giannopoulos

-Είμαι ένας άνθρωπος της παρακμής. Παιδί ενός πολιτισμού που γέρασε πολύ. Πιστεύω σ’ αυτό το μύθο. Δεν υπάρχει τρόπος να πιστέψω σε κάτι άλλο. Έζησα έτσι όλη μου τη ζωή. Προσπάθησα, ειλικρινά, ν’ αλλάξω δρόμο, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ήταν κάτι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου, πιστέψτε με… Ένας μηχανισμός που λειτουργεί ερήμην μου. Κάτι σαν την βαρύτητα ή την εξάτμιση του νερού…
Ακολούθησε μια μικρή παύση. Στη φλόγα του σπίρτου που έβαλε φωτιά στο τσιγάρο του, προσπάθησα να δω το πρόσωπο του. Αλλά δεν τα κατάφερα.
Μπήκε στο γραφείο μου πριν πέντε λεπτά ήσυχα και κάθισε στον καναπέ απέναντί μου, χωρίς να μου συστηθεί. Χωρίς καν να ρωτήσει αν μπορώ κι αν θέλω να τον δεχτώ. Ήταν αργά το απόγευμα την ώρα που το φως λιγοστεύει όλο και περισσότερο και οι περσίδες του παραθύρου μου ήταν κλειστές. Μέσα στο μισοσκόταδο δεν έβλεπα παρά μια σιλουέτα ενός αρκετά κομψού κι ευκίνητου νέου ανθρώπου. Αν κανείς θεωρείται νέος γύρω στα 45. Σχεδόν τόσο είμαι κι εγώ και δεν μπορώ να πω ότι τα συναισθήματά μου είναι ιδιαζόντως νεανικά. Φορούσε ένα καπέλο που σκίαζε το πρόσωπό του και μου μιλούσε αποφεύγοντας να γυρίζει προφίλ. Δεν θέλω να πω αν το έκανε επίτηδες γιατί δεν μπορούσε να προβλέψει αν θα ανάψω ή όχι το φως, ούτε μου απαγόρευσε να το κάνω. Με πέτυχε όμως σε μια στιγμή περισυλλογής, με τα πόδια πάνω στο τραπέζι και τη Filandia να ξεχειλίζει στο ποτήρι μου. Ήταν μια απ’ τις ηλίθιες στιγμές που νιώθουμε να μας πνίγει η αποτυχία κι εμείς με τη σειρά μας προσπαθούμε να την πνίξουμε στο αλκοόλ. Ήταν μια στιγμή που νομίζουμε ότι αν ζούσαμε ξανά την ζωή μας, αν πραγματικά είχαμε μια τέτοια, έστω κι από δεύτερο χέρι, θα κάναμε σίγουρα άλλες επιλογές με λιγότερα λάθη, αλλά απ’ την άλλη πάλι ξέρουμε καλά ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου σίγουρο κι ότι οι πιθανότητες να κάναμε τα πράγματα χειρότερα είναι εξίσου πολλές, μπορεί και περισσότερες.
– Μ’ αρέσει να ερμηνεύω τον κόσμο με το δικό μου τρόπο, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι και να θεωρώ ως πραγματικότητα του κόσμου την δική μου πραγματικότητα. Ίσως αυτό να το βρίσκετε αρκετά εγωιστικό, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι νιώθω παγιδευμένος σ’ ένα κυκλικό λαβύρινθο όπου όλα ανακυκλώνονται ερήμην μας, σαν να υπάρχει μια μεταφυσική νομοτέλεια, μια υπερφυσική οικονομία, που ακυρώνει αυτομάτως κάθε χειρονομία, που απειλεί να διαταράξει μια μυστηριώδη παγκόσμια τάξη, ακόμα κι αν εμείς το θέλουμε πολύ και το προσπαθούμε περισσότερο…
Μ’ εκνεύριζε που δεν μπορούσα να τον δω. Κι ύστερα όλα αυτά που έλεγε και μάλιστα αυτή την ώρα, ήταν σαν να μου έστριβε ένα κατσαβίδι στο κεφάλι. Δεν έκανα όμως κάποιο σχόλιο, ούτε κουνήθηκα απ’ τη θέση μου. Γέμισα μόνο το ποτήρι με βότκα και άνοιξα μηχανικά το συρτάρι. Το τριανταδυάρι άραζε εκεί, βουβό και καλολαδωμένο και δίπλα του παρκαρισμένο το μικρό δημοσιογραφικό κασετόφωνο. Πάτησα μαλακά το rec και ξανάκλεισα το συρτάρι. Αυτή η νωθρή και λίγο βραχνή φωνή, μου ήταν εξαιρετικά γνώριμη. Το κεφάλι μου όμως σκαρφάλωνε στην κορυφή του πόνου και μου ήταν δύσκολο να του δώσω κι άλλη δουλειά. Έκανε ζέστη παρ’ ότι ο ανεμιστήρας οροφής στριφογύριζε σαν κουρασμένη μπαλαρίνα. Ένα ελαφρύ αεράκι σκόρπιζε τον καπνό του τσιγάρου του κάνοντας τον αέρα του γραφείου ακόμη πιο πνιγηρό. Κατά τα άλλα, οι περσίδες εξακολουθούσαν να είναι κλειστές, το φως λιγότερο, καθώς η μέρα πήγαινε για ύπνο και η γεύση της βότκας θύμιζε σίγουρα την γεύση βότκας. Τώρα το μόνο που σχεδόν έβλεπα ήταν μια καύτρα ν’ αναβοσβήνει σαν πυγολαμπίδα.
-Κάποτε όταν ήμουν φοιτητής… ένας καθηγητής μας είπε ότι για να ξεχωρίσουμε πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτά που μας κάνουν να διαφέρουμε απ’ τους άλλους…. Να κάνουμε τα ελαττώματα μας προτερήματα, τα βίτσια μας, αρετές. Αυτό σε οδηγεί σε μονοπάτια ερημικά. Μιλώ από πείρα. Καταλήγεις να κινείσαι σε περιοχές περιθωριακές και συχνά απαγορευμένες, καταραμένες. Σε κάνουν να θέλεις να τα δοκιμάσεις όλα. Κι εγώ το έχω κάνει. Συμπυκνώνουν την ζωή σου και ταυτόχρονα σε σημαδεύουν με μια αίσθηση ανικανοποίητου. Μην ταράζεστε. Δεν ήρθα να σας εκμυστηρευτώ κάποιο φόνο. Δεν έχω φτάσει ακόμη μέχρι εκεί.

Έφερα αργά το ποτήρι με τη Filandia στο στόμα μου για πολλοστή φορά. Είδα το πρόσωπο μου παραμορφωμένο στα γυάλινα τοιχώματά του. Να πάρει ο διάολος σκέφτηκα. Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. Κάτι συμβαίνει κι όλοι οι προβληματικοί αργά η γρήγορα πέφτουν επάνω μου. Επειδή ξέρω τα δύσκολα, μπορεί να νομίζουν ότι τα ξέρω όλα. Καλό ε; Αλλά εγώ, δεν είμαι ψυχαναλυτής. Είναι κάτι περισσότερο από σαφές. Η ταμπέλα έξω απ’ το γραφείο μου γράφει με κεφαλαία και σε σωστά παραδοσιακά ελληνικά «Αμβρόσιος Σακάδας- Γραφείο ερευνών». Η δουλειά μου είναι να βρίσκω. Όπως ακριβώς το ακούτε. Να βρίσκω χαμένα ζώα, χαμένα αντικείμενα και χαμένα κορμιά. Άντε και κάνα διαζύγιο πού και πού. Αυτά είναι ό,τι πρέπει για να καλύπτω τα μίζερα έξοδά μου και να μου μένει και λίγος χρόνος για καμιά δυσάρεστη σκέψη. Άλλωστε  –όπως λέει κι ο κινέζος- «όταν δουλεύεις πολύ, δεν προλαβαίνεις να βγάλεις χρήματα». Και τώρα αυτός ο τύπος είναι σαν να ’χει μπει μες στο κεφάλι μου και μου λέει φωναχτά πράγματα που εγώ έχω τα πνευματικά δικαιώματα και που να πάρει ο διάβολος δεν θέλω ν’ ακούσω… Κάπου την ξέρω αυτή τη φωνή. Κάπου την ξέρω.

– Έχω γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο κάνοντας ταυτόχρονα διάφορες δουλειές. Μ’ αρέσουν τα ταξίδια. Ξέρετε, αν θεωρούσαν τα ταξίδια επάγγελμα εγώ θα διάλεγα να γίνω ταξιδευτής. Εσείς;
Ξαφνιάστηκα, γιατί δεν περίμενα να μου απευθύνει το λόγο.
– Κι εγώ έχω ταξιδέψει πολύ κι από δουλειές άλλο τίποτα. Αν το να αλλάζεις δουλειές, το θεωρούσαν επάγγελμα, εγώ θα ήμουνα ο Μάρκο Πόλο των επαγγελμάτων, του πέταξα.
Ρούφηξε το τσιγάρο και συνέχισε να ξετυλίγει το σκοτεινό συλλογισμό του αργά, σαν να έψαχνε μια διέξοδο στο θολό λαβύρινθο του μυαλού του. Δεν έδωσε σημασία στην απάντησή μου. Έτσι κι αλλιώς αυτό που είπα ήταν μια ανόητη και κρύα εξυπνάδα.
-Για έναν άνθρωπο που τα έχει κάνει όλα κι έχει την ηλικία μου, ο θάνατος είναι μια ελκυστική έννοια. Όχι ο θάνατος κάποιου άλλου. Δεν είμαι δολοφόνος, ούτε μανιοκαταθλιπτικός. Αναφέρομαι στην αυτοχειρία. Στην αυτοκτονία. Μοιάζει να είναι ενδεχομένως η συνέχεια που αρμόζει στην περίπτωση. Η μόνη συνέχεια απ’ το σημείο που είμαι. Ένα ταξίδι σε μια άλλη χώρα που πρέπει να γίνει όταν εδώ δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις. Κι είναι το μόνο μέρος που ακόμα δεν έχω επισκεφτεί. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει μεταθανάτια ζωή.
Ελπίζω να μην αρχίσει τώρα τις αναφορές στον Επίκτητο και στον Τζέησον Ξενάκη, σκέφτηκα, αν και φαίνεται να έχουμε ξεσκονίσει την ίδια βιβλιογραφία. Έκανα μια παρόμοια εργασία το 1975. Θυμάμαι τον καθηγητή να μου λέει αστειευόμενος στο τέλος ότι δεν είναι σίγουρος αν πρέπει να μου δώσει το μάθημα, γιατί δεν ξέρει πως θα το εκλάβω. Αν με περάσει, ίσως να θεωρήσω ότι απέτυχα ν’ αυτοκτονήσω κι αν δεν με περάσει, ίσως πάλι να θεωρήσω ότι με την εργασία αυτή εκπλήρωσα την δύσκολη αποστολή μου σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή και πράξω αναλόγως. Του απάντησα ότι επειδή διαθέτω την ευστροφία του τεμπέλη, αν ήθελα να αυτοκτονήσω, δεν θα έμπαινα καν στον κόπο να γράψω την εργασία και προήχθην στο επόμενο έτος με γέλια και χειροκροτήματα απ’ τους συμφοιτητές μου. Αρέσει πολύ στους σπουδαστές να συζητούν θέματα ταμπού για την κοινωνία μας όπως η αυτοκτονία, η ανθρωποφαγία, το έγκλημα, η ευθανασία, η αιμομιξία κλπ., και εγώ ως πονηρός φοιτητής εκμεταλλεύτηκα κάθε παρόμοια ευκαιρία. Πού διάολο όμως ξέρω αυτή τη φωνή; Όταν τελειώσει το μονόλογο ο βλαμμένος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου, θα γράψω κάτι στο κασετόφωνο, γιατί αυτή η φωνή…
– Αλήθεια εσείς τι γνώμη έχετε για τη μεταθανάτια ζωή; με ρώτησε ξαφνικά.
Μου ήρθε στο μυαλό το αστείο του Αρκά από το Έψιλον της Κυριακής και παραλίγο να βάλω τα γέλια. «Το χειρότερο, λέει, είναι να είσαι άθεος, γιατί όταν πεθαίνεις σε πλένουν, σε ξυρίζουν, σου φοράνε το καλό σου το κοστούμι κι εσύ δεν έχεις πού να πας».
– Βολική ιδέα, είπα λίγο ειρωνικά. Αν ήμουν σίγουρος ότι έχω εξασφαλίσει το μέλλον, θα απολάμβανα καλύτερα το παρόν.
Δεν του άρεσε προφανώς η απάντησή μου. Έτσι αποφάσισε μάλλον να βάλει τέρμα στο στρυφνό μονόλογό του.
– Βρήκα το όνομά σου στο χρυσό οδηγό, με πληροφόρησε ξερά. Έγραφε «Πλήρης εχεμύθεια». Είναι η πιο μικρή αγγελία, το ξέρετε; Αυτό με έπεισε ότι, αν δεν υπάρχει εχεμύθεια, υπάρχει τουλάχιστον διακριτικότητα, είπε και γέλασε βραχνά με το κοινότυπο αστειάκι του, σ’ έναν τόνο πιο ψηλά απ’ τον ήχο του ανεμιστήρα, αλλά στην ίδια χαμηλότονη συχνότητα.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του και με μια γρήγορη κίνηση μου πέταξε ένα κίτρινο τσαλακωμένο χαρτάκι. Αυτό έκανε δυο κύκλους και στάθηκε για λίγο απορημένο στον αέρα. Μετά έκανε μια κατακόρυφη βουτιά κι έπεσε κοντά στη βάση της καρέκλας μου. Δε μπήκα στο κόπο να το σηκώσω. Μου ήταν γνώριμο περισσότερο απ’ τον καθένα, Η αγγελία μου σκισμένη από κάποιο χρυσό οδηγό. Μπορεί κι από τον χρυσό οδηγό του τηλεφωνικού θαλάμου που είναι απέναντι.
– Για κάποιο λόγο, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι είσαι το πιο κατάλληλο πρόσωπο γι’ αυτή τη δουλειά, συνέχισε ο τύπος και έσυρε το δάχτυλο του στην επιφάνεια από το χαμηλό τραπεζάκι που ήταν δίπλα του. Σας προτείνω μια ενδιαφέρουσα δουλειά.
Ε, ωραία. Υπήρχε σκόνη. Και η άκρη από το δάχτυλο του έγινε πιθανότατα σκατέ ολέ. Αλλά τι ήθελε να αποδείξει με κάτι τέτοιες μαλακίες. Ότι δεν είχα την πολυτέλεια της γραμματέως; Άρχισα να τα παίρνω λίγο στο κρανίο, το οποίο, μια και το ’φερε η κουβέντα, λίγο απείχε απ’ το να καταρρίψει ορειβατικό ρεκόρ. .
Η σιωπή έσπασε από το θόρυβο που έκανε ένα τούβλο καθώς έσκαγε μπροστά μου. Όχι δεν ήταν τούβλο. Τσιμεντόλιθος ήταν.
-Αν θες τα μετράς, μου είπε ο ξένος. Αν δεν θες πάλι καλά. Σε διαβεβαιώνω όμως ότι είναι πολλά λεφτά. Αμφιβάλω αν είδες μέχρι τώρα τόσα χαρτονομίσματα μαζεμένα στο ίδιο μέρος. Είναι από μια πρόσφατη κληρονομιά. Νομίζω ότι σ’ αυτό ήλπιζες τόσο καιρό. Σε μια καλή μπάζα. Εμένα δεν μου χρειάζονται. Το μόνο που θέλω είναι να μην ξέρω πως, ούτε και πότε.
Σηκώθηκε. Δεν σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω. Δεν ήθελα να δω ποιος είναι. Είδα μόνο το χέρι του –φορούσε στο τρίτο δάχτυλο ένα δαχτυλίδι ίδιο με το δικό μου- που ξαναπήρε το τούβλο και το έβαλε στη τσέπη του. Είχε δίκιο ο μπαγάσας. Όχι στο ότι δεν είχα ξαναδεί τόσα χαρτονομίσματα μαζεμένα- κάποτε διετέλεσα ληστής τραπεζών- αλλά στο ότι ήλπιζα σε μια καλή μπάζα, όπως άλλωστε και κάθε καλός χριστιανός.
– Θα ’μαι στη πόλη, κι αυτά, πάντα εδώ, ανακεφαλαίωσε χαϊδεύοντας την τσέπη του. Εδώ, επανέλαβε με περισσότερη έμφαση. Αφορολόγητα. Μόνο για σένα… Δεν θέλω απόδειξη. Εκεί, δεν έχει εφορία.

Καθώς η πόρτα έκλεισε πίσω του, σκέφτηκα ότι δεν είδα τι έκανε τη γόπα απ’ το τσιγάρο του. Μπορεί και να την έσβησε στο πάτωμα, δίπλα στον καναπέ μου. Αν ναι, πρέπει να θυμηθώ να την μαζέψω γιατί δεν θέλω ο επόμενος πελάτης να με προσβάλει όπως αυτός με την σκόνη. Βαριόμουν όμως να κατεβάσω τα πόδια μου. Θα το έκανα φεύγοντας. Αντί γι’ αυτό, άνοιξα το συρτάρι κι έκλεισα το μαγνητόφωνο. Δεν μπήκα στον κόπο να συγκρίνω τις φωνές μας. Δεν είμαι ούτε δολοφόνος, ούτε μανιοκαταθλιπτικός. Άλλωστε πόσο ζωντανός μπορεί να είναι ένας νεκρός; Έβγαλα την κασέτα από το κασετόφωνο και την διέλυσα στο πάτωμα με το τακούνι μου. Ύστερα άδειασα τα απομεινάρια της βότκας στο ποτήρι μου και το κοπάνισα μονορούφι. «Τι μέρα κι αυτή;», σκέφτηκα και πήρα μια βαθιά αναπνοή. Κάπου διάβασα –αλλά μπορεί και όχι- ότι το αλκοόλ πρέπει να μασιέται. Να μην το καταπίνεις δηλαδή να το μασάς. Ε, λοιπόν, για να ‘μαι ειλικρινής –και στ’ αρχίδια μου αν δεν συμφωνείτε- δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, άσκημη ιδέα.

(πηγή εικόνας)

 

_

περιγράφει ο Αμβρόσιος Σακάδας  &   καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος  (Σκηνοθέτης -Παραγωγός)

 

Αμβρόσιος Σακάδας

sakadasΟ Αμβρόσιος Σακάδας είναι ένα χαμένο κορμί. Ένας καθυστερημένος του ’68. Ένας ανώριμος σαρανταπεντάρης. Δεν στερείται σπουδών ούτε γνώσεων. Αγαπάει το διάβασμα κι έχει γνώμη σχεδόν για τα πάντα. Δεν επιδιώκει την επωνυμία. Την θεωρεί πηγή μπελάδων. Δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που τον περιβάλει παρά μόνο σαν μια σύμβαση. Σαν μια σειρά από εικόνες και λεκτικά τερτίπια. Η ζωή γι’ αυτόν είναι μια χειρονομία, ένα παιχνίδι όπου δεν τον ενοχλεί συνεχώς να χάνει. Το μεγάλο ελάττωμα του όμως είναι η τεμπελιά. Ο Αμβρόσιος Σακάδας βαριέται. Η κλασική του παιδεία τον βοήθησε να διαπιστώσει ότι η εργασία ουδέποτε υπήρξε μια ελληνική αρετή, γιατί ποτέ δεν καταγράφεται ως τέτοια στα αρχαία κείμενα. Γι’ αυτό δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δική του πραγματικότητα. Θεωρεί ότι οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις και τα διάφορα κορόιδα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας έλκουν τις αλλαγές και την εκπλήρωση τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι αν ξόδευε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Έτσι κάθεται και περιμένει. Αντιδρά μόνο σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο επιβίωσης κάνοντας περιστασιακά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η λιτή ζωή του στηρίζεται στα απολύτως αναγκαία: φαγητό, ύπνο, έρωτα, αλκοόλ και φυγή. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, απλά την κοπανάει για κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σύγχρονος φυγάδας ή πιο σωστά ένας αναχωρητής που αντί να διαλέξει την έρημο, επιλέγει συνεχώς μια πολύβουη πόλη. Άλλωστε στην έρημο θα ήταν από δύσκολο ως απίθανο να κάνει τον ντετέκτιβ. Θα ήταν επίσης δύσκολο να βρει κορόιδα και αλκοόλ. Και το χειρότερο, θα έπρεπε να προσεύχεται…

προσοχη:
Οι ιστορίες αυτές είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών και μοιραίων συμπτώσεων. Οι χώροι, τα γεγονότα και τα πρόσωπα (εκτός από τον συγγραφέα) είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με την πραγματικότητα είναι απλά συμπτωματική.

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Μπήκαμε στον δεύτερο μήνα των εκδηλώσεων Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου κι έτσι, με το δεύτερο αυτό άρθρο μου σας προτείνω κάποιες από τις εκδηλώσεις που θεωρώ πως ξεχωρίζουν αυτόν τον μήνα. Η πρώτη εκδήλωση αφορά εκείνους που αγαπούν το βιβλίο αλλά τους...

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

5. Πού είναι;

5. Πού είναι;

«Είναι μαζί σου;», τη ρωτά εξερευνώντας τον κόσμο τριγύρω της. «Τι να είναι μαζί μου;», αποκρίνεται η Καίτη νιώθοντας τα πόδια να μουδιάζουν. «Η Πηγή είναι μαζί σου; Πού είναι;», συνεχίζει και το παγωτό γλιστρά από το χέρι. Συνειδητοποιεί πως το κινητό είναι ακόμη...

5. Πού είναι;

4. Το παγωτό στο χέρι

«Αυτή είναι μία από τις εισόδους της Παλιάς Πόλης», λέει ο Πρόδρομος δείχνοντας την κεντρική πύλη. «Έναν καφέ, αγναντεύοντας αυτά τα τείχη, τον πίνω με μεγάλη ευχαρίστηση», ολοκληρώνει κλείνοντας το μάτι στη μικρή που τον παρατηρούσε μέσα από τον καθρέφτη. Αυτό ήταν...

1 σχόλια

1 Σχόλιο

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Ευφυές το συναπάντημα…και φιλοσοφημένο.. Μια λεπτομέρεια μικρή μεν…αλλά όμορφη μου έμεινε σαν εικόνα και τη μοιράζομαι :”Έκανε ζέστη παρ’ ότι ο ανεμιστήρας οροφής στριφογύριζε σαν κουρασμένη μπαλαρίνα…. “

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου