–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Edith Sodergran
Η Σουηδική λογοτεχνία του 20ου αιώνα έχει αναδείξει μεγάλα ονόματα στον χώρο της ποίησης. Ιδιαίτερη θέση μέσα σε αυτόν κατέχει η Edith Södergran (1916-1923). Μια φιγούρα που η τραγικότητα της ασθενικότητάς της και – ως εκ τούτου- η επίγνωση του επερχόμενου πρόωρου θανάτου σε αντίθεση με την χειραφετημένη δυναμική προσωπικότητά της, προσέδωσαν μια ιδιαίτερη χροιά στα ποιήματά της.
Η Φιλανδοσουηδή ποιήτρια, γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 4.4.1892 και πέθανε στις 24.6.1923 στη Ραϊβόλα της Φιλανδίας. Πατέρας της ήταν ο Ματίας Σέντεργκραν και μητέρα της η Χελένα Χόλμρους. Έλαβε γερμανική εκπαίδευση στην Αγία Πετρούπολη και έζησε σε πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον. Πέθανε από φυματίωση όπως και ο πατέρας της. Τα ποιήματά της αποτελούν δείγμα μοντερνισμού, καινοτομίας και χειραφέτησης, μια και τολμά να εισαγάγει για πρώτη φορά τον εξπρεσιονισμό, τον συμβολισμό και την ρωσική καινοτομία επηρεάζοντας έτσι δραστικά την λυρική ποίηση της εποχής της μέσα από έναν ευρωπαϊκό αέρα. Τα έργα της – «απρόσεχτα ιχνογραφήματα» όπως τα αποκαλεί η ίδια- μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και έγιναν ευρέως γνωστά («Ποιήματα», (1916), «Η λύρα του Σεπτέμβρη», (1918), «Ανάκατες παρατηρήσεις» (αφορισμοί), (1919), «Ο βωμός του ρόδου», (1919), «Του μέλλοντος σκιά», (1920), και μετά θάνατον «Η χώρα που δεν είναι» [Εναπομείναντα ποιήματα] (1925)).
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της ποιήτριας κύλησε στα σανατόρια της Ελβετίας και στο σπίτι της στο χωριό Ραϊβόλα της Φιλανδίας, όπου ζούσε σε απόλυτη φτώχεια. Αυτό συνέβαλε στην μύησή της στα θαύματα της Φύσης, που αντιμετωπίζει με θρησκευτική ευλάβεια, αυτοσυγκέντρωση και απομόνωση.
Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ
Όταν έρχεται η νύχτα
στέκομαι στα σκαλιά και ακούω,
σμήνος τ’ αστέρια στροβιλίζονται στον κήπο
κι εγώ στέκομαι στα σκοτεινά.
Άκουσε! Ένα αστέρι έπεσε με ένα χτύπο!
Μην περπατάς στην χλόη με γυμνά τα πόδια,
ο κήπος μου είναι γεμάτος με συντρίμματα.
När natten kommer
står jag på trappan och lyssnar,
stjärnorna svärma i trädgården
och jag står i mörkret.
Hör, en stjärna föll med en klang!
Gå icke ut i gräset med bara fötter;
min trädgård är full av skärvor.
Η Φύση κυριαρχεί ως λατρευτικό στοιχείο, αλλά ταυτόχρονα παρεισφρέει η προσωπική της αγωνία, ως υπερκόσμια μελαγχολική μακαριότητα που δίνει η γνώση της παροδικότητας της ζωής της.
Σε άλλα ποιήματα γίνεται ακόμα πιο έντονη η αγωνία και η επιτακτική ανάγκη να ζήσει όσο μπορεί περισσότερο, με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία.
…Είδα τον κύριό μου για πρώτη φορά σήμερα ,
τρέμοντας τον αναγνώρισα αμέσως.
Τώρα νιώθω πια το βαρύ του χέρι στο ελαφρό μου μπράτσο…
Που είναι το ηχηρό, παρθενικό μου γέλιο,
η γυναικεία λευτεριά μου με το κεφάλι ψηλά;
Τώρα νιώθω πια το σφιχτό άρπαγμά του γύρω στο τρεμάμενο σώμα μου
τώρα ακούω τον σκληρό ήχο της πραγματικότητας
να κομματιάζει τα εύθραυστα, εύθραυστα όνειρά μου…
(«Δροσίζει η μέρα προς το βράδυ»)
Jag såg min herre för första gången i dag,
darrande kände jag genast igen honom.
Nu känner jag ren hans tunga hand på min lätta arm …
Var är mitt klingande jungfruskratt,
min kvinnofrihet med högburet huvud?
Nu känner jag ren hans fasta grepp om min skälvande kropp,
nu hör jag verklighetens hårda klang
mot mina sköra, sköra drömmar.
Η λαχτάρα για την ομορφιά της ζωής, όπως αυτή απεικονίζεται υπερβατικά και αλλοιωμένα μέσα από το προσωπικό εξιδανικευμένο πρίσμα της ποιήτριας, δεν την εγκαταλείπει ποτέ. Πάντα θα ψάχνει, πάντα θα ζητά να βρει την πληρότητα, την στοργή και την αγάπη, αν και είναι μόνη και ανίσχυρη μπροστά στο μοιραίο τέλος.
…Λαχταρώ την χώρα που δεν υπάρχει,
γιατί βαρέθηκα να επιθυμώ ό,τι υπάρχει.
Το φεγγάρι μου λέει με ασημένια μυστηριακά σημάδια
για τη χώρα που δεν υπάρχει.
Τη χώρα που ό, τι επιθυμούμε εκπληρώνεται θαυμάσια,
τη χώρα όπου όλες οι αλυσίδες μας σπάζουν,
τη χώρα όπου δροσίζουμε το βασανισμένο μέτωπό μας
με τη δροσιά του φεγγαριού.
Η ζωή μου ήταν μια φλογερή αυταπάτη.
Ένα πράγμα όμως έχω βρει και έχω στ’ αλήθεια κερδίσει:
Το μονοπάτι για τη χώρα που δεν υπάρχει…
(«Η χώρα που δεν υπάρχει»)
Jag längtar till landet som icke är,
ty allting som är, är jag trött att begära.
Månen berättar mig i silverne runor
om landet som icke är.
Landet, där all vår önskan blir underbart uppfylld,
landet, där alla våra kedjor falla,
landet, där vi svalka vår sargade panna
i månens dagg.
Mitt liv var en het villa.
Men ett har jag funnit och ett har jag verkligen vunnit –
vägen till landet som icke är.
Η εσωτερική πάλη της ποιήτριας ανάμεσα στην λαχτάρα της ζωής και την αίσθηση του επερχόμενου θανάτου, μια αντίθεση που υπάρχει στις λυρικές απεικονίσεις της Φύσης και στο «εύθραυστο» της ύπαρξής της, καταλήγει φορτίζοντας συναισθηματικά τον αναγνώστη στην επίγνωση του πεπρωμένου: πως είναι η ανθρώπινη ύπαρξη εφήμερη όπως ένα «άνθος του φθινοπώρου» που σταδιακά μαραίνεται από την αρρώστια και όμως πάντα θα παλεύει ενάντια σε αυτό το πεπρωμένο.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Είμαι το τελευταίο άνθος του φθινοπώρου.
Νανουρήθηκα στο λίκνο του καλοκαιριού,
στήθηκα φρουρός ενάντια στον βόρειο άνεμο,
κόκκινες φλόγες εμφανίστηκαν
στα λευκά μου μάγουλα.
Είμαι το τελευταίο άνθος του φθινοπώρου.
Είμαι ο πιο νέος σπόρος της πεθαμένης άνοιξης:
πόσο εύκολο να είμαι η τελευταία που θα πεθάνω
έχω δει τη λίμνη τόσο όμορφη και γαλάζια,
έχω ακούσει το χτυποκάρδι του πεθαμένου καλοκαιριού,
ο κάλυκάς μου κανέναν άλλο σπόρο δεν κυοφορεί
παρά μόνον εκείνον του θανάτου.
Είμαι το τελευταίο άνθος του φθινοπώρου.
Έχω δει τους βαθείς έναστρους κόσμους του φθινοπώρου,
έχω ατενίσει το φως από μακρινές θερμές εστίες,
είναι τόσο εύκολο να πάρεις το ίδιο μονοπάτι,
θα κλείσω τις πύλες του θανάτου.
Είμαι το τελευταίο άνθος του φθινοπώρου.
Jag är höstens sista blomma.
Jag blev vaggad uti sommarens vagga,
jag blev ställd på vakt mot nordens vind,
röda flammor slogo ut
på min vita kind.
Jag är höstens sista blomma.
Jag är den döda vårens yngsta frö,
det är så lätt att som den sista dö;
jag har sett sjön så sagolik och blå,
jag hört den döda sommarens hjärta slå,
min kalk bär intet annat frö än dödens.
Jag är höstens sista blomma.
Jag har sett höstens djupa stjärnevärldar,
jag skådat ljus från fjärran varma härdar,
det är så lätt att följa samma väg,
jag skall stänga dödens portar.
Jag är höstens sista blomma.
Λέγεται πως χρόνια μετά τον θάνατο της Έντιθ Σέντεργκραν, η τυφλή μητέρα της έδενε ένα σχοινί που ένωνε το πόμολο της πόρτας της με τον τάφο της κόρης της. Έτσι μπορούσε καθημερινά να ακολουθεί αυτό το δρομολόγιο μέσα από τα χιόνια και να απαγγέλει στίχους στο μνήμα της κόρης της. Εκεί κοντά στο φτωχό καλύβι μέσα στο δάσος, όπου πέρασε μεγάλο τμήμα της ζωής της η ποιήτρια, αναζητώντας την θεϊκή διάσταση της Φύσης, παλεύοντας με το ανίκητο τέλος, εξυμνώντας ωστόσο πάντα και ως την τελευταία στιγμή την ομορφιά της ζωής και της αγάπης.
Πηγές: «Σουηδική Ποίηση», εισαγωγή και μετάφραση Πάνου Καραγιώργου, δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Φιλύρα, 2018.
0 Σχόλια