Μόνικα Οχέδα
Εκδόσεις Σκαρίφημα 2020
Μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Mandίbula: σαγόνια, κοφτερά θηλυκά ματωμένα σαγόνια. Αντίστοιχα με τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, έτσι και σε αυτό το μυθιστόρημα κύρια ιδέα είναι η μητέρα που τρώει την κόρη και αντίστροφα. Μια σοκαριστική βουτιά στην διαδικασία της ενηλικίωσης με επίκεντρο την εφηβεία, γεμάτη υπερβολές, εκκρίσεις, ιδρώτα και αίμα. Εκεί ακριβώς όπου ο κανιβαλισμός αποτελεί την υπέρτατη έκφραση σεξουαλικής ηδονής!
Η αφήγηση ξεκινά in media res, όταν η έφηβη Φερνάντε πέφτει θύμα απαγωγής και βρίσκεται επί μέρες δεμένη σε μια καλύβα στο δάσος, εντελώς παραδομένη στο έλεος των σωματικών της λειτουργιών, δέσμια της καθηγήτριάς της Κλάρας. Από το σημείο αυτό ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας παρέας κοριτσιών που φοιτούν στο ιδιωτικό Δίγλωσσο σχολείο Δέλτα, φημισμένο για τις καθολικές ιδέες και την αυστηρότητά του. Απέναντι σε αυτό το περιβάλλον, που μοιάζει συχνά με το οικογενειακό (η Ανελίσε για παράδειγμα κακοποιείται συστηματικά από την θρησκόληπτη, σαδιστική μητέρα της) αντιτίθεται ο δικός τους κόσμος, αυτός του Λευκού Θεού. Ο αρχέγονος αυτός Θεός ταυτίζεται με τον κοσμικό τρόμο και το απόλυτο λευκό χρώμα, ή καλύτερα την έλλειψη χρώματος, και κατ’ επέκταση με τον θάνατο. Η λατρεία του καλλιεργήθηκε από τις νεαρές μαθήτριες που -μετά το σχολείο- έβρισκαν καταφύγιο σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, όπου ένιωθαν επιτέλους ελεύθερες να εκφραστούν όπως επιθυμούσαν. Σε αυτόν τον χώρο λοιπόν επιδίδονταν σε μια σειρά από δοκιμασίες που τις έφταναν στα άκρα φλερτάροντας με τον απόλυτο κίνδυνο: σχοινοβασία στην άκρη των πάνω ορόφων, παιχνίδια με τα διερχόμενα ερπετά, και κυρίως πειραματισμοί μεταξύ τους με γλείψιμο, σαδισμό, ταπείνωση, πρόκληση πόνου με κάθε τρόπο (με το δάγκωμα στην ύψιστη μορφή της σαδιστικής ηδονής). Ανάμεσα σε αυτά τα τελετουργικά λαμβάνει χώρα η λατρεία του Λευκού Θεού σε ένα κατάλευκο δωμάτιο χωρίς παράθυρα, όπου τα κορίτσια (κυρίως η Ανελίσε) αφηγούνται τρομαχτικές ιστορίες και επιδίδονται γονατιστές στην επίδειξη απόλυτης υποταγής στον αρχέγονο Θεό τους, στον κυρίαρχο της λευκής τους ηλικίας. Η μεταμόρφωσή τους σε γυναίκες πραγματοποιείται επώδυνα μέσα από βία, ιδρώτα και αίμα, ενώ η σεξουαλικότητά τους ξυπνά σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και να ισοπεδώσει τα πάντα. Ο οργασμός εύστοχα παρομοιάζεται με οπτασία λευκού θανάτου και απόλυτη παράδοση σε αυτόν. Τα κορίτσια, με κυρίαρχες μορφές τις δύο κολλητές/αδερφές Φερνάντε και Ανελίσε, εισχωρούν βαθιά στις πιο σκοτεινές πτυχές της ύπαρξής τους μέσα από μια σαδομαζοχιστική και άκρως κανιβαλιστική σχέση που δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο «αλληλοφάγωμα».
« Δέηση στον Λευκό Θεό:
Θεέ-μητέρα- περιπλανώμενη-μήτρα/ σου ανοίγομαι/ σου παραδίδω το κρανίο από γάλα/την αγνότητά μου/ τα δόντια μου/την πείνα μου/ σου παραδίδω τους φόβους μου/κάνω μαζί σου τον φόβο ναό/ σου ανοίγομαι/μαζί θα λατρέψουμε το κοφτερό σου σαγόνι/σου ανοίγομαι/στάζοντας/πιτσιλώντας /την αγωνία μου/ Λευκέ Θεέ/ στο απαγορευμένο/στην κηλίδα σου/ σου ανοίγομαι».
Απέναντι σε αυτήν την τρομαχτική ομάδα της λευκής ηλικίας ορθώνει το ανάστημά της η Κλάρα, η καθηγήτρια της Λογοτεχνίας και της Γλώσσας στο Δίγλωσσο σχολείο Δέλτα. Μια γυναίκα βαθιά διαταραγμένη, βυθισμένη στις αγχώδεις διαταραχές της που παλεύει να κρατήσει μακριά από τις μαθήτριές της τις νευρώσεις της. Έχοντας μάλιστα στο παρελθόν της μια πολύωρη σαδιστική απαγωγή από άλλες μαθήτριες, ο πανικός της κορυφώνεται καθώς παραδίδεται στην δική της σκοτεινή δίνη νιώθοντας την απόλυτη απειλή από τις έφηβες, με τις οποίες ωστόσο έχει κάποια κοινά στοιχεία. Η Κλάρα έχει «φάει» την νεκρή τυραννική μητέρα της, καθώς την κουβαλάει μέσα στο μυαλό της αν και νεκρή πια, ντύνεται σαν αυτήν, περπατά και στέκεται με σκολίωση όπως ακριβώς έκανε εκείνη. Άλλη μια σχέση κανιβαλισμού με την μητέρα, που προβάλλεται πλέον στις μαθήτριές της, μια και ως καθηγήτρια είναι η δεύτερη μητέρα τους. Όταν λοιπόν απαγάγει την Φερνάντε την οδηγεί στα άκρα, όπως τα βίωσε και η ίδια στο παρελθόν από την κακοποιητική μητέρα και τις απαγωγείς της. Όλες οι λειτουργίες του σώματος αποδίδονται γήινα, ρεαλιστικά, σαδιστικά και ηδονικά: το δέσιμο, το κατούρημα πάνω στην καρέκλα και μέσα από τα ρούχα, οι πληγές στα άκρα, η πείνα, ο πόνος, η απελπισία, η επερχόμενη απειλή του θανάτου.
Η διήγηση εκτυλίσσεται μέσα από διαφορετικά χρονικά επίπεδα με εξαιρετική μαεστρία, στο παρόν κυρίως αλλά με αναδρομές, ενώ η εστίαση ποικίλει. Πότε είναι τριτοπρόσωπη, πότε πρωτοπρόσωπη σαν εξομολόγηση (όταν ζωντανεύει με τρομαχτικό τρόπο κάποιο πρόσωπο), ενώ την αφήγηση διανθίζουν οι διάλογοι ανάμεσα στα κορίτσια, στην Κλάρα και στον ψυχαναλυτή της Φερνάντε, καθώς και μια μακροσκελής παράδοξη επιστολή. Σταδιακά η ψυχαναλυτική συνεδρία μετατρέπεται σε παραλήρημα, ενώ ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνει για να καταλήξει ασθμαίνοντας στον απόλυτο τρόμο/πόνο. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσε ο αναγνώστης τόσο κοντά σε κάθε σκοτεινή -ή μάλλον εκτυφλωτικά λευκή – πτυχή του οσμιζόμενος το αίμα και τον ιδρώτα του βασανισμού με μια ηδονική ανατριχίλα να τον διατρέχει παράλληλα. Η σύλληψη του έργου αλλά και η απόδοσή του πραγματικά εκπλήσσουν με την πρωτοτυπία και την αρτιότητά του. Η Μόνικα Οχέδα με ανελέητο τρόπο διαλαλεί πως τα θηλυκά σαγόνια πάντα δαγκώνουν, ξεσκίζουν, διαμελίζουν αυτούς που αγαπούν. Κυρίως αυτούς και κυρίως τα θηλυκά σαγόνια, όπως ο κροκόδειλος κρατά τα μικρά του μέσα στα σαγόνια του για να τα προστατεύσει.
Απόσπασμα από τον διάλογο Φερνάντε – Ανελίσε για τον θάνατο του μικρού αδερφού της πρώτης, Μάρτιν.
«Φ. Τότε κατάλαβα ότι ήθελα να του δείξω πως είναι να είσαι νεκρός.
Α. Τον βούτηξα από τα μαλλιά και τον έσυρα μέχρι το κύμα.
Φ. Και σκέφτηκα «θα μου χαρίσω έναν νεκρό».
Α. Του είπα: «θα σου χαρίσω έναν νεκρό» και του βύθισα το κεφάλι στο νερό.
Φ. Το κεφάλι του ήταν μικρό σαν μάνγκο και το χτύπησα στο χείλος της πισίνας για να σκορπίσει η γλύκα του.
Α. Επειδή δεν σταματούσε να κουνιέται έσφιξα τον λαιμό του κάτω από το νερό.
Φ. Ο ψυχαναλυτής μου λέει ότι είναι φυσιολογικό.
Α. Κάρφωσα τα νύχια από τους αντίχειρές μου στον βαμβακένιο του λαιμό. Τον ροδακινέ νιο του λαιμό.
Φ. Ο ψυχαναλυτής μου λέει ότι είναι απολύτως φυσιολογικό.»
0 Σχόλια