Ημέρα 1η
Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Όσοι δεν ήταν στα κρεβάτια τους μείναν να συζητούν γύρω από τυφλωμένες λέξεις. Τα φώτα του δρόμου ακολουθούσαν την κιθάρα του Bob Dylan. Αλλάζαν συνεχώς τα σχέδια της νύχτας. Κι αυτή δυσκολευόταν να γράφει μηνύματα στους τοίχους με σκοτάδι. Με τύλιγε ακόμα η αίσθηση μιας ημιτελούς εφηβείας. Κι έτσι μου χαμογέλασε η γυναίκα που αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά. Για να ακούγεται το κύκνειο άσμα της σελήνης. Της έδωσα ένα λευκό χαρτί. Επάνω του ζωγράφισε το πρόσωπό μου. Στα μάτια έβαλε το χρώμα των ματιών της.
Ημέρα 2η
Ύστερα έλιωσε το δέρμα μου. Το έχυσα σε μία σάπια υδρορροή. Έπεσα απ’ το μπαλκόνι δίχως δέρμα. Σαν νόθος γιος του καλοκαιριού. Ο αέρας μύριζε ιώδιο. Η πόλη έφευγε απ’ τους ανθρώπους. Μάλλον την είχαμε κουράσει. Και προτιμάει τώρα να ξυπνά στην αγκαλιά του κάθε αγνώστου.
Ημέρα 3η
Βρισκόμουν ακόμα κάτω απ’ τη σκιά. Των ρούχων που ήθελα να κάψω. Να πετάξω στη θάλασσα. Να σκίσω και να ρίξω τα κομμάτια από το πιο ψηλό βουνό. Μόλις είχα βγάλει τα γυαλιά απ’ τις πατούσες μου. Ένα αδέσποτο σκυλί άρχισε να γλείφει τις πληγές. Το αγκάλιασα και είπα για τα κέρματα που πέταξα στ’ αστέρια. Τώρα γύριζαν στα χέρια μου το ένα μετά το άλλο. Η παρουσία του ανθρώπου που δε γνώριζα γινότανε πιο αισθητή. Απ’ το οτιδήποτε. Λες και αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Λες και ζούσε μια δίδυμη ψυχή μέσα στο σώμα μου. Που το τραγούδι της με μάγευε. Κάνοντάς με να πετώ τα κέρματά μου όλο και πιο μακριά.
Ημέρα 4η
Προχώρησα με δυσκολία στον σκοτεινό διάδρομο. Μέχρι να φτάσω στο δωμάτιο της γυναίκας που αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά. Για να ακούγεται το κύκνειο άσμα της σελήνης. Ήθελα να τ’ ακούσω δίπλα της. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μόλις με είδε σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, φόρεσε τα σανδάλια της και άφησε στο κομοδίνο την πρώτη μας φωτογραφία: ήμασταν φοιτητές. Είχαμε μόλις τελειώσει το δεύτερο έτος. Τα όνειρά μας ήταν κόκκινα. Σαν τις βαθιές αναπνοές που μας ξεβράσανε σ’ αυτό το καλοκαίρι. Είμαι κατάδικος να μείνω πάντα εδώ, της είπα. Εκείνη άπλωσε τα χέρια προς το μέρος μου. Ανεβήκαμε στο περβάζι και χορέψαμε. Σε λίγο τα πάντα εξαϋλώθηκαν. Μείναμε οι δυο μας να επιπλέουμε. Κάτω απ’ το ετοιμοθάνατο φεγγάρι.
_
γράφει ο Χρήστος Κάρτας
0 Σχόλια