–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ο Θεόδωρος Στορμ (Theodor Storm, 14/9/1817 – 4/7/1888) είναι ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους του Ρομαντισμού της Γερμανίας, που έγραψε λυρικά ποιήματα και νουβέλες. Τα πρώτα ανήκουν στην νεότερη περίοδο της ζωής του, ενώ τα δεύτερα στην περίοδο της ωριμότητας, κατά την οποία η θλίψη και η απώλεια δίνουν το στίγμα τους στην γραφή του, προσδίδοντας έτσι ιδιαίτερη δύναμη στο κείμενο. Το σκηνικό του έργου του είναι η πόλη Χούζουμ στα βορεινά παράλια του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Πρόκειται για σύμπλεγμα νησιών που ενώνονται μεταξύ τους με λωρίδες βαλτωμένης γης. Ανάλογα με την εποχή, οι βαλτότοποι αναδύονται, ενώ τον χειμώνα τους καταπίνει το αδηφάγο κύμα. Ουσιαστικά είναι εκτάσεις γης με πρασινάδα, όπου βόσκουν κοπάδια μοσχαριών, πλαισιωμένες με χέρσο κάμπο ολόγυρα. Ο ίδιος ο συγγραφέας, αρχικά ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του ως δικηγόρος, αλλά τελικά κατέληξε να αφοσιωθεί στην συγγραφή. Εκτός από την πατρίδα του, δραματικό ρόλο έπαιξαν και οι δύο γυναίκες της ζωής του: «η ζωή μου μοιράστηκε ανάμεσα σε μια ζωντανή και μια πεθαμένη», ισχυρίστηκε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Με το τελευταίο αναφέρεται στην σύζυγό του Κωστάντσα, που του χάρισε εφτά παιδιά και μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, και την ερωμένη τότε και μετέπειτα σύζυγο (μια και η Κωστάντζα πέθανε πρόωρα) την Δωροθέα.
Στην νουβέλα του με τίτλο «AQUIS SUBMERSUS», που σημαίνει «στο νερό βυθισμένος» διαφαίνεται η απόλυτη κυριαρχία του φόβου του θανάτου, που διαπνέει το έργο του Στορμ. Ακόμα και ο έρωτας, το ουτοπικό τοπίο έχουν μια νεκρική μυρωδιά που πλανάται στην ατμόσφαιρα. Λείψανα αγαπημένων ανθρώπων παραμένουν στα σπίτια προτού ενταφιαστούν και προμηνύουν καλέσματα προς του εναπομείναντες ζωντανούς.
Όλα αρχίζουν από μια τοιχογραφία σε εκκλησία της Χούζουμ, που προκαλεί περιέργεια και τρόμο στον μικρό ήρωα: η εικόνα ενός πάστορα που κρατά στην αγκαλιά του το μικρό νεκρό αγόρι του. Στο κάτω μέρος υπάρχει η αινιγματική επιγραφή: «C.P.A.S» που μεταφράζεται ως “AQUIS SUBMERSUS CULPA PATRIS”. Ο συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία της μακάβριας τοιχογραφίας σε ένα παλιό χειρόγραφο διακοσίων ετών, που ο ήρωας (δηλαδή ο ίδιος ο αφηγητής) ανακαλύπτει χρόνια αργότερα σε κάποιο ενοικιαζόμενο δωμάτιο ανάμεσα σε παλιά χειρόγραφα. Πρόκειται για την ιστορία ενός ζωγράφου, του Γιοχάννες, που είναι ερωτευμένος από μικρό παιδί με την γειτόνισσά του Κατερίνα. Το ειδύλλιο ξετυλίγεται στο αρχοντικό της κοπέλας μέσα στο δάσος, σε ένα φαινομενικά ρομαντικό κλίμα, με πολλές ωστόσο αντιξοότητες στην προσπάθεια της αίσιας έκβασής του. Αρχικά, εμπόδιο στέκεται η κοινωνική ανισότητα μεταξύ τους, κατόπιν ο θάνατος του πατέρα της Κατερίνας, που θα δώσει δύναμη στον άρχοντα-αντεραστή του Γιοχάννες και στον σκληρό αδερφό της ώστε να κρατούν το ζευγάρι σε απόσταση και απόγνωση. Οι μόνες στιγμές που ο Γιοχάννες και η Κατερίνα καταφέρνουν να έρθουν κοντά είναι τα παιδικά τους παιχνίδια σε πρώτο στάδιο, όταν εκείνη τον καλεί να προστατέψει μια φωλιά νεοσσών από την απειλή ενός γερακιού που στην πραγματικότητα είναι μπούφος: «Το κιρκινέζι, Γιοχάννες, το κιρκινέζι!». Κατόπιν σε μια κρυφή τους συνάντηση στους θάμνους η κοπέλα θα του δώσει μια χρυσή λίρα για τις σπουδές του στην Ολλανδία ώστε να καταφέρει να επιστρέψει ως καταξιωμένος ζωγράφος. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Γιοχάννες το επιτυγχάνει, βρίσκει το αρχοντικό σε κατάσταση πένθους από την απώλεια του πατέρα και την Κατερίνα μαυροντυμένη και δέσμια του αδερφού και του διεκδικητή της. Το πένθος, ο νεκρός πατέρας, ακόμα και το κιρκινέζι (που είναι τελικά νυχτόβιο ον) των παιδικών τους χρόνων αποτελούν σημάδια θανάτου, παρότι μιλούν για έρωτα ανεκπλήρωτο. Ακόμα και όταν ο Γιοχάννες αναλαμβάνει να ζωγραφίσει το εξαίσιο πορτραίτο της θλιμμένης Κατερίνας- γεγονός που θα τους φέρει ακόμα πιο κοντά- αυτό γίνεται κάτω από το βλοσυρό «βλέμμα» της γυναίκας ενός άλλου παλιού πίνακα. Πρόκειται για το στοιχειό του σπιτιού που καταριέται τους ερωτευμένους, μια και η ίδια είχε αναγκαστεί να παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπούσε και εκδικητικά έπνιξε το μικρό παιδί τους στον νερόλακκο του βάλτου. Ακόμα και όταν οι δύο ερωτευμένοι περνούν μια νύχτα μαζί, ο Γιοχάννες φεύγοντας κρυφά το χάραμα θα διακρίνει από μακριά το σκελετωμένο χέρι της γυναίκας του πίνακα, που είθισται να εμφανίζεται στους μελλοθάνατους. Η συνέχεια θ’ ανατρέψει ασφαλώς τα ρομαντικά σχέδια των δύο νέων για άλλη μια φορά: όταν επιτέλους ο ζωγράφος καταφέρνει να επιστρέψει με την απαραίτητη περιουσία ώστε να ζητήσει σε γάμο την Κατερίνα, την βρίσκει παντρεμένη με κάποιον πάστορα, με τον οποίο μεγαλώνουν ένα παιδί. Ο Γιοχάννες ανυποψίαστος αναλαμβάνει να ζωγραφίσει το πορτραίτο του πάστορα και τότε ξαναβρίσκει τυχαία την Κατερίνα. Μια στιγμή πάθους ανάμεσά τους είναι ικανή να δώσει την ευκαιρία στο μικρό αγόρι ν’ απομακρυνθεί από κοντά τους και να βρει φρικτό θάνατο στον νερόλακκο. Τι ειρωνεία! Ο Γιοχάννες καλείται πλέον να ζωγραφίσει τον πάστορα μαζί με το νεκρό αγόρι, το οποίο αποδεικνύεται γιος του ίδιου του ζωγράφου, δημιούργημα εκείνης της κρυφής ένωσής τους στο αρχοντικό πριν δύο χρόνια!
“Culpa patris” λοιπόν προσθέτει ο ζωγράφος στο πορτραίτο γεμάτος τρυφερότητα και συντριβή.
Καταληκτικά θα λέγαμε πως η συγκεκριμένη νουβέλα αντικατοπτρίζει ενδεικτικά τον κόσμο του Στορμ: μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον γεμάτο λυρισμό και ομορφιά παραμονεύει το ανεκπλήρωτο, ο θάνατος και το εναγώνιο ερώτημα «πως χάνονται τόσο εύκολα οι άνθρωποι;». «ΩΣ ΑΝΘΟΣ ΜΑΡΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΩΣ ΟΝΑΡ ΠΑΡΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ ΠΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» , αναφέρεται ενδεικτικά σε μια επιγραφή χαραγμένη στην εξώπορτα ενός σπιτιού της Χούζουμ. Οι γυναίκες, ακόμα και ερωτευμένες, φορούν μαύρα, πενθούν και κλαίνε με συντριβή δίπλα στα λείψανα των αγαπημένων τους, που ποτέ δεν εγκαταλείπουν το σπίτι. Ζεστές παρουσίες ή διαβολικές- όπως η βλοσυρή γυναίκα του πίνακα- δεν παύουν να περιφέρονται στον χώρο στοιχειώνοντας τις επόμενες γενιές. Ο αδερφός της Κατερίνας για παράδειγμα έχει κληρονομήσει αυτά τα σκληρά μάτια της στοιχειωμένης γυναίκας, ενώ ο νερόλακκος του βάλτου δεν χορταίνει να καταπίνει μικρά και αθώα παιδιά. Μέσα σε κάθε ομορφιά παραμονεύει το «κιρκινέζι», που δυστυχώς ο Γιοχάννες –δηλαδή ο Στορμ- δεν καταφέρνει να νικήσει στο τέλος.
Το έργο αφήνει στον αναγνώστη μια γλυκόπικρη γεύση, καθώς διαβάζεται εύκολα και τον οδηγεί αβίαστα στις περιπλανήσεις των ηρώων μέσα στο αρχοντικό του δάσους. Κι ενώ βιώνει και ο ίδιος την αγωνία του ανεκπλήρωτου έρωτα, της τύχης των αθώων θυμάτων της κατάρας, νιώθει αυτό το σφίξιμο στο στομάχι ως οιωνός του πικρού τέλους. Γεμίζει τα ρουθούνια του από την οσμή του λιβανιού της εκκλησίας με τους νεκρούς στα φέρετρά τους ή στις τοιχογραφίες. Αισθάνεται ριγώντας την ανάγκη τους να μην ξεχαστούν, τον φόβο της λήθης, που διακατείχε τον Στορμ ως το τέλος της ζωής του. Κάτι τελικά που κατάφερε ο ίδιος ν’ αποφύγει, καθώς το έργο του παραμένει ζωντανό και διαβάζεται ακόμα ανάμεσα στα αριστουργήματα της γερμανικής λογοτεχνίας.
0 Σχόλια