«Η γκαρσονιέρα είναι διαμπερής, μικρή οικοδομή είμαστε, το βλέπετε! Καινούργια δεν είναι, καλοδιατηρημένη όμως την έχω. Ανατολικά βλέπει η κουζίνα και το καθιστικό, νότια με θέα τον κήπο μας το υπνοδωμάτιο. Όλη μέρα ήλιο θα έχετε!»
Με δεδομένο πως προσανατολίζομαι σε έναν τόπο αφού περάσει καμιά δεκαετία και βάλε, η ιδιοκτήτρια, μια εξηντάρα εύσωμη νοικοκυρά, ορθά το ξεκίνησε από τον προσανατολισμό. Δεκαετία στην Τρίπολη δεν είχα πρόθεση να περάσω. Θα έπαιρνα θέση επιμελητή, μόνο σε επαρχιακό νοσοκομείο προκηρύσσονταν θέσεις και θα ξαναγύριζα στον πολιτισμό, με μια μεταθεσούλα, θα έκανα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Οικογένεια και φίλοι, πανεπιστήμιο και Ιωάννα, όλοι τη δέχτηκαν την Τρίπολη γιατί είναι κοντά στην Αθήνα, ούτε τρεις ώρες με λεωφορείο. Η μάνα μου μόνο στράβωσε τη μύτη της.
«Βλάχοι! Συμφεροντολόγοι και βλάχοι…»
Θεώρησα πως κατέχει το θέμα, σαράντα χρόνια παντρεμένη με τον πατέρα μου και η γόβα της δεν πάτησε την αρκαδική γη. Την δε περιουσία του παππού μου στο χωριό –Μερκοβούνι Τεγέας- την πούλησαν κοψοχρονιά, σε κάτι άγνωστα ανίψια. Έτσι έγινε κι εγώ ήρθα στα πατρώα εδάφη, στα τριάντα φεύγα μου και από σπόντα.
Περιεργάστηκα την γκαρσονιέρα, πρώτη φορά σε δικό μου σπίτι, τριάντα έξι χρονών γαϊδούρι, με είχε δασκαλέψει η μάνα μου τι να κοιτάξω, για να ‘ρθουν κοντά ούτε που το συζήτησαν με τον πατέρα μου. Είχαν να καθαρίσουν και το εξοχικό τους στη Σαρωνίδα, Μάης μπήκε. Παλιούτσικη ήτανε η γκαρσονιέρα, φθαρμένες οι σανίδες του πατώματος στο υπνοδωμάτιο και μωσαϊκά πράσινα στο σαλόνι, από εκείνα που έβαζαν στα σπίτια το εξήντα, για να γυρίσει ο Στάθης Ψάλτης βιντεοταινία το ’80 ό,τι έπρεπε. Η σπιτονοικοκυρά, ως κυρία Αφροδίτη συστήθηκε, είχε απορίες.
«Φοιτητής στην παιδαγωγική ακαδημία;»
Το ήξερα πως μικρόδειχνα, αλλά όχι κι έτσι.
«Μπα, πού τέτοια τύχη! Με φάγανε οι μεγάλες ιδέες της μάνας μου, έγινα γιατρός. Από βδομάδα θα δίνω παρόν στο ωραίο σας το ψυχιατρείο, καθότι ψυχίατρος. Καλά που θα ‘μουνα στο δημοτικό με τα πιτσιρίκια!»
«Εμ δεν θα ‘σουν, ποιος να πει το αντίθετο; Στο τρελάδικο, ε; Ο καθένας με το ριζικό του, και κάνε υπομονή!»
Οι ρυτίδες στο αφράτο πρόσωπο, λίγες και φιλικές, ίσα για να δείχνουν την ηλικία, παραμέρισαν στο χαμόγελο της. Μάτια γαλάζια, φωτεινά, αγέραστα. Από σπίτια δεν καταλάβαινα αλλά τουλάχιστον γνώριζα τι είδους ανθρώπους προτιμάω. Η γκαρσονιέρα, ισόγειο και οδός Υψούντος, μου κατοχυρώθηκε, με δόξα και τιμή. Και δυο ενοίκια μπροστάντζα.
Αν μ’ έμαθαν ένα πράγμα οι σπουδές μου της ψυχιατρικής είναι πως ψυχίατρος χωρίς επόπτη είναι χαμένη υπόθεση. Όχι πως τους ένοιαζε να είμαι καλός γιατρός στο ψυχιατρείο της Μάκρης, μια σιδερόφραχτη φυλακή, παλιό σανατόριο που είχε χτιστεί στη μέση ενός ορεινού παράδεισου, δάσος και βουνό τόσο, που νόμιζες πως βρισκόσουν κεντρική Ελβετία. Εμένα όμως με ενδιέφερε να είμαι χρήσιμος, στο ψυχιατρείο, στους ασθενείς μου. Κι η κυρά-Αφρούλα, έγινε ο απρόθυμος επόπτης μου.
Ντριιιν…
Εγώ είμαι που χτυπάω το κουδούνι της στις έξι το πρωί. Παιδιά-σκυλιά δεν υπάρχουν, μόνο φωτογραφίες χαμογελαστές και παλιές, στον σχολαστικά ξεσκονισμένο μπουφέ στο σαλόνι. Δεν ρωτάω ποτέ κι η Αφρούλα το εκτιμάει αυτό το διακριτικό μου. Ανοίγει με τη νυχτικιά της.
«Τέλειωσε η εφημερία», λέω.
«Να πάει στο καλό της, έξι το πρωί τελειώνουν οι εφημερίες;»
«Ναι. Και δεν μπορώ να κοιμηθώ μετά, το ξέρεις.»
«Εγώ πάλι είμαι μεγάλη γυναίκα και δεν πρέπει να πετάγομαι από τα κουδούνια που χτυπάνε αξημέρωτα, αλλά ποιος νοιάζεται;»
Αυτός είναι ο αγαπημένος μας διάλογος.
Σε διάφορες εκδοχές έχει επαναληφθεί σε όλες σχεδόν τις εφημερίες που έχω στο «τρελάδικο», διότι η Αφρούλα είναι πλήρως ενημερωμένη για το τι κάνω εκεί μέσα και περιμένει, ξύπνια βεβαίως, πότε θα τελειώσω, να γυρίσω σπίτι, για να της πω πως πήγαν οι «έρμοι» οι ασθενείς μου. Τους λέει έρμους, ακόμα κι όταν έχουν οικογένεια. Η Μάσιγγα, ο Κιαμίλης, ο Γιώργος ο Σύρμας.
Περνάμε στην κουζίνα της, που έχει άνετο καναπέ γωνία, φάτσα στο παράθυρο να βλέπουμε στο δρόμο τους πρωινούς διαβάτες. Πάνω στο ξύλινο τραπέζι έχει το τασάκι, καθαρό από τα τσιγάρα που καπνίσαμε χτες και σε λίγο, θα φτιαχτούν και δυο μερακλίδικοι βαριοί καφέδες, με την κυρα-Αφρούλα τους παράτησα τους εσπρέσσο και γύρισα στην παράδοση.
Σου μίλησε ο Κιαμίλης, Νίκο;»
«Όχι Άφρω μου, τίποτα δεν έχω καταφέρει, ο άχρηστος. Το ιστορικό του, δε με βοηθάει, ένα ατύχημα έγινε και σκότωσε μια γυναίκα. Καταποντίστηκε. Άχνα δε βγάζει. Επαφή με την πραγματικότητα δεν έχει. Από πού να πιαστώ;»
«Νέο παιδί, κρίμα είναι. Όλη την ώρα να του μιλάς, έχεις τον τρόπο σου εσύ. Μην τα παρατάς!»
«Δεν ξέρεις πόσο καλό παιδί είναι, ένας άγγελος.»
«Με εκείνη τη μικρούλα τη Μάσιγγα τι γίνεται;»
«Α, αυτή καλύτερα πάει. Δηλαδή μια χαρά είναι. Χαρούμενη φύση, πήγε ο ηλίθιος ο πατέρας της και την πάντρεψε με έναν παραλή, έπαθε ταράκουλο το κορίτσι, αλλά ακόμα και μέσα στο ψυχιατρείο μας, συνήλθε. Το θέμα μου είναι τι θα γίνει άμα την αφήσω να γυρίσει στην οικογένεια της, πάλι θα θέλουν να την δώσουν στον γαμπρό.»
«Τόσο κρετίνοι λες;»
«Έλληνες του εξωτερικού, Αφρούλα, τα μυαλά τους είναι σταματημένα προπολεμικά, τότε που δίνανε τα κορίτσια με πλειστηριασμό. Δεκαοχτώ χρονών την παντρέψανε με το γέρο. Ήταν άτυχο παιδί η Μάσιγγα.»
Έφερε τους καφέδες μας, έκατσε απέναντι κι άναψε τσιγάρο πριν βάλει την πρώτη γουλιά στο στόμα της. Βγήκε κι ο ήλιος που κρυβόταν από το διώροφο στο τέρμα του δρόμου και στεφάνωσε το κεφάλι της Αφρούλας, το ανοιχτό ξανθό, η χρωματοβαφή που αγαπάνε οι γυναίκες της εμμηνόπαυσης, ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό το κακό με τα ανέκδοτα για ξανθιές. Σκεφτόταν. Κράταγε τον καπνό στα πνευμόνια της όταν σκεφτόταν. Ξεφύσηξε, ήλιος και καπνός συναντήθηκαν, φωτεινή άχλη στις ξεχτένιστες μπούκλες της, ίσως όμως και να έβλεπα τις σκέψεις της να φωτίζουν την κουζίνα της.
Η Αφρούλα μίλησε κι εγώ έκανα όπως μου είπε.
Την Κυριακή, το είχα κανονίσει να πάνε εκδρομή στην εξοχή οι ασθενείς μου, μπέρδεψα πτέρυγες, άντρες, γυναίκες και διαγνώσεις, έβαλα την Μάσιγγα να κάτσει στο λεωφορείο, δίπλα του Κιαμήλη, φόραγε ένα φουστάνι άσπρο με κόκκινο κι είχε κάνει πλεξίδα τα μαλλιά της, χάρμα ήταν. Στο εξοχικό κέντρο που καθίσαμε για φαγητό, έβαλε η Μάσιγγα ένα κομμάτι από το μουσακά της στο πιάτο του. Το έκοψε μικρά κομμάτια και τον τάισε. Έκανα νόημα στη νοσοκόμα που τους πλησίασε να κάνει πέρα. Ο Κιαμήλης κοίταγε τα λουλούδια που άνθιζαν ολόγυρα.
Μάης πάλι!
Τηλέφωνο η μάνα μου με έπαιρνε δυο φορές την ημέρα και τα έξι χρόνια που ήμουν διορισμένος στην Τρίπολη. Τα τελεσίγραφα, όμως, μου τα έστελνε πάντοτε σε γράμμα. Κι εκείνο ήταν το τελευταίο τελεσίγραφό της και το ‘ξερα. Μύριζε απειλή ακόμα και ο φάκελος. Το άνοιξα:
«Σου βρήκαμε θέση, στο Αιγινήτειο, σου βρήκαμε θέση στο Δαφνί, σε όποια ψυχιατρική πτέρυγα υπήρχε στο λεκανοπέδιο, κατουρημένες ποδιές φιλήσαμε και δεν τις καταδέχτηκες. Αυτή είναι η τελευταία μας. Θέση κομμένη πάνω σου, προϊστάμενος. Δικαίωμά σου να μη δεχτείς, μείνε στους κωλόβλαχους. Όμως σου ορκίζομαι, στη ζωή του πατέρα σου, πως αν δεν τσακιστείς να ‘ρθεις, με τα χέρια μου θα την παντρέψω την Ιωάννα και το διαμήνυσα και σε εκείνη και στον πατέρα της, δεν θα μείνει ανύπαντρη η κοπέλα να σε περιμένει, ρεμάλι».
Πρωί ήταν, ανέβηκα τις σκάλες, με κλειδί δικό μου άνοιξα και πήγα στην κουζίνα της Άφρως να φτιάξω καφέ. Μ’ άκουσε που χαρχάλευα και σηκώθηκε.
«Να σου φτιάξω καφέ», είπα.
«Να ‘σαι καλά!»
«Τσιγάρο Αφρούλα, δεν σ’ αφήνω ν’ ανάψεις, μας πήρε στο λαιμό του ο διάολος.»
Ξανθές μπούκλες δεν υπήρχανε, τέρμα η περμανάντ, το πήρε απόφαση και τις κούρεψε όταν κατάλαβε κατά που το πήγαινε η χημειοθεραπεία. Γλόμπος το κρανίο. Η μούρη της βέβαια πάντα όμορφη, με τα μάτια της σαν ουρανός ξάστερος. Έκανε πως δε μ’ άκουσε, άναψε τσιγάρο και κόρωσε ο τόπος, ούτε τη μυρωδιά του δεν ήθελα πλέον.
«Τώρα τι θα γίνει;»
«Έχει δίκιο η μάνα σου Νίκο.»
Όχι που δεν θα ‘χε!
Τώρα τι θα γίνει;
Φορώντας ένα γαλάζιο μαντήλι στο κεφάλι, έκανε η Αφροδίτη την πρώτη της επίσκεψη στο ψυχιατρείο της Μάκρης. Είχα μιλήσει στον Κιαμήλη, είχα μιλήσει στην Μάσιγγα, ήξεραν. Εγώ μόνο δεν ήξερα. Ήμασταν οι τέσσερις μας στο στενάχωρο το γραφειάκι μου, ίσα που χωράγαμε.
Δυο μέτρα ψηλός ο Κιαμήλης, ανοικονόμητος! Η Μάσιγγα είχε γίνει γυναίκα πια. Στρώθηκε η Αφρούλα ανάμεσα τους χωρίς να ρωτήσει. Τους είχα πει από καιρό πως εκείνη ήταν η προξενήτρα τους, ήθελαν να τη γνωρίσουν τα παιδιά. Η Αφρούλα το ανέβαλε αλλά τώρα είχαν τελειώσει τα ψέματα. Το διαζύγιο της μικρής είχε βγει. Σε ένα μήνα, το Μάη, παντρεύονταν. Εγώ θα έφευγα.
Την κοίταζε ώρα η Μάσιγγα και κούναγε το κεφάλι της πέρα δώθε. Η πλεξίδα της πηγαινοερχόταν.
«Εσύ είσαι θεία;»
«Εγώ μαθές είμαι, παιδί μου, Μάσιγγα.»
Έμπλεξαν τα χέρια τους και δε λέγανε να χωρίσουνε. Κλαίγανε, γέλαγαν και όσα λέγανε δεν τα καταλάβαινα. Όταν συγκινιόταν η Μάσιγγα, μίλαγε κάτι βλαχαδερά ελληνικά, αυτά ήταν τα φυσικά της, της τα ‘μαθαν οι γονείς της, μετανάστες στο Αμέρικα από το χωριό τους τη δεκαετία του εξήντα και απόφοιτοι τετάρτης δημοτικού. Μου εξήγησαν μετά. Κάμποσα καλοκαίρια το έστελναν το παιδί στην Ελλάδα κι έμενε στην θεία της την Φωτεινή, την καρδιακιά φιλενάδα της Αφροδίτης. Υπήρχε σχετική φωτογραφία στον μπουφέ, δυο ξανθιές με παρδαλά ρούχα της δεκαετίας του εβδομήντα να υπομειδιούν, φόντο το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στο πεδίο του Άρεως. Το παιδί στο ποδήλατο με τις βοηθητικές και με τους φιόγκους στο κεφάλι ήταν προφανώς η δική μου η Μάσιγγα. Χαρά εγώ, χαρά η Μάσιγγα, κι ο Κιαμήλης με την συνάντηση με την Αφρούλα. Η θεία της κοπέλας είχε πεθάνει νέα, πριν πολλά χρόνια σε αυτοκινητιστικό. Αν ζούσε η Φωτεινή, μορφωμένη γυναίκα ήταν, δεν θα άφηνε την αδερφή και το γαμπρό της, να κάνουνε τέτοια παλιανθρωπιά στην κόρη τους.
«Γιατί δε μου πες τίποτα;», ρώτησα την Αφροδίτη όταν φύγανε από το γραφείο μου τα παιδιά με τα μάτια τους δακρυσμένα και χαρούμενα, που είχανε επιτέλους άνθρωπο δικό τους να υποστηρίξει την αγάπη τους.
«Τι να σου πω, καμάρι μου;»
«Πως γνώριζες τη Μάσιγγα. Πως με καθοδήγησες για να κάνω ότι γίνεται για να σωθεί το κορίτσι, να μη γυρίσει στους γονείς.»
«Παράγγειλέ μου έναν καφέ, έχετε κυλικείο εδώ μέσα, δεν έχετε; Ξεράθηκε το στόμα μου.»
Έβγαλε το μαντήλι να πάρει αέρα το κεφάλι της.
«Άμα μπούνε οι συνάδελφοί μου εδώ μέσα και σε δουν, καρκινοπαθή να καπνίζεις σέρτικα, θα με πιάσουν στο στόμα τους, δε με ξεπλένει ο Ιορδάνης. Θα πω να σου στύψουν πορτοκαλάδα.»
«Να μη σε νοιάζει τι λέει ο κόσμος. Χρωστάει καλή κουβέντα νομίζεις; Και που να δεις τι θα πούνε σε λίγο καιρό…
«Γιατί δεν μου τα λες κι εμένα που δεν καταλαβαίνω, θα φύγω σε λίγες μέρες.»
«Δίκιο έχεις, δεν καταλαβαίνεις. Εδώ είναι μικρός ο τόπος. Ο μικρός τόπος τον σκλαβώνει τον άνθρωπο. Δεν είναι μονάχα που όλοι γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, τα μυστικά του. Είναι που σχετιζόμαστε παράξενα, σαν να έχει συρματόπλεγμα ο τόπος γύρω, κι εμείς μαντρωμένοι σε τούτο το κοτέτσι που είναι η Τρίπολη. Και πάλι όμως ο καθένας δρα κατά τη συνείδησή του…»
Την κοίταζα αποσβολωμένος.
«Κλείσε το στόμα σου και άκουσε με. Εγώ τα ξέρω κι όταν πεθάνω θα τα πάρω στον τάφο μου αυτά που θα ακούσεις. Έκανες καλά τον Κιαμήλη και σου μίλησε το παιδί. Ξέρεις πως σκότωσε μια γυναίκα με τ’ αμάξι. Έτσι του ‘στριψε η βίδα. Το ‘χεις καταλάβει φαντάζομαι, ήταν η Φωτεινή, η θεία της Μάσιγγας. Η φιλενάδα μου, η αδερφή μου. Τελευταία της κουβέντα στο νοσοκομείο «Δεν έφταιγε το παιδί, εγώ βγήκα στο δρόμο χωρίς να κοιτάξω, δεν έφταιγε!». Όταν τα κανόνισε ο διάολος να μου τα λες όλα σου τα πεπραγμένα, όταν κατάλαβα πως αυτά τα δυο παιδιά βρέθηκαν, όταν….»
«Καλά τα κανόνισες Άφρω μου. Δεν χρειάζονται άλλα λόγια, μια χαρά τα κανόνισες.»
Μπήκε ο καφετζής με μια πορτοκαλάδα στο δίσκο.
«Δεν πρέπει να μάθει τίποτα ο Κιαμήλης. Ούτε η Μάσιγγα. Μικρός τόπος!»
«Δεν θα μάθουν.»
«Έχω ετοιμάσει τη διαθήκη μου. Όλη η περιουσία μου, πάει στους δύο τους. Ας τους αφήσει ο Θεός να ζήσουνε άρχοντες. Τα έχω τακτοποιήσει. Εσύ θα υπογράψεις μάρτυρας, ότι έχω «σώας τας φρένας», πως με εξέτασες. Υπάρχουνε κάτι συγγενείς, έβδομης γενεάς, θα πέσουν να τα φάνε τα κακόμοιρα.»
«Τίποτα δεν θα τους κάνουν! Έχεις το λόγο μου.»
Ήπιε την πορτοκαλάδα και δεν άναψε τσιγάρο. Γέλασαν τα μάτια της με την έκπληξή μου.
«Ποιος ξέρει βέβαια! Μπορεί και να δώσει ο Θεός να ζήσω. Να δω να κάνουν και τίποτα εγγόνια…Της Φωτεινής τα εγγόνια.»
_
γράφει η Μένια Παπαδοπούλου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια