“Η Λάουρα που φημιζόταν για την αρετή της, και τόσο πολύ την ύμνησα στα ποιήματα μου, εμφανίστηκε στα μάτια μου για πρώτη φορά την εποχή της ανθισμένης νεότητάς μου, εν έτη 1327, στις 6 Απριλίου το πρωί στην εκκλησία Saint-Claire d’ Avignon”
Πετράρχης
–
γράφει ο Άκης Παρισιάδης
–
Έσερνα το στυλό μου με μια μονότονη κίνηση πάνω στη λευκή σελίδα. Αν τον πίεζα αποτύπωνε πάνω γράμματα που έπρεπε να αποδείξουν το αυτονόητο: Ότι η Λάουρα δεν υπήρξε ποτέ. Θα ήταν ίσως πιο εύκολο να έλεγα πως ούτε ο Πετράρχης έζησε κάποτε, αλλά τα γραπτά του αυτόματα θα απέρριπταν κάθε συλλογισμό μου.
Μερόνυχτα μελετούσα τη ζωή του ποιητή. Είχα αποκοπεί από τις εξωτερικές φροντίδες των κοινωνικών μου υποχρεώσεων και μαχόμουν με τις ενδείξεις. Έπρεπε να τις αποσπάσω από τα φαινόμενα και να τις παρουσιάσω ως αλήθεια. Απομονώθηκα. Έβρισκα, αλλά δεν αποδείκνυα. Η Λάουρα δεν έπρεπε να υπάρχει.
Αφουγκραζόμουν τον παλμό του Πετράρχη, όταν κρατούσε κι αυτός την πένα του. Ο παλμός του φανέρωνε την αγωνία, όταν σκιαγραφούσε τη μορφή της Λάουρα, πριν την αποτυπώσει με στίχους. Αν η έμπνευση υπάρχει, τότε θα υπήρχε και η Λάουρα. Αλλά η έμπνευση είναι μια υπαρκτή κατάσταση, όπως και η αθέατη πλευρά της σελήνης. Όλοι μιλάνε γι’ αυτήν, αλλά κανένας δεν την έχει δει.
Η εργασία του βιβλιοκριτικού πάντα υπονοεί. Όταν όμως η ιστορικότητα εμπλέκεται στη ζωή ενός ποιητή, πρέπει να γίνεται συγκεκριμένη. Αν αποτινάξω την ύπαρξη της Λάουρα, τι θα έμενε από τον Πετράρχη; Η φενάκη, που δημιουργείται από την ανάγκη μιας πλαστής έμπνευσης;
Υπήρξα κατά τα παλιά χρόνια κι εγώ ποιητής. Είχα αποτύχει τόσο, που κατάφερα να γίνω ένας σεβαστός κριτικός λογοτεχνίας. Τόσο που τα κείμενα μου για τα σύγχρονα βιβλία δεν έβρισκαν καμία ανταπόκριση. Δεν έκανα προσπάθεια να οικοδομήσω την ωραία εικόνα κανενός σύγχρονου βιβλίου. Έπρεπε να απευθυνθώ στην ιστορία των κλασσικών για να καταστρέψω έννοιες, που ο κοινός νους τις αντιστοιχεί με την τέχνη. Η έμπνευση ήταν μία από αυτές. Γιατί τελικά, τότε που έγραφα κι εγώ ποίηση, αν απευθυνόμουν σε κάποια, θα ήταν φανερά τα αποτελέσματα της επιτυχίας μου. Πάντα το μυστήριο παραλληλίζεται με το επιτυχημένο.
Αν στον πρόλογο της τελευταίας ποιητικής μου συλλογής – που δε θυμάμαι καν τώρα τον τίτλο – ως αρχικό σημείωμα έγραφα: “Υπάρχει μια γυναίκα με εξαιρετική ψυχή, γνωστή για την αρετή και την ευγένειά της, της οποίας η λάμψη εκθειάζεται σε αυτή τη συλλογή και το όνομα της θα διαδοθεί ευρέως από τους στίχους μου. Η φυσική και ανεπιτήδευτη χάρη της, όπως και η γοητεία της σπάνιας ομορφιά της, σκλάβωσαν την ψυχή μου”, τότε η παρακίνηση του αγνώστου θα εκτόξευε τη φήμη μου, εξαιτίας της γυναίκας αυτής. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε, όπως και δεν υπήρξε και η Λάουρα.
Θα μπορούσε να εμπλουτίσω τον πρόλογο με όλες τις ιλαρότητες που θα προέκυπταν, μετά τη σαφή επιρροή μου από μια γυναίκα, σύμβολο της έμπνευσής μου: “Οι πέντε θρίαμβοι πάνω στους οποίους έχτισα τη ροή των ποιημάτων μου είναι η δικιά της επιρροή στην σκέψη μου. Είναι μια γυναίκα όπου η αγνότητά της υπερβαίνει τον έρωτα, ο θάνατος τον έρωτα, η φήμη το θάνατο, ο χρόνος της φήμη και η αιωνιότητα το χρόνο”. Θα στηριζόμουν στην άγνοια του κοινού για τα πραγματικά δεδομένα και θα γινόμουν ένας σπουδαίος. Αλλά η συνείδησή μου δε θα άντεχε να στηρίξω τη διαδρομή σε ένα ψέμα.
Είχα κουραστεί. Δυστυχώς, όταν θέλεις να αποφύγεις τα λόγια, τότε ούτε το μελάνι εξατμίζεται ούτε οι σελίδες φθείρονται. Πάντα υπάρχουν εκεί και περιμένουν τη συνέχεια. Αλλά άψυχα αυτά δεν κατανοούν ότι ο δρόμος μπορεί να οδηγήσει και σε αδιέξοδο. Αφού δε με άφησαν εκείνα, τα άφησα εγώ. Θα ξανάπιανα την κριτική μου για τον Πετράρχη μετά, όταν θα ωρίμαζαν τα αμπέλια, λίγο πριν σαπίσουν, όπως σάπιζε και η αλήθεια στα δικά του σονέτα. Στα σονέτα για ένα φάντασμα.
Είχα πάντα μια έτοιμη και ίδια απαντητική επιστολή σε όσους μου έστελναν τα βιβλία τους και ζητούσανε τη γνώμη μου. Αν τύχαινε και άνοιγα το φάκελο που μου έστελναν οι εκκολαπτόμενοι συγγραφείς , απλά κοιτούσα τον τίτλο, τα ξεφύλλιζα για λίγο και τα άφηνα παρατημένα να υποστούν τη φυσική φθορά τους. Η σκόνη γινόταν η ανάσα τους.
Ήταν μια Τετάρτη, όταν ασυνείδητα άνοιξα έναν κίτρινο φάκελο, έβγαλα το βιβλίο και το άφησα στο γραφείο μου. Το είχα ξεχάσει εκεί πάνω από δέκα μέρες, όταν κάποιο βράδυ, κάθισα να συνεχίσω για να γράψω σχετικά με τη φαιδρότητα της ζωής και του έργου του Πετράρχη. Με την άκρη του ματιού μου, πάνω σε μια στοιβάδα χαρτιών, αναφάνηκε το βιβλίο. Το πήρα μπροστά μου. Κάθε τι άλλο θα με απωθούσε να του δώσω περισσότερη σημασία. Αλλά ο τίτλος του ήταν τόσο κωμικός, που το επεξεργάστηκα μόνο και μόνο για να το λοιδορήσω. Όταν ο μονολεκτικός τίτλος ήταν “έμπνευση”, τότε τα μεγαλοσχήματα των εκφράσεων υποκλίνονται σε αυτήν τη γελοιότητα.
Ξεκίνησα να το διαβάζω για να έχω περισσότερα επιχειρήματα στη μελέτη μου για τον Πετράρχη. Προβληματίστηκα πως αν ακόμα και σήμερα υπάρχει το έρεισμα της δημιουργίας σε μία αφανή ύπαρξη, τότε το κακό της Λάουρα έχει επιταχυνθεί μέσα στο χρόνο. Ναι, ήταν καλό να ονομαστεί το “σύνδρομο της Λάουρα” σε ανεπιτυχείς συγγραφείς που ψάχνουν αλλού τα κομμάτια των γραπτών τους για να τα συνθέσουν.
Αν δε χτυπούσε το κουδούνι ο ταχυδρόμος, δε θα καταλάβαινα ότι είχε έρθει το πρωί. Δε σηκώθηκα καν να τον ανοίξω. Συνέχιζα την ανάγνωση, μέχρι που είχα φτάσει στο τέλος του βιβλίου. Τότε ήταν που σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά στο παράθυρο. Δύο σπουργίτια έμπλεκαν τη φωλιά τους μέσα στις σχισμές από τα κεραμίδια. Πιο κάτω, ένα μικρό παιδί έβαζε την αλυσίδα στο ποδήλατό του. Ο συνταξιούχος γείτονας κρατούσε τα ψώνια και καλημέριζε τον ιδιοκτήτη του καθαριστηρίου. Όλα στο δρόμο ήταν ίδια, όπως θα ήταν και κάθε άλλο πρωινό. Αλλά μέσα μου τότε, είχε αλλάξει η εικόνα της γειτονιάς μου.
Ψηλάφισα το βιβλίο που μόλις είχα αναγνώσει ολόκληρο, δίχως διακοπή. Δεν ήξερα αν ήταν σπουδαίο στη λογοτεχνική βάση που ορίζει το σπουδαίο, -δεν ξέρω και τι τελικά ορίζεται ως σπουδαίο- εν τούτοις πλημμύρισα με ανέκφραστες, μέχρι τότε, έννοιες το μυαλό μου. Ένιωσα ότι δεν ήταν ένα βιβλίο που ανήκε μόνο στο συγγραφέα του. Ήταν μάλλον ένα απόσταγμα, που όταν απελευθερωνόταν άφηνε στον αέρα τη σύμμειξη δύο κόσμων. Της δημιουργίας και της έμπνευσης.
Το άφησα από τα χέρια μου. Ένιωσα να το φοβάμαι. Κι όταν η κατανόηση είναι αδύνατη, ο φόβος γίνεται υποχρέωση. Μιλούσε ο δημιουργός στο βιβλίο, αλλά η φωνή ήταν το πρόθεμα μιας άλλης φωνής. Η καθαρότητα του προσώπου της φαινόταν διαυγής, όπως το κρύσταλλο, όταν περνά το φως του ήλιου. Δε χρειαζόταν να αναζητήσω τίποτα άλλο. Καταλάβαινα τώρα και θα κατανοούσα αργότερα.
Δεν ήταν απλά μια γυναίκα μονάχα υψωμένη από τα λόγια του συγγραφέα. Ήταν μια γυναίκα που εξιδανικευόταν στο ρεαλισμό. Η εξύψωση δε γινόταν στο στρώμα του θεϊκού. Εκεί, δε χρειάζονται εξηγήσεις για τίποτα. Παρέμενε πλάσμα χωμάτινο, όπως όλοι μας, μόνο που η σύσταση της υποκινούσε τα λεπτά σχοινιά της έκφρασης. Η ομορφιά της δεν υποτάσσει, απελευθερώνει μέσα από τα αντικείμενα εκείνο που γίνεται στο τέλος ποίηση. Είναι το σύμβολο στο κέντρο, όπου γύρω της αποθανατίζεται για πάντα η στιγμή που γίνεται αέναη συνέχεια.
Κάποτε στις στιγμές της εγωιστικής μου πλημμυρίδας, που οι εκφάνσεις για το ταλέντο μου ξεπερνούσαν τις πραγματικές δυνατότητές μου, είχα αποκηρύξει την επιρροή ενός άλλου ανθρώπου στα γραπτά μου. Συνέχιζα μονάχα να επικεντρώνομαι στο σκοπό, αποκλείοντας το μέσο κι αυτή ήταν η συνεχής αιτία της αποτυχίας μου. Το βιβλίο αυτό, με τον τίτλο “έμπνευση” δεν ήταν για μένα ένας νέος δρόμος. Ήταν εκείνος ο δρόμος που έστεκε μπροστά μου και ποτέ δεν κίνησα να τον ακολουθήσω.
Τώρα απαλλαγμένος από κάθε προκατάληψη έπρεπε να αναθεωρήσω τις απόψεις μου για τον Πετράρχη και περισσότερο για τη Λάουρα. Φτάνει η πραγματικότητα που βιώνουμε και είναι πολλές φορές δύστροπη και κακοτράχαλη. Ας μη δυσκολεύουμε και το μέσο στην τέχνη. Η έμπνευση υπάρχει, άρα έπρεπε να υπάρχει και η Λάουρα. Θα ήταν εκτροχιασμός να απορρίπτουμε την παραγωγή της εξέλιξης ενός σονέτου, που έστω και αναγκαστικά ο Πετράρχης μάς το παρουσίαζε σα κομμάτι μιας γυναικείας ύπαρξης.
Δε γινόταν αλλιώς: Ακόμα κι αν η Λάουρα δεν υπήρξε, ο Πετράρχης έπρεπε να τη δημιουργήσει. Αλλιώς δε θα δημιουργούσε ούτε εκείνος. Γιατί να προτιμήσει να σιωπά, όταν μπορούσε να μιλάει;
0 Σχόλια