουδέν κακόν, αμιγές καλού, όπως έλεγαν και κάτι αρχαίοι.

Τις επόμενες τέσσερις ώρες δεν μ’ ενόχλησε κανείς. Ούτε καν στο τηλέφωνο. Η ταχύτητα μου στη δαχτυλογράφηση βελτιωνόταν όλο και περισσότερο. Με την ορθογραφία δεν τα πήγαινα πολύ καλά. Θα ‘λεγα μάλλον ότι τα πήγαινα πολύ άσχημα. Βέβαια πάντα ήμουν ανορθόγραφος. Από μικρό παιδί. Οι μόνες περιπτώσεις που δεν έκανα ορθογραφικά λάθη ήταν όταν μιλούσα και όταν έγραφα αριθμούς. Με τον καιρό όμως και σε συνάρτηση με τις σφαλιάρες που έτρωγα μέχρι τα δέκα έξι μου από τον daddy μου βελτιώθηκα λίγο. Λίγο, αλλά όχι αρκετά ώστε να περάσω τις πανελλήνιες για γιατρός. Γιατρό ήθελε να με κάνει ο πατέρας μου. Χειρούργο. Εγώ, μια και δεν μπορούσα να ξεφύγω από το πικρό πεπρωμένο σκεφτόμουν να του την φέρω και να γίνω γυναικολόγος. Τελικά η αποτυχία στο πανεπιστήμιο ήταν κατά κάποιο τρόπο μια λυτρωτική έξοδος από το αδιέξοδο, που δεν την είχα σκεφτεί, αλλά μου στοίχισε σε γυναικείες γνωριμίες. Τελικά, ουδέν καλόν αμιγές κακού. Έτσι έφυγα για σπουδές στο Παρίσι χωρίς να ξέρω έστω μια λέξη στα γαλλικά. Όταν μετά από οχτώ χρόνια επέστρεψα, ανακάλυψα ότι εξακολουθούσα να είμαι ανορθόγραφος αλλά αυτή τη φορά σε δυο γλώσσες. Έγινε αυτό που λένε, ότι το ταλέντο για να αναπτυχθεί θέλει σκληρή εργασία. Η τωρινή όμως κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη. Δεν αναγνώριζα καν τις λέξεις όταν τις έβλεπα τυπωμένες. Σαν να τις έβλεπα πρώτη φορά. Όχι ότι μ’ ένοιαζε κιόλας. Δεν είχα δα να δώσω κι εξετάσεις. Γι’ αυτό συγκεντρώθηκα στις ιδέες και στα νοήματα που κατέκλυζαν το νου μου- την ουσία δηλαδή των πραγμάτων- κι άφησα πίσω μου την εφήμερη και μάταιη επιφάνεια. Απορροφήθηκα απ’ το γράψιμο σκεπτόμενος ότι αυτό ίσως να ήταν το επάγγελμα που να μου ταίριαζε περισσότερο.

Τέλειωσα στις δύο το πρωί. Γοητευμένος βάλθηκα να διαβάζω το αριστούργημά μου με δυνατή φωνή. Ύστερα τακτοποίησα με την ευλάβεια που αρμόζει τις σελίδες και πετάχτηκα στο απέναντι μπαρ να μου κεράσω μια παγωμένη βότκα. Μπορεί και δύο. Ίσως και τρεις. Τόσο πολύ ικανοποιημένος ήμουν.

Στάθηκα για λίγο στο περίπτερο για τσιγάρα. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σ’ ένα αγγλικό βιβλίο τσέπης: DASHIELL HAMMETT “The scorched face”. T’ αγόρασα. Από βαθιά εκτίμηση στον συνάδελφο.

Δυο λεπτά αργότερα ο μπάρμαν με χτυπούσε με δύναμη στην πλάτη. Το σφηνάκι μου στάθηκε στο λαιμό σα να ‘ταν ραπανάκι. Έγινα κόκκινος, πράσινος, μπλε και ύστερα πάλι κόκκινος. Μέχρι να συνέλθω, το ουράνιο τόξο θα πέθαινε απ’ τη ζήλια του.

– Σιγά ρε Μίλτο θα με σκοτώσεις, είπα πνιγμένος. Δεν πας καλύτερα να δείρεις τη γυναίκα σου; Ποιος ξέρει τι κάνει τα βράδια μόνη της στο σπίτι.

– Λες; απόρησε ο Μίλτος και χαμογέλασε ηλίθια.

– Δεν λέω. Είμαι σίγουρος. Έχω πείρα σ’ αυτά. Τι δουλειά κάνω, μπρίκια κολλάω; του απάντησα και του πέταξα ένα τάλιρο.

Το άρπαξε στον αέρα, ενώ ταυτόχρονα με το άλλο χέρι άρπαζε το σακάκι του. Βγήκαμε μαζί έξω μόνο που αυτός ήταν πιο βιαστικός από μένα. H’ εγώ χτύπησα την αδύνατη χορδή του ή αυτός ήταν εντελώς ηλίθιος.

Ήταν τέσσερις το πρωί και ήμουν ακόμα ξύπνιος. Καθόμουν με τα πόδια πάνω στο γραφείο. Δίπλα στο παράθυρο. Με σβησμένο φως. Χάζευα ζοχαδιασμένος τον φωτισμένο δρόμο, το ψιλοβρόχι και τους λιγοστούς ανθρώπους που περνοδιάβαιναν βιαστικά. Είχα την εντύπωση πως χασκογελούσαν ειρωνικά καθώς μισοέκρυβαν τα πρόσωπα τους κάτω απ’ τις ομπρέλες ή ανάμεσα στους ανασηκωμένους γιακάδες των πανωφοριών τους. Αυτό που μου συνέβη ήταν ανήκουστο. Το βιβλίο αυτό το έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου κι όμως όλο το απόγευμα δακτυλογραφούσα τη μετάφρασή του.

– Άτιμη γραφομηχανή. Θα σε τσακίσω, ξέσπασα οργισμένος κι όρμησα κατά πάνω της. Αλλά θυμήθηκα τα 400 δολάρια.

T’ άλλο πρωί ήμουνα πάλι στο γνωστό παλιατζίδικο.

– Άκου να σου πω φίλε, του είπα αποφασιστικά. Δεν σε πειράζει να πάρω μια άλλη γραφομηχανή λιγότερο διάσημη απ’ αυτήν. Όχι ότι τρέχει τίποτα. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα επικοινωνίας. Με πιάνεις;

O τυπάκος με κοίταξε σα χαζός. Μου πάσαρε μια θλιβερή Ολύμπια. Καθώς πήγα να φύγω τον άκουσα να μουρμουρίζει διάφορα. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, σκέφτηκα.

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από τότε. H γραφομηχανή έδινε τον άλλο τόνο που ήθελα στο γραφείο, αλλά δεν μπορώ να πω πως οι δουλειές πήγαιναν καλύτερα. Εκείνο το πρωί το τηλέφωνο παρέμενε τόσο αδιάφορο που το σήκωσα τρεις φορές για να διαπιστώσω αν λειτουργεί. Μετά το άφησα κατεβασμένο μην τυχόν και με πάρει κανείς κατά λάθος όταν θα λείπω και πετάχτηκα για τσιγάρα. Πήρα και μια εφημερίδα. Δεν θυμάμαι πια. Μια απ’ όλες. Έτσι κι αλλιώς, όλες ίδιες είναι. Την ξεφύλλιζα αδιάφορα όταν το μάτι μου έπεσε σε μια βιβλιοκριτική. “Σκάνδαλο” ήτανε ο τίτλος. “O γνωστός συγγραφέας Γ. Νικόπουλος μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο με τον τίτλο: Ο φόνος δεν είναι πάντα έγκλημα, ήταν ο υπότιτλος”.

“Το ψεύδος αγαπητοί μου αναγνώστες, είναι ένα σύμπτωμα κοινωνικής, ηθικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής σήψης. Αναρωτιέμαι πώς τόλμησε να αμαυρώσει τη φήμη του δίνοντας στον εκδότη του ετούτο το βιβλίο που αποτελεί ένα ιδιότυπο μείγμα ατόφιων κομματιών απ’ τα γνωστά σε όλους σας έργα: Οι σημειώσεις του Mάλτε Λάουριντς Mπρίνγκε του Pίλκε, Tο ημερολόγιο ενός διαφθορέα του Σέρεν Kίκεργκορ και Η πεταλούδα της Σιβηρίας του Ρόμπερτ Λίττελ. Μας θεωρεί αγράμματους; Ή μήπως έχει τρελαθεί; Το θράσος του θα μείνει μνημειώδες στους κύκλους της λογοτεχνικής μας κοινότητας”, συνεχίζει μπλα, μπλα, με οξύτατους χαρακτηρισμούς ο κριτικός.

Έχει γούστο σκέφτηκα. Άνοιξα το χρυσό οδηγό και βρήκα την διεύθυνση του Νικόπουλου.

Ευτυχώς που το παμπάλαιο Honda civic δεν επανέλαβε τις διαδρομές των προκάτοχων του. Συμπεριφέρθηκε όπως πρέπει να συμπεριφέρεται κάθε υπάκουο κωλομηχάνημα. Όταν γυρίζεις το κλειδί να παίρνει μπρος και να σε αφήνει να το οδηγήσεις εσύ όπου θες, αναγνωρίζοντας έτσι την ανθρώπινη υπεροχή. Αλλιώς δεν θ’ άντεχα ακόμα ένα εργαλείο που κάνει του κεφαλιού του. Έτσι, σε μισή ώρα μόνο τρέχοντας σαν τρελός και κάνοντας σφήνες κατάφερα να βρίσκομαι έξω από το τσαρδί του Νικόπουλου και του χτυπούσα την πόρτα. Δεν ήταν ακριβώς τσαρδί, αλλά μια μοντέρνα έπαυλη με κήπο και χωρίς σκυλιά. Ευτυχώς!

Μου άνοιξε μια στυφή και κακάσχημη οικονόμος. Δυστυχώς!
– Αν είσαι πλασιέ, δίνε του. Έχουμε απ’ όλα, μου είπε.

– Κάνετε λάθος, της απάντησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και βιάστηκα να της δείξω την κάρτα γνωστού δικηγορικού γραφείου πριν προλάβει να μου κλείσει την πόρτα στα μούτρα.

– Θα ‘θελα να μιλήσω στον κο Νικοπουλο.

– Έχετε ραντεβού; με ρώτησε λίγο πιο ευγενικά αυτή τη φορά.

– Όχι. Αλλά νομίζω πως θα χαρεί να με δει. Bέβαια, για να ‘μαι ειλικρινής, δεν κόβω και το χέρι μου γι’ αυτό. Αλλά υπάρχει σοβαρός λόγος που βρίσκομαι εδώ. Θα ‘λεγα θέμα ζωής και θανάτου, τα μάσησα προσπαθώντας να γίνω πιο πειστικός.

Με οδήγησε στο λιβινγκ-ρούμ κι αυτή ανέβηκε μια μεγαλοπρεπή σκάλα και χάθηκε στον πάνω όροφο. Δεν πρόλαβα να καθίσω, όταν άκουσα ένα τρομαχτικό κρότο. Ανέβηκα δυο-δυο τα σκαλιά και μπούκαρα στο πρώτο δωμάτιο που βρήκα μπροστά μου. Το παραθυρόφυλλο ήταν σπασμένο και ο Νικόπουλος καθόταν πίσω από ένα τεράστιο γραφείο νανουρίζοντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, σα να ήταν νεογέννητο μωρό. Το δωμάτιο μύριζε απελπισία. Πλησίασα στο μπαλκόνι. Κοίταξα κάτω και είδα αυτό που περίμενα να δω. Τη γνωστή γραφομηχανή τσακισμένη στο πλακόστρωτο της αυλής. O δύστυχος συγγραφέας γύρισε και με κοίταξε απορημένος και μ’ ένα βλέμμα περιφρόνησης θα ‘λεγα. Αφού με περιεργάστηκε για λίγο, από πάνω μέχρι κάτω, με ρώτησε ξέπνοα.

– Θέλετε κάτι κύριε;

Ήξερα πως έπρεπε να δώσω το κουστούμι μου στο καθαριστήριο, αλλά υπήρχε μια μικρή λεπτομέρεια που όμως δεν ήθελα εκείνη τη στιγμή να συζητήσω. Δεν είχα άλλο κοστούμι να φορέσω. Έτσι αρκέστηκα ευγενικά να πω:
– Λυπάμαι για την ενόχληση. Έτρεξα να προλάβω το τρόλεϊ, αλλά μάλλον έφτασα αργά.

———————————————————————

– Excuse me sir, μου είπε το γκαρσόνι. Don’t you have euros? Greek money I mean. I can’t take dollars.

“Για κόψε αγγλικούρα στην πλατεία Aβησσυνιας”, σκέφτηκα και με πιάσανε τα γέλια. Βέβαια είχε δίκιο ο ανθρωπάκος γιατί η μεγάλη πλάκα είναι ότι προσπάθησα στ’ αλήθεια να πληρώσω τη Smirnoff με δεκαδόλαρο. Του άφησα οχτώ ευρουλάκια και ετοιμάσθηκα να μπω στο παλαιοπωλείο για τη γραφομηχανή. Μια παλιά Pέμινγκτον, σκέτη κούκλα…

 

_

περιγράφει ο Αμβρόσιος Σακάδας  &   καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος  (Σκηνοθέτης -Παραγωγός)

 

 

sakadasΟ Αμβρόσιος Σακάδας είναι ένα χαμένο κορμί. Ένας καθυστερημένος του ’68. Ένας ανώριμος σαρανταπεντάρης. Δεν στερείται σπουδών ούτε γνώσεων. Αγαπάει το διάβασμα κι έχει γνώμη σχεδόν για τα πάντα. Δεν επιδιώκει την επωνυμία. Την θεωρεί πηγή μπελάδων. Δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που τον περιβάλει παρά μόνο σαν μια σύμβαση. Σαν μια σειρά από εικόνες και λεκτικά τερτίπια. Η ζωή γι’ αυτόν είναι μια χειρονομία, ένα παιχνίδι όπου δεν τον ενοχλεί συνεχώς να χάνει. Το μεγάλο ελάττωμα του όμως είναι η τεμπελιά. Ο Αμβρόσιος Σακάδας βαριέται. Η κλασική του παιδεία τον βοήθησε να διαπιστώσει ότι η εργασία ουδέποτε υπήρξε μια ελληνική αρετή, γιατί ποτέ δεν καταγράφεται ως τέτοια στα αρχαία κείμενα. Γι’ αυτό δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δική του πραγματικότητα. Θεωρεί ότι οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις και τα διάφορα κορόιδα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας έλκουν τις αλλαγές και την εκπλήρωση τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι αν ξόδευε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Έτσι κάθεται και περιμένει. Αντιδρά μόνο σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο επιβίωσης κάνοντας περιστασιακά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η λιτή ζωή του στηρίζεται στα απολύτως αναγκαία: φαγητό, ύπνο, έρωτα, αλκοόλ και φυγή. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, απλά την κοπανάει για κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σύγχρονος φυγάδας ή πιο σωστά ένας αναχωρητής που αντί να διαλέξει την έρημο, επιλέγει συνεχώς μια πολύβουη πόλη. Άλλωστε στην έρημο θα ήταν από δύσκολο ως απίθανο να κάνει τον ντετέκτιβ. Θα ήταν επίσης δύσκολο να βρει κορόιδα και αλκοόλ. Και το χειρότερο, θα έπρεπε να προσεύχεται…

προσοχή:
Οι ιστορίες αυτές είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών και μοιραίων συμπτώσεων. Οι χώροι, τα γεγονότα και τα πρόσωπα (εκτός από τον συγγραφέα) είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με την πραγματικότητα είναι απλά συμπτωματική.

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Μπήκαμε στον δεύτερο μήνα των εκδηλώσεων Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου κι έτσι, με το δεύτερο αυτό άρθρο μου σας προτείνω κάποιες από τις εκδηλώσεις που θεωρώ πως ξεχωρίζουν αυτόν τον μήνα. Η πρώτη εκδήλωση αφορά εκείνους που αγαπούν το βιβλίο αλλά τους...

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

5. Πού είναι;

5. Πού είναι;

«Είναι μαζί σου;», τη ρωτά εξερευνώντας τον κόσμο τριγύρω της. «Τι να είναι μαζί μου;», αποκρίνεται η Καίτη νιώθοντας τα πόδια να μουδιάζουν. «Η Πηγή είναι μαζί σου; Πού είναι;», συνεχίζει και το παγωτό γλιστρά από το χέρι. Συνειδητοποιεί πως το κινητό είναι ακόμη...

5. Πού είναι;

4. Το παγωτό στο χέρι

«Αυτή είναι μία από τις εισόδους της Παλιάς Πόλης», λέει ο Πρόδρομος δείχνοντας την κεντρική πύλη. «Έναν καφέ, αγναντεύοντας αυτά τα τείχη, τον πίνω με μεγάλη ευχαρίστηση», ολοκληρώνει κλείνοντας το μάτι στη μικρή που τον παρατηρούσε μέσα από τον καθρέφτη. Αυτό ήταν...

1 σχόλια

1 Σχόλιο

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Αν ποτέ ανακαλύψεις μια τέτοια Remington εκτός μυθοπλασίας, θα μας σώσεις αγαπητέ Αμβρόσιε! Ωραίο το αναποδογύρισμα στο φινάλε.
    Εννοείται οτι πάλι κράτησα σημειώσεις: Βιβλία στη λίστα που έχει διαβάσει ένας… “τεμπέλης” ντετέκτιβ και σε κάνει να απορείς για την προσωπικότητά του…

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου