Η αλήθεια είναι πως ήταν εκνευριστικά αυθεντική. Έκανε καριέρα με το όνομα Κική, αρνούμενη να υιοθετήσει κάτι πιο κουλτουριάρικο (όπως το Βασιλική, που ήταν το βαφτιστικό της). Έμεινε Κική κι έγινε η πιο γνωστή εκπρόσωπος της αστικής ποίησης με αυτό το λαϊκό όνομα, που στο στενό μυαλουδάκι μας θα ταίριαζε περισσότερο σε μια κομμώτρια. Τόσο γραμμένους μας είχε – εμάς και τα κολλήματά μας για το τί εικόνα πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης (συμπεριλαμβανομένης και εμού της ιδίας).
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής της είχε κοντά μαλλιά και συντηρητικό ντύσιμο, φτύνοντας κατάμουτρα στο τί θεωρεί ο κόσμος όμορφο κι ελκυστικό. Κι όμως, κανείς ποτέ δεν τόλμησε να τη σχολιάσει γι’ αυτές της τις επιλογές, ούτε να τη φτιασιδώσει για να τη βγάλει μία από τις πολλές φωτογραφίες της που υπάρχουν.
Δεν χρησιμοποιούσε δύσκολες λέξεις, δεν μπουρδούκλωνε τις έννοιες για να κάνει εντύπωση, δεν εκμεταλλευόταν δύσβατους όρους για να δείχνει κουλτουριάρα και υπεράνω. Απλά, έπαιρνε τη λέξη “ενικός” και τη μετέτρεπε στην πιο ουσιώδη έννοια της ημέρας – γιατί μπορούσε.
Μέσα σε όλα αυτά, υπήρξε δημόσια υπάλληλος (στην Τράπεζα της Ελλάδος) για 24 χρόνια, και κανείς δεν τόλμησε να την κατατάξει στους χαραμοφάηδες που πληρώνονται από τους φόρους μας – παρόλο που στο βιογραφικό της δεν υπήρχε καν η γνώση της αγγλικής γλώσσας. Πήρε κρατικά βραβεία για την ποίησή της, και πάλι κανείς δεν τη χαρακτήρισε συστημική. Έγινε ακαδημαϊκός και δεν ακούστηκε ποτέ κατηγορία εναντίον της για τάχα μη αξιοκρατική απόφαση. Συνέχισε να εκνευρίζει τους κριτικούς υποστηρίζοντας πως η ποίηση πρέπει να είναι απολιτική, κι έτσι κανένας δεν κατάφερε να τη συνδέσει με αριστερούς ή δεξιούς ώστε να της βρει παράπτωμα ή να την πει στρατευμένη.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κατέληξε να είναι η γυναίκα πίσω από τον σπουδαίο άνδρα Άθω, που επισκίασε το εύρος της δόξας του, άθελά της. Ενώ εμείς ερωτευόμασταν, απορούσαμε και ελπίζαμε μέσα από τις απλές γραμμές της, εκείνη μεγάλωνε παιδιά και εγγόνια σαν τη γειτόνισσα του πάνω ορόφου. Σίγουρα έπλενε πιάτα και ρούχα, μαγείρευε για να γευματίσει η οικογένειά της και τακτοποιούσε το σπίτι για να μην το βρει ο άντρας της ανάστατο. Την ίδια ώρα εμείς αναρτούσαμε στίχους της στο Facebook, γιατί έζησε να το προλάβει και αυτό. Και όλοι μαζί, σχεδόν συνωμοτικά γνωρίζαμε, πως κάθε στίχος της για τον έρωτα δεν εννοούσε τον Άθω, ήξερε και ξέραμε πως ήταν τόσο άνθρωπος όσο κι εμείς. (“Ο έρωτας είναι «του ενός βασανισμού…» Έτσι είναι αλλά είναι και κέρδος αυτουνού που αγαπάει. Αυτός που αγαπιέται μπορεί να μην τον ενδιαφέρει να αγαπιέται. Αλλά αυτός που αγαπάει έχει μεγάλη ανάταση, έστω και χωρίς ανταπόκριση μεγάλη.”)
Βρήκαμε όμως τελικά τον τρόπο να της αποδώσουμε ψεγάδι. Στην εποχή που ο αντιρατσισμός έγινε μόδα, τόλμησε να πει ότι οι ξένοι κάθονται στα παγκάκια. Ουδείς ασχολήθηκε με το γεγονός ότι η Δημουλά, κάτοικος Κυψέλης επί 76 συναπτά έτη (με ένα διάλλειμα 6 μηνών σε προάστιο που δεν άντεξε κι επέστρεψε) στην πραγματικότητα είχε πει (όπως φάνηκε στην απομαγνητοφώνηση του λόγου που έβγαλε εκείνη την ημέρα, με αφορμή μια εκδήλωση των Atenistas που ήταν προσκεκλημένη): “ Δεν θέλω να πω ότι οι ξένοι της Κυψέλης είναι και ληστές. Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά. Εγώ συνήθισα με τους ξένους, να ξυπνώ και να τους βλέπω. Έχω συναντήσει πολλούς μαύρους με καρότσια του σούπερ μάρκετ… έχει όμως κι έναν μόδιστρο πακιστανό η γειτονιά μου που δεν τον φτάνει κανείς στο διόρθωμα, Φαέθοντος βρίσκεται… και ανδρικά και γυναικεία. “
Έζησε λοιπόν στα 82 της ν’ ακούσει να τη λένε ρατσίστρια και ακροδεξιά και να πρέπει πάλι σεμνά να αντικρούσει τις βιαστικές κατηγορίες. Κανείς όμως δεν παραδέχθηκε ότι τη χρονιά του συμβάντος, το 2013, συμπωματικά βεβαίως βεβαίως, στα λογοτεχνικά πηγαδάκια ακουγόταν ήδη το όνομά της για υποψηφιότητα Νόμπελ, που πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να αποκτήσει και να γίνει – μέσα σε όλα τ’ άλλα – και η πρώτη Ελληνίδα που κέρδιζε Νόμπελ.
Η Κική λοιπόν έφυγε μ’ ένα κούτελο καθαρότερο κι από κρύσταλλο. Και μπορεί πια να είναι σίγουρη ότι δεν θα μπορέσει κανείς να τη μιμηθεί, απλά γιατί και η ίδια δεν καταδέχτηκε να μιμηθεί τον οποιονδήποτε.
_
γράφει η Μικέλα Φερούση
0 Σχόλια