Χ : (Απότομα) Πού ήσουν;
Ψ: ….
Χ: Σε ρώτησα πού ήσουν.
Ψ: (Η Ψ, μπαίνει μέσα στο σπίτι. Όμως φορά νυχτικό. Αδιάφορα) Γύριζα.
Χ: Μέσα στην πόλη μόνη σου;
Ψ:(γυρνά το κεφάλι αργά προς αυτόν, ανάβει ένα τσιγάρο, τραβά μια τζούρα αργά) Έψαχνα.
Χ: Τι έψαχνες;
Ψ: Έψαχνα εκείνον.
Χ: Πάλι;
Ψ: Ναι γιατί;
Χ: Πρέπει να πάψεις να ψάχνεις. Είμαστε μαζί.
Ψ: (Αδύναμα) Δεν μπορώ. Το ξέρω πως είναι κάπου εκεί έξω.
Χ: (Την πιάνει την ταρακουνά από τους ώμους) Δεν είναι. Ακούς; Δεν είναι.
Ψ: (Έντονα) Όχι.
Χ: (Φωνάζοντας) Δεν είναι σου λέω. Είμαστε μόνο εσύ και εγώ.
Ψ: (Τον χτυπά, με μπουνιές, σε κατάσταση υστερίας) Όχι, όχι, όχι.
Χ: (μαλακώνει και τη χαϊδεύει)
Ψ:(αρχίζουν και τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της). Είναι εκεί, είναι κάπου και με περιμένει. Δεν μπορείς να με εμποδίσεις να τον βρω.
(Ο Χ. την αγκαλιάζει τρυφερά.).
Χ: Αν υπήρχε στ’ ορκίζομαι εγώ θα στον έφερνα εδώ.
Ψ: Δε θα το κανες. Γιατί λες πως μ’ αγαπάς.
Χ: Για αυτό ακριβώς θα το έκανα.
Ψ: (Γεμάτη ελπίδα) Τότε… σε παρακαλώ.
Χ: Καλά… ίσως αύριο. Έλα, πάμε τώρα να κοιμηθούμε.
Ψ: Εκείνος, θα με σήκωνε στα χέρια για να με πάει στο κρεβάτι. Θα είχε ανάψει και τα κεριά.
Χ: (ανάβει δυο κεριά, τη σηκώνει στα χέρια).
Ψ: (τελείως ήρεμη, τον κοιτά στα μάτια και του λέει με ύφος θεατρικό). Κύριε Ντάρσυ, σας ευχαριστώ.
Χ: Δική μου ευχαρίστηση. Λοιπόν;
Ψ: Νόμιζα πως δε θα σας έβρισκα ποτέ να σας πω πως άλλαξα γνώμη… πως δέχομαι.
Χ: (Με ύφος θλιμμένο, προσπαθεί να χαμογελάσει). Με κάνετε το πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο.
_
γράφει η Έφη Γεωργάκη
0 Σχόλια