Ο ήλιος του ζεσταίνει τον λαιμό. Χτες βράδυ εξαντλημένος απ τον φόβο έγειρε για λίγο. Του είχαν ανακοινώσει: Η αίτηση χάρητος απορρίφθηκε. Το πρωί έχει προχωρήσει. Τέτοια ώρα ο δήμιος έχει τελειώσει. Τα μάτια του γεμάτα απορία εν τέλει ηρεμούν. Παίρνει βαθειά ανάσα και αφήνεται.
Η κλειδαριά τρίζει. Χαμογελάει. Το βλέμμα τρεμοπαίζει. Ένα αλουμινένιο πιάτο σέρνεται στο τσιμέντο και η πόρτα βροντάει. Γέρνει προς τα πίσω με την ματιά να καρφώνει το ταβάνι. Τη μέρα της εκτέλεσης δεν προσφέρουν φαγητό. Η πείνα έχει κορυφώσει την ηδονή. Κλείνει τα βλέφαρα και κρατάει την ευτυχία.
Χρόνος κλεμμένος απ’ την αιωνιότητα.
_
γράφει ο Δημήτρης Μαυρομματάκης
Μπόρεσα με λίγες λέξεις σας, να χωρέσω στο συναίσθημα ετούτης της αναμονής και στην ηρεμία της αποδοχής.
Η δε τελευταία σας φράση [χρόνος κλεμμένος από την αιωνιότητα] …μαγική…..κλείνει δυνατά την αυλαία…
Περιγραφικό κείμενο που μεταφέρει ζωντανά τα συναισθήματα του προσώπου που βιώνει αυτές τις σκοτεινές,απελπιστικές στιγμές …πριν την αιωνιότητα!