«…Αννέτα μου βοήθεια σε παρακαλώ» φώναξε ξέπνοη η Αγγέλα, ανοίγοντας την μεγάλη τζαμόπορτα του κομμωτηρίου, υπό τα έκπληκτα όμματα τόσο της Αννέτας όσο και των πελατών και υπαλλήλων.
Η Αννέτα αστραπιαία την αρπάζει και βάζει την κεφαλή της στον λουτήρα ακριβώς τη στιγμή που δύο αστυφύλακες εισβάλλουν ορμητικότεροι λέγοντας: «Πού ‘ναι την;»
«Όπα, σιγά όργανο, τι τρόπος είναι αυτός; Φανερό ότι κυνηγάτε κάποιον φουκαρά. Αλλά γιατί θα πρέπει και καλά να τον ψάχνετε σ’ αυτόν εδώ το χώρο;»
«Ζητούμε συγγνώμη, μαντάμ, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να ψάξουμε όλους τους χώρους και κυρίως αυτούς που αφορούν γυναίκες. Ένα βρωμοθήλυκο αναζητούμε, που μαζί με άλλους δυο αλήτες βάλθηκαν να μπογιατίσουν όλους τους τοίχους της συνοικίας με τα γελοία τους graffiti».
«Ας είναι. Ορίστε παρακαλώ, περάστε, να σας ξεναγήσω στους χώρους μου, κρυφούς και φανερούς. Επάνω το πατάρι και κάτω το υπόγειο. Αν και θα ήθελα να δω αν έχετε μια κάποια εισαγγελική άδεια. Δεν πειράζει, το παραβλέπω. Κι’ εσείς ένα καθήκον επιτελείτε και δεν σας αδικώ. Στην διάθεσή σας, λοιπόν. Μόνον επιτρέψτε μου, ετοιμάζω την κυρία για περμανάντ και ήδη έχει περάσει ο χρόνος προετοιμασίας .Φοβάμαι μη και της κάψω τα μαλλί και με τρέχει εμένα στην αστυνομία και με το δίκιο της».
Οι δύο αστυνομικοί, με περισσή ευγένεια, χαιρέτησαν με το χέρι στο γείσο του πηλικίου τους και έφυγαν ζητώντας συγγνώμη για την ενόχληση.
Η Αγγέλα, μισοχεσμένη από το φόβο της όλην αυτή την ώρα της στιχομυθίας, δεν είχε κουνήσει χιλιοστό από τη γούρνα, με το νερό καυτό να τρέχει λίγο, λίγο, επί της κεφαλής της, που θα πρέπει να είχε φουσκαλιάσει από το ζεμάτισμα και όντως να έχει καεί όπως είχε συμπτωματικά αναφέρει η Αννέτα. Σίγουρα θα πλήρωνε ακριβά αυτή τη σωτηρία της με το κεφάλι καψαλισμένο σαν Χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα. Όμως, όπως και να ‘χει, προτιμότερο το μάδημα παρά ο εγκλεισμός της σε κανένα ανήλιαγο κελί του Κορυδαλλού και τα δικαστήρια που θα ακολουθούσαν, με τους δικηγόρους να ζητούν την μάνα και τον πατέρα τους και τα λεφτά από πού να τα βρει;
«Και τώρα λέγε, χμ, αλητάκι μου. Σαν τι σκάρωσες πάλι να ‘ξερα…»
«Άκουσες τι είπε ο μπάτσος, δεν είν’ έτσι; Μας κυνηγούν γιατί ζωγραφίζουμε και όχι μπογιατίζουμε τους τοίχους των σπιτιών».
«Και δεν μού λες, μετρ Ματίς, ρώτησες αν οι άνθρωποι που τους κατέχουν τους τοίχους, γουστάρουν να είναι, ας πούμε ζωγραφισμένοι, με την εικαστική τεχνοτροπία σας;
Βρε συ, ο πατέρας σου πούλησε χωράφια και ελιές που ανήκαν στην οικογένεια αιώνες, για να δώσει σε σένα τα χρήματα να σπουδάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπως ονειρευόταν για το ταλέντο σου και όχι να έρθεις στο Κλεινόν Άστυ για να το παίζεις ‘’κλέφτες και αστυνόμοι’’. Μιλώ ρε συ σωστά, για όχι; Φοβάμαι ότι δεν έπραξα το σωστό, έπρεπε να σε παραδώσω μπας και στα σίδερα έβαζες μυαλό».
«Αννέτα καλή μου, στην τελική εμείς τι κάναμε; Ζωγραφίζαμε. Έγκλημα κάναμε;»
«Μωρέ, ναι. Έγκλημα κάνετε. Αφήσατε τοίχο για τοίχο ανέγγιχτο; Και μόλις σας τέλειωσαν οι τοίχοι, πιάσατε τις μεγάλες λεωφόρους. Καταντήσατε μια μάστιγα της εποχής. Έλεος πια, έλεος. Ναι μεν είστε παιδιά το πλείστον μορφωμένα, αλλά από αισθητικής πλευράς ούτε του νηπιαγωγείου…»
«Μην μας καταδικάζεις χωρίς να ξέρεις ποιο το πιστεύω μας. Πιστεύουμε και οραματιζόμαστε μια πόλη ζωγραφιά. Ανάμεσά μας υπάρχουν τεράστιοι καλλιτέχνες. Είναι μία κίνηση, ένα κίνημα αν θέλεις της νεολαίας, που σαν κάτι το νέο, ξενίζει. Το τι έχει ακούσει ο Πικάσσο και ο Σαλβατόρ Νταλί δεν λέγεται. Τώρα κοσμούν τα μεγαλύτερα Μουσεία του κόσμου.
Ζωγραφίζουμε Αννέτα, ούτε βωμολοχούμε ούτε βρίζουμε κάποιον, είτε φανερά είτε μεταφορικά. Μια καινούργια εικαστική πρόταση είναι, βρε αδερφέ».
«Μπορεί. Μα οφείλετε να σέβεστε και την αντίθετη άποψη του συνανθρώπου σας. Θέλετε ντε και καλά να ζωγραφίσετε τον τοίχο του; Ωραία. Κτυπήστε του το κουδούνι και ρωτήστε τον ευγενικά εάν θέλει και αν σας το επιτρέπει. Αλλά όχι. Η ευγένεια, σας την δίνει. Έχετε μάθει να κάνετε αυτό που εσείς θέλετε, σαν επαναστάτες χωρίς αιτία. Και αυτό, Αγγελική μου, σωστό το βρίσκεις; Δεν είναι. Πώς να το κάνουμε;
Και ας πάρουμε και την πλευρά του θεατή. Γιατί του επιβάλλετε να δει με το έτσι θέλω το έργο σας, στον φρεσκοβαμμένο τοίχο της πολυκατοικίας του; Πλήρωσε τόσα επιπλέον κοινόχρηστα για τον ευπρεπισμό του οίκου του για να τον δει εν μια νυκτί να γίνεται χάλι και θυσία στο βωμό του δικού σας κεφιού; Αυτή η υποχρεωτική θέαση είναι που μου την δίνει. Είπε ποτέ κανένας διάσημος ζωγράφος ή και άσημος ακόμη, ‘’Θα με δείτε ρε σεις θέλετε δεν θέλετε;’’ Όχι. Πηγαίνετε στο Λούβρο ή σε μία γκαλερί και τους βλέπετε, αν το επιθυμείτε.
Τότε, τηρουμένων των αναλογιών να βγουν και οι άλλοι εκφραστές της τέχνης και να διαλαλούν τα έργο τους έτσι χωρίς πρόγραμμα, άναρχα στους δρόμους από τη μια μεριά του πεζοδρομίου ο μουσικός και από την άλλη ας πούμε ο ποιητής ή ο κειμενογράφος με μια ντουντούκα ή και με ηλεκτρονική υποστήριξη και να απαγγέλλει ή να διαβάζει τα κείμενά του. Τρελοκομείο ο βίος μας δεν θε να ‘ταν;
Και επειδή όπως είπαμε γεμίσατε τους τοίχους, τώρα πιάσατε και τις λεωφόρους. Και να δεις που θα έχουμε και αύξηση των τροχαίων, αφού και την σηματοδότηση εδάφους θα καλύψετε σίγουρα. Και πας ολοζούπητος και πέφτεις, αν και καλός οδηγός, πάνω σε ένα δέντρο που, από πού στην ευχή ξεφύτρωσε μπροστά σου ενώ πριν δεν ήταν; Έλα ντε. Μιράκολο, μιράκολο, φυτρώνουν δέντρα ξαφνικά!
Για τέτοια παράνοια ομιλούμε.
Και κείνα τα χρώματα, τα χωρίς λάμψη και φως; Πράσινο του μαραμένου λιβαδιού, γκρι της στάχτης και μαύρο κατράμι της κόλασης! Χάθηκε κάποιο γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας, κάποιο κίτρινο και χρυσαφί του ήλιου και της Άνοιξης; Εμείς οι αδαείς οι περί τα εικαστικά δεν το βλέπουμε σαν εσάς. Κάνετε ό,τι τέλος πάντων κάνετε, δώστε τουλάχιστον στα μάτια μας ομορφιά, που να πάρει η ευχή να πάρει. Για να μην μιλήσουμε για τα θέματά σας. Δήθεν αφηρημένα και ακατανόητα. Άρες μάρες κουκουνάρες. Ελπίζαμε ότι επρόκειτο για μια περαστική μόδα, αλλά αυτή η κολόνια καλά κρατεί αρκετά χρόνια τώρα.
Αυτός ο δεκάρικός μου Αγγελικούλα».
Και η Αγγελική κοίταξε την Αννέτα με ένα ύφος σαν να της έλεγε:
«Α ρε κατακαημένε καραΜήτρο τι να σού πω που, τόσο οι σκέψεις σου, όσο και τα πιστεύω σου, είναι παλαιολιθικά και στάσιμα; ΤΙ να σού κάνω που μένεις συνεχώς στην ίδια τάξη και μόνον πού και πού ξεμυτίζει κανένας μεταξεταστέος; Και εμείς, σ’ αυτόν βασίζουμε όλες μας τις ελπίδες μας και γι’ αυτόν μοχθούμε…»
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Ευχαριστώ Χαρούλα
Δυο γυναίκες διαφορετικές, δυο φωνές αντίθετες, που με επιχειρήματα και με πολλή δόση από το χιούμορ σου Λένα μου, προσπαθεί να πείσει η μία την άλλη. Απολαυστικό το κείμενό σου και όσο για την ιδέα να διανθίζονται οι τοίχοι με ποιήματα ή άλλα έργα τέχνης, τη βρίσκω εξαιρετική. Τα αγαπώ τα graffiti εκείνα τα καλαίσθητα, που έχουν κάτι να πουν, ακόμη κι αν τα έκαναν στον δικό μου τοίχο. Την καλημέρα μου!
Eυχαριστώ Σουλελάκι μου .Σ’ έμένα πάλι δεν αρέσει αυτός ο αχταρμάς ακατανόητων σχημάτων που τις πιο πολλές φορές λόγω έλλειψης χώρουείναι το ένα πάνω στ’ άλλο. Καλό μήνα να ‘χεις.