«Ήταν απαίσιο να είσαι Νέγρος
και να μην έχεις τον έλεγχο της ζωής σου.
Ήταν κτηνώδες να είσαι νέος
και όμως μαθημένος να κάθεσαι ήσυχα
και ν’ ακούς τις κατηγορίες για το χρώμα σου
χωρίς να μπορείς ν’ αμυνθείς.
Μακάρι να ήμασταν όλοι πεθαμένοι…»
Μάγια Αγγέλου
Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί
Μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
–
γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης
–
Οι συμπτώσεις, κάποιες φορές, είναι ευεργετικές. Αμυδρά την θυμόμουν την Μάγια Αγγέλου, με αιτία το ίδιο βιβλίο, που είχαν κυκλοφορήσει, επίσης, οι «Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ», το 1993. Αλλά το βιβλίο εκείνο, της α΄ έκδοσης, δεν βρισκόταν πια στη βιβλιοθήκη μου. Ίσως σε κάποιες από τις δωρεές να ‘‘ταξίδεψε’’ σε άλλη βιβλιοθήκη. Όμως, λίγες μέρες πριν, ταξιδεύοντας, εγώ πλέον, στις σελίδες τού Κώστα Αρκουδέα («Επικίνδυνοι συγγραφείς»), η Μάγια Αγγέλου βγήκε από τη λήθη τών είκοσι πέντε χρόνων. Και, σηκώνοντας το βλέμμα σε κάποιες από τις στοίβες τών αδιάβαστων βιβλίων, το είδα μπροστά μου! Σε νέα έκδοση, βεβαίως, από τις ίδιες εκδόσεις. Και ‘‘αμ’ έπος, αμ’ έργον’’…
Μάγια Αγγέλου, λοιπόν. Η «μαύρη κυρία» τής αμερικανικής λογοτεχνίας, που σε κάποιες εποχές χαρακτηρίστηκε ως «επικίνδυνη», ενώ στη συνέχεια λατρεύτηκε, αναγνωρίστηκε, πολυβραβεύτηκε… Και δικαίως.
Το ελληνικό επώνυμό της είναι δανεισμένο από τον δεύτερο σύζυγό της, Έλληνα ηλεκτρολόγο, πρώην ναυτικό και μουσικό Tosh Angelos (Αναστάσιος Αγγελόπουλος). Το πραγματικό της όνομα ήταν Μάργκεριτ Άνι Τζόνσον.
Το «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» είναι αυτοβιογραφικό. Η ζωή της μέχρι την εφηβεία της. Ζωή που θέλει να περάσει από την κόλαση στον παράδεισο.
Βιβλίο κραυγή…
Η Μάγια Αγγέλου γεννήθηκε το 1928 στο Σεντ Λούις των ΗΠΑ, αλλά έζησε την παιδική της ηλικία με την γιαγιά της στο Άρκανσας, του αμερικανικού νότου, όπου το μεγαλύτερο ατύχημα ήταν να γεννηθεί κανείς νέγρος. Και η Μάγια Αγγέλου ήταν νέγρα.
«…ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν τόσο απόλυτος, που τα πιο πολλά Μαύρα παιδιά πραγματικά δεν ήξερα καθόλου πώς ήταν στην όψη οι λευκοί. Ήξεραν μόνο πως ήταν διαφορετικοί, πως έπρεπε να τους φοβάται κανείς, και σ’ αυτόν τον φόβο συμπεριλαμβανόταν η εχθρότητα του αδύναμου απέναντι στον ισχυρό, του φτωχού απέναντι στον πλούσιο, του εργάτη απέναντι στον εργοδότη και του κουρελή απέναντι στον καλοντυμένο», περιγράφει, η Μάγια Αγγέλου, την κοινωνία μέσα στην οποία ανθίζει η παιδική της ηλικία.
Είναι μια κοινωνία που όλα τα αποδίδει στον Θεό. Όχι μόνο την σκλαβιά της, αλλά και ένα απλό παραπάτημα στον δρόμο. Η υποταγή είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίζει την εξαθλίωση. Ο Νέγρος είναι ένα περιφερόμενο μίασμα, στον οποίο απαγορεύεται ακόμα και να σηκώσει το βλέμμα του για ν’ αντικρίσει έναν λευκό.
Στα οκτώ της χρόνια, η Μάργκεριτ (Μάγια) και ο αδελφός της, στέλνονται να ζήσουν κοντά στην μητέρα της, στο Σεντ Λούις. Εκεί τα πράγματα διαφέρουν κάπως. Η υποταγή είναι πιο χαλαρή. Όμως, η μητέρα της, συζεί με κάποιον άλλον άντρα, πασχίζοντας να διεκδικήσει μια κάποια αυτονομία και ποιότητα στην ζωή της.
Η Μάγια Αγγέλου, δεξιοτεχνικά μεν, ρεαλιστικά δε, περιγράφει την πρώτη σκληρή δοκιμασία τής ζωής της. Βιάζεται, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, από τον άντρα αυτόν, μετά από εβδομάδες ασελγειών, που η οκτάχρονη Μάγια δεν αντιλαμβάνεται τι ακριβώς είναι. Την στιγμή, όμως, του βιασμού, δεν μπορεί να τη θεωρήσει παιγνίδι:
«Μετά ήταν ο πόνος. Ένα σπάσιμο κι ένα μπάσιμο, όταν ακόμα και οι αισθήσεις ξεσκίζονται σε κομμάτια. Η πράξη του βιασμού σ’ ένα οκτάχρονο κορμάκι είναι κάτι ανάλογο με τη βελόνα που σπάει πάνω στο σκληρό πετσί της καμήλας, που δεν υποχωρεί στην πίεση. Το παιδί υποχωρεί, γιατί το κορμάκι του μπορεί να υποχωρήσει, ενώ το μυαλό του βιαστή δεν μπορεί.
»Νόμιζα ότι είχα πεθάνει…»
Ο βιασμός αποκαλύπτεται, ο βιαστής καταδικάζεται σε… ένα χρόνο φυλάκιση, αλλά μένει μόνο ένα απόγευμα στη φυλακή. Θα τον βρουν λίγο μετά δολοφονημένο, χωρίς ποτέ οι δράστες ν’ ανακαλυφθούν. Η Μάγια, όμως, ξέρει: Τα τρία αδέλφια της μητέρας της είχαν αναλάβει την τιμωρία του.
Η εμπειρία της είναι ιδιαίτερα τραυματική. Η οκτάχρονη Μάγια σταματά να μιλά. Η μητέρα της την ξαναστέλνει πίσω στην γιαγιά της, στο Άρκανσας. Εκεί, με την βοήθεια μιας φιλεύσπλαχνης κυρίας θα ξεπεράσει την αφωνία της και θα ενταχθεί στην σχολική κοινότητα, ενώ παράλληλα θ’ αρχίσει να νιώθει πόσο ανένταχτος είναι ο χαρακτήρας της απέναντι στα ήθη τής ευρύτερης κοινότητας, που είναι αναγκασμένη να ζει:
«Ήταν απαίσιο να είσαι Νέγρος και να μην έχεις τον έλεγχο της ζωής σου. Ήταν κτηνώδες να είσαι νέος και όμως μαθημένος να κάθεσαι ήσυχα και ν’ ακούς τις κατηγορίες για το χρώμα σου χωρίς να μπορείς ν’ αμυνθείς. Μακάρι να ήμασταν όλοι πεθαμένοι. Νόμιζα ότι ήθελα να μας δω όλους νεκρούς, τον έναν πάνω στον άλλο: μια πυραμίδα από σάρκες, με τους λευκούς στον πάτο, σαν την πλατιά βάση, μετά τους Ινδιάνους με τα ανόητα ‘‘τομαχόκ’’ τους, τα ‘‘τίπι’’ τους, τις καλύβες τους και τις συμφωνίες τους, τους Νέγρους με τα σφουγγαρόπανα και τις μαγειρικές συνταγές τους, και τα τσουβάλια μπαμπακιού και τους ύμνους να βγαίνουν από τα στόματά τους. Τα Ολλανδεζάκια να μπουρδουκλώνονται στα ξυλοπάπουτσά τους και να σπάνε τον σβέρκο τους. Τους Γάλλους να πεθαίνουν από πνιγμό όταν πουλούσαν τη Λουιζιάνα (1803) και τους μεταξοσκώληκες να τρώνε όλους τους Κινέζους με τις χαζές κοτσίδες τους. Ως ανθρώπινο είδος, ήμασταν ένα ξέρασμα. Όλοι μας…»
Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία είναι αναγκασμένη να ζει, θα γεννήσει στην έφηβη, πλέον, Μάργκεριτ την εξέγερση. Η διάθεση για αντίδραση ξυπνά μέσα της και η πορεία τής συνεχούς σύγκρουσης ξεκινά. Πλέον θα χαρακτηρίζει ολόκληρη την ζωή της. Η Μάγια Αγγέλου θα γίνει σύμβολο ανένταχτης προσωπικότητας και θα αναγκάσει σε υποχώρηση κάθε ρατσιστικό παραλήρημα.
Είναι η ομιλία ενός συμμαθητή της, κατά την τελετή τής αποφοίτησής τους, η σπίθα που θ’ ανάψει την φωτιά. Ο συμμαθητής της, θα κλείσει την ομιλία του, λέγοντας: «Δεν ξέρω τι θα διαλέξουν οι άλλοι, αλλά, όσο για μένα, ελευθερία ή θάνατος». Είναι η νέα γενιά Νέγρων εκείνη που πλέον τραγουδά:
«Περάσαμε έναν δρόμο ποτισμένο
με τα δάκρυά μας.
Φτάσαμε, βαδίζοντας το μονοπάτι μας
μέσα από το αίμα των σφαγιασμένων».
Η Μάγια Αγγέλου περνά από το ατομικό στο συλλογικό:
«Αναδυθήκαμε πάλι. Όπως πάντα, πάλι. Επιζήσαμε. Τα βάθη ήταν παγωμένα και σκοτεινά, αλλά τώρα ένας λαμπερός ήλιος μιλούσε στην ψυχή μας. Δεν ήμουν πια ένα μέλος της περήφανης αποφοιτούσας τάξης του 1940. Ήμουν ένα περήφανο μέλος της υπέροχης, όμορφης Νέγρικης φυλής.
»Ω, Μαύροι ποιητές, γνωστοί και άγνωστοι, πόσες φορές δεν μας στήριξαν οι κόποι σας; Ποιος θα υπολογίσει τις μοναχικές νύχτες που έγιναν λιγότερο μοναχικές από τα τραγούδια σας, ή τ’ άδεια τσουκάλια που γίνονταν λιγότερο τραγικά χάρη στα παραμύθια σας;»
Η οργή τής έφηβης Μάργκεριτ μετατρέπεται σε αποφασιστικότητα όταν ένας λευκός οδοντίατρος αρνείται να την δεχτεί στο ιατρείο του για εξαγωγή δοντιών. Θα ξαναφύγει, με τον αδελφό της για το Σεντ Λούις, στη μητέρα τους. Εκεί θα συντελεστεί η αρχή. Ο αδελφός της επαναστατεί και φεύγει από την μητρική στέγη. Η Μάργκεριτ νιώθει τον κλονισμό, αλλά και πώς η φυγή είναι ο μόνος δρόμος για αλλαγή ζωής. Ο αποχαιρετισμός είναι σκληρός:
«Τα δάκρυά μου δεν ήταν ούτε για τον Μπέιλυ ούτε για τη Μητέρα, ούτε καν για μένα, αλλά για την αδυναμία των θνητών που ζουν με την ανοχή της Ζωής. Για να αποφύγουμε αυτό το πικρό τέλος, θα έπρεπε να ξαναγεννηθούμε όλοι, και να ξαναγεννηθούμε με τη γνώση των εναλλακτικών επιλογών. Αλλά ακόμα και τότε, τι;…»
Η είσοδος των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλάζει πολλά στην καθημερινότητα λευκών και έγχρωμων. Η Μάργκεριτ, στα 15 της διαπιστώνει τις ραγδαίες αλλαγές. «Ο κόσμος κινούνταν τόσο γρήγορα», γράφει και πλέον «Η ζωή ήταν φτηνή και ο θάνατος εντελώς τζάμπα». Μέσα σ’ αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές αποφασίζει να δουλέψει. Πώς όμως, αφού στα τραμ, που επιχειρεί να προσληφθεί, απαγορεύεται να δουλεύουν έγχρωμοι. Εκτός τούτου είναι μόνο 15 χρονών.
Μία ψευδής δήλωση πως είναι ήδη 19 χρονών και η μαχητική επιμονή της, σε συνδυασμό με το ότι οι νέοι στρατεύονται για το μέτωπο, την βοηθούν στην πρόσληψη και γίνεται η πρώτη μαύρη υπάλληλος των τραμ στις ΗΠΑ. Και πλέον αντιλαμβάνεται πως ο κόσμος είναι κάτι άλλο, άγνωστο σ’ αυτήν:
«Χωρίς να το επιδιώξω, είχα προχωρήσει από την άγνοια της άγνοιάς μου στη συνειδητοποίηση της συνειδητοποίησής μου. Και το χειρότερο στη νέα μου κατάσταση ήταν ότι δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν τι ακριβώς ήταν αυτό που είχα συνειδητοποιήσει. Καταλάβαινα ότι ήξερα πολύ λίγα, αλλά ήμουν βέβαιη ότι τα πράγματα που θα μάθαινα στο εξής δεν θα μου τα δίδασκαν στο Γυμνάσιο Τζορτς Ουάσιγκτον…»
Θα κλείσω με μια ακόμα θλιβερή διαπίστωση της Μάγια Αγγέλου, που βρίσκεται και στο κέντρο τού αγώνα, που θα δώσει στη συνέχεια για να ανατρέψει τις κοινωνικές συνειδήσεις τής πατρίδας της και τελικά να γίνει η εμβληματική αγωνίστρια για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων:
«Το Μαύρο θηλυκό στα τρυφερά του χρόνια δέχεται επιθέσεις απ’ όλες τις ενωμένες δυνάμεις της φύσης, την ίδια στιγμή που δέχεται τα τριπλά διασταυρούμενα πυρά της αρσενικής προκατάληψης, του λευκού αλόγιστου μίσους και της Μαύρης έλλειψης ισχύος.
»Το γεγονός ότι η ενήλικη Αμερικανίδα Νέγρα αποκτά έναν καταπληκτικό χαρακτήρα συχνά αντιμετωπίζεται με κατάπληξη, απέχθεια, ακόμα και με πόλεμο. Σπάνια γίνεται αποδεκτό ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός αγώνα που κερδήθηκε από επιζώντες και αξίζει τον σεβασμό, αν όχι την ενθουσιώδη αποδοχή».
Εν κατακλείδι θα έλεγα ότι με το «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» βρισκόμαστε μπροστά σε μια συγκλονιστική λογοτεχνία τής βιογραφίας.
0 Σχόλια