Μανχάταν, Νέα Υόρκη, 11 Σεπτεμβρίου 2001 και ώρα 7.30. Άλλη μια κουραστική μέρα ξεκινάει με το ξυπνητήρι ανελέητα να κουδουνίζει… Πόσο απεχθάνομαι το πρωινό ξύπνημα και όσο σκέφτομαι ότι άλλο ένα κουραστικό οκτάωρο θα το περάσω στο παγκόσμιο κέντρο εμπορίου 3 με πιάνει ζαλάδα. Πολλοί λένε ότι το φαινόμενο του cubicle coma που αισθάνονται οι εργαζόμενοι είναι μια έντονη ψυχολογική κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει κρίσεις πανικού, έντονη εφίδρωση και ακόμη και χρόνια κατάθλιψη. Ο ψυχολόγος μού συνέστησε να βρω αλλού δουλειά, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Χρειάζομαι οπωσδήποτε κάποιο εισόδημα και δεν θέλω να χάσω τη βίζα μου. Όμως σήμερα νιώθω μια έντονη δύσπνοια. Μήπως να ειδοποιήσω τη Σάρον ότι δεν θα πάω στη δουλειά να με καλύψει; Άλλωστε είναι η καλύτερή μου φίλη.
Ώρα 11.30! Το κινητό μου τρελάθηκε. Νόμιζα ότι το είχα κλείσει. Μα ποιος είναι τέλος πάντων; Στο πάτημα του κουμπιού ακούω μια κραυγή που μου σπάει τα τύμπανα.
– Έλα παιδί μου είσαι καλά; Σε παίρνω από το πρωί. Κόντεψα να πεθάνω από την αγωνία.
– Παλάβωσες; Γιατί στριγκλίζεις ρε μαμά;
– Παιδί μου, οι Δίδυμοι Πύργοι καταστράφηκαν. Ακόμη κοιμάσαι;
Εκείνη τη στιγμή ήταν που σκέφτηκα τη Σάρον. Ο κόσμος γύρω μου σκοτείνιασε.
Στην κηδεία της Σάρον δεν πήγα. Δεν άντεχα. Όλοι μου λένε πόσο τυχερή στάθηκα εκείνη τη μέρα. Μέσα μου όμως δε νιώθω καθόλου έτσι. Ούτε πια μπορώ να χαμογελάσω.
Αφιερωμένο στη μνήμη της Σάρον που έφυγε τόσο ξαφνικά.
Το μικροδιήγημα της Σοφίας Κιόρογλου δημοσιεύτηκε στο 69ο τεύχος του Βooks’ Journal Σεπτεμβρίου 2016 στο σχετικό αφιέρωμα για το Σημείο Μηδέν.
_
γράφει η Σοφία Κιόρογλου
0 Σχόλια