Εκείνο το πρωινό ο Δημήτρης πήγε στο πανεπιστήμιο από το χάραμα. Προσπέρασε βιαστικός το μεταλλικό κουβούκλιο στην πύλη και χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα το νυσταγμένο φύλακα που τον κοιτούσε με απορία πίσω απ’ το τζάμι. Έσφιξε στην αγκαλιά του το χαρτοφύλακα με τις σημειώσεις του και προχώρησε στο μουσκεμένο απ’ την ολονύχτια νεροποντή πλακόστρωτο. Φυσούσε και έκανε κρύο. Παρόλο που το κεφάλι του ήταν βαρύ απ’ την αϋπνία, το πνεύμα του βρισκόταν σε διέγερση· όχι, δεν είχε καθόλου καιρό για χάσιμο, έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά και να ολοκληρώσει το συντομότερο την έρευνά του. Κάτι του έλεγε πως αυτή τη φορά ήταν πολύ κοντά σε μια πραγματικά σπουδαία ανακάλυψη. Πώς να ηρεμούσε όλο το βράδυ με τέτοιο προαίσθημα;
Διέσχισε τον κήπο με το λασπωμένο γρασίδι και τους χαμηλούς φοίνικες και ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά της εισόδου του γυάλινου κτιρίου. Μπήκε μέσα και ενόσω περίμενε το ασανσέρ, στηρίχτηκε στον τοίχο λαχανιασμένος. «Όχι και τόσο άσχημα για έναν αγύμναστο πενηντάρη», μονολόγησε. Έφτασε στον τρίτο όροφο και τράβηξε καρφί κατά το εργαστήριο. Καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα, έριξε μια κλεφτή ματιά λοξά και απέναντι στο διάδρομο· το άλλο εργαστήριο ήταν σκοτεινό και ερμητικά κλειστό. «Χα! Θα τον πήρε ο ύπνος· ίσως και τα χρόνια!», σκέφτηκε χαιρέκακα.
Η γνώριμη οσμή αμμωνίας εισέδυσε στα ρουθούνια του. Πίεσε το διακόπτη του ρεύματος και οι λάμπες στο ταβάνι άναψαν διαδοχικά η μία μετά την άλλη, φωτίζοντας το φαρδύ πάγκο με τα λογής λογής μπουκάλια, σωληνάρια, καλώδια, βραστήρες, μετρητές. Άφησε το χαρτοφύλακα στη σιδερένια ραφιέρα και ξεκούμπωσε στα γρήγορα την καμπαρντίνα του. Ύστερα έλεγξε τον πίνακα με τις ημερομηνίες και τις στηλοθετημένες ενδείξεις. «Μάλιστα· πολύ καλά, πολύ καλά», μουρμούρισε.
Κατά τις έντεκα και μισή τον πόνεσε το στομάχι του. Σα να του ‘ρθε επιφοίτηση, θυμήθηκε πως είχε να βάλει μπουκιά στο στόμα του από το προηγούμενο απόγευμα. Έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει διάλλειμα και να φάει κάτι. Έχωσε στην τσέπη του παντελονιού του το πορτοφόλι του και βγήκε έξω ζαλισμένος· στο μυαλό του χόρευαν λατινικά σύμβολα και πολύπλοκοι συνδυασμοί αριθμών. Η σχολή τώρα έσφυζε από ζωή· ο χώρος είχε κατακλυστεί από νεανικές φιγούρες, ομιλίες αντιλαλούσαν απ’ όλες τις μεριές. Αυτή η ξαφνική οχλοβοή έμοιαζε στ’ αυτιά του Δημήτρη με παρεμβολή κάποιου ραδιοφωνικού σταθμού στο πρόγραμμα του ανταγωνιστή του. Στάθηκε για λίγο στη σκάλα και κοίταξε ξανά στο απέναντι εργαστήριο, που εξακολουθούσε να παραμένει κλειστό. «Παράξενο. Αυτός ακόμα και άρρωστος θα ερχόταν», είπε από μέσα του και άρχισε να κατεβαίνει συνοφρυωμένος. Πήρε μια τυρόπιτα απ’ το κυλικείο και την καταβρόχθισε λαίμαργα. Όση ώρα έτρωγε, το βλέμμα του ήταν απλανές και αστραφτερό· αποσπάσματα προτάσεων ανακατεύονταν στο κεφάλι του με νούμερα και με την σιβυλλική εικόνα δυο σφραγισμένων θυρόφυλλων. Αναμασώντας ακόμη, κάλεσε το ασανσέρ για να επιστρέψει στη δουλειά του.
-Καλημέρα Δημήτρη, είπε μια φωνή στο πλάι του.
Στράφηκε και αντίκρισε το συνάδελφό του, τον Κώστα.
-Καλημέρα, αποκρίθηκε.
Μπήκαν κι οι δυο στο ασανσέρ· η καμπίνα ξεκίνησε να ανεβαίνει σταθερά και αθόρυβα. Ο Δημήτρης παρατήρησε μια ασυνήθιστη σοβαρότητα και μια χλομάδα στο πρόσωπο του μεσόκοπου καθηγητή.
-Τα έμαθες για τον Άρη; είπε ο Κώστας.
-Όχι, τι να μάθω; ρώτησε ο Δημήτρης.
-Χθες το βράδυ… Του ‘ρθε λέει ξαφνικά ένας ίλιγγος, μετά μια σουβλιά στο στήθος… Κατέρρευσε. Ήταν μαζί με τη γυναίκα του και τον αδερφό του. Τον πήγαν στο νοσοκομείο, αλλά δεν τον πρόλαβαν.
-Τι εννοείς “δεν τον πρόλαβαν”; ψέλλισε ο Δημήτρης σαστισμένος.
-Εννοώ ότι πάει, έφυγε. Στα καλά καθούμενα, χωρίς να έχει προβλήματα υγείας.
Για μια στιγμή ο Δημήτρης έπαθε σκοτοδίνη.
-Μα… Πως είναι δυνατόν… τραύλισε με στεγνό λαρύγγι.
Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
-Κάτι τέτοια βλέπω και λέω “όλα είναι μάταια, μη σκοτίζεσαι για τίποτα”.
Ο ανελκυστήρας φρέναρε.
-Εδώ δε θες να πας; ξανάπε ο Κώστας.
-Ναι… Εδώ… απάντησε αποσβολωμένος ο Δημήτρης και βγήκε χωρίς να χαιρετίσει.
Σχεδόν τρεκλίζοντας, τρύπωσε στο εργαστήριο και έκλεισε την πόρτα. Αυτή τη φορά το βλέμμα του δεν έπεσε καθόλου λοξά και απέναντι στο διάδρομο· φοβόταν πως αντί για τα σφραγισμένα θυρόφυλλα, θα έβλεπε μια άτεγκτη μαρμάρινη πλάκα. Αισθανόταν ισχνός και καταπτοημένος· χύθηκε σε μια καρέκλα και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Στη μνήμη του ξεκίνησαν να λάμπουν παραστάσεις από το παρελθόν.
Πρώτα είδε το δεκαεννιάχρονο εαυτό του να ψάχνει στο μακροσκελή κατάλογο ονομάτων με τα αποτελέσματα της εξεταστικής περιόδου, σ’ ένα απ’ τα πιο δύσκολα μαθήματα της σχολής. Το βρήκε· δίπλα στο επώνυμό του έγραφε: “εννιά”. Το ήξερε πως ήταν απ’ τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος· ήταν αφοσιωμένος στη μελέτη και ονειρευόταν κάποτε να γίνει ικανός να εξελίξει το αντικείμενό του. Από περιέργεια τσέκαρε τους βαθμούς των άλλων φοιτητών. Όλοι είχαν χαμηλότερη επίδοση, εκτός από έναν που είχε πάρει “δέκα”. Ήταν ο Άρης. Φλογίστηκε σύγκορμος απ’ το πείσμα· χρειαζόταν βελτίωση λοιπόν, δε στερήθηκε τόσα πράγματα για να είναι η ουρά κάποιου άλλου!
Στις επόμενες εξετάσεις εκείνος και ο Άρης ισοβάθμησαν με “οχτώ”, στο πιο δυσνόητο μάθημα που οι περισσότεροι φοιτητές κόβονταν και ήταν αναγκασμένοι να δίνουν ξανά και ξανά για να πιάσουν τη βάση. Εν τω μεταξύ, οι δυο τους είχαν γνωριστεί στα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια· ξεχώριζαν σαφώς απ’ τους υπόλοιπους και ο ένας καταδεχόταν να συγκριθεί μονάχα με τον άλλο. Η σχέση τους ήταν τυπική και περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω απ’ την επιστήμη· ήταν μια αμφίδρομη παρακολούθηση, ένα παιχνίδι κατασκοπείας με ευγενείς κανόνες. Στην άλλη εξεταστική ήταν η σειρά του Δημήτρη να πάρει άριστα στο δυσκολότερο μάθημα, υποδαυλίζοντας τον Άρη με το “εννιάρι” του.
Ο Άρης τον είχε πλησιάσει τότε και του είχε δώσει το χέρι με έκφραση παγερή.
-Συγχαρητήρια, δε βάζει κάθε μέρα “δεκάρια” αυτός ο καθηγητής, είπε.
-Ευχαριστώ, πρόφερε έκπληκτος ο Δημήτρης.
-Βέβαια ο βαθμός δεν αντικατοπτρίζει πάντα τον καλύτερο, ξανάπε ο Άρης με μια υποβόσκουσα περιφρόνηση και απομακρύνθηκε.
Ο Δημήτρης θύμωσε, άλλα προτίμησε να σιωπήσει.
Την εποχή που διάβαζε για το διδακτορικό του στη μικρή του κάμαρα, ένιωθε διαρκώς μια πίεση που τον ωθούσε στο να σπάει ολοένα τα σύνορα της αντίληψής του. Κι ενώ ήταν συνέχεια μόνος, μια νοερή παρουσία τον περιτριγύριζε· ήταν η σκιά του Άρη. Ήξερε πως ταυτόχρονα με κείνον, ο Άρης έκανε κι αυτός τη διατριβή του. Τον φανταζόταν να ξαγρυπνάει και να σκορπιέται αφειδώλευτα σε υπολογισμούς, θεωρίες και δοκιμές. Αυτή η εικόνα του είχε γίνει εμμονή και δεν επέτρεπε στον εαυτό να εφησυχάζει. Μια νύχτα ονειρεύτηκε πως έτρεχαν οι δυο τους σε μια ανηφορική πλαγιά και κάπου στη μέση του δρόμου οι μύες του έγιναν δύσκαμπτοι σαν καουτσούκ και δεν μπορούσε να σαλέψει. Έμεινε πίσω, να βλέπει αγκομαχώντας την πλάτη του Άρη να μικραίνει. Προσπάθησε να προχωρήσει μα ήταν αδύνατο. Κατόπιν τον είδε να στέκει περήφανος στην κορυφή και γλίστρησε προς τα κάτω. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι ιδρωμένος, ατένισε το είδωλό του στον καθρέπτη και είπε: «Η οκνηρία σου θα σου στοιχίσει!».
Τρεις βδομάδες αφότου παρέδωσε την εργασία του, ο υπεύθυνος καθηγητής τον κάλεσε στο γραφείο του. Εκείνος έφτασε στο πανεπιστήμιο μισή ώρα νωρίτερα απ’ ό,τι είχαν συμφωνήσει και περίμενε στο προαύλιο μετρώντας ένα προς ένα τα λεπτά που κυλούσαν. Αυτή η αναμονή του έμεινε αξέχαστη· πήγαινε πέρα δώθε, έτρωγε τα νύχια του και σκεφτόταν το μέλλον. Μόλις πέρασε η ώρα, χτύπησε δειλά την πόρτα με το όνομα του καθηγητή. Το “εμπρός” που ακούστηκε από μέσα, του φάνηκε σαν σύνθημα για να εφορμήσει στον αχαρτογράφητο ορίζοντα του χρόνου. Μπήκε. Ο καθηγητής είχε βουλιάξει στη θέση του πίσω απ’ το λουστραρισμένο του γραφείο και απέναντί του, στη μία απ’ τις δυο πολυθρόνες που υπήρχαν, καθόταν σταυροπόδι ο Άρης, μ’ ένα αλαζονικό μειδίαμα καρφιτσωμένο στα χείλη. Του ‘ρθε να τα βροντήξει όλα και να φύγει, αντί γι’ αυτό όμως, έτεινε το χέρι του στον έμπειρο ακαδημαϊκό και βολεύτηκε στη δεύτερη πολυθρόνα. Ο καθηγητής είπε πως οι δυο εργασίες ήταν εξαιρετικές, πως τις τοποθετούσε στο ίδιο επίπεδο και πως οι συντάκτες τους, που είχε την τιμή να βρίσκονται ενώπιόν του, θα ακολουθούσαν σίγουρα λαμπρές σταδιοδρομίες. Βγαίνοντας ο Δημήτρης ήταν χαρούμενος και συνάμα ενοχλημένος· δεν ήθελε να τον συγχέουν με κανέναν, δεν ήθελε να μοιράζεται τις επιτυχίες του. Ο Άρης του έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα ενώ δρασκέλιζε το κατώφλι της εξόδου. «Θα δούμε ποιος είναι ανώτερος», συλλογίστηκε ο Δημήτρης ανάστατος.
Έπειτα από δυο χρόνια, πρόσφατα διορισμένος με δική του έδρα, είχε μια πρώτης τάξης ευκαιρία να συστηθεί στους συναδέλφους του που δίδασκαν στο ίδιο τμήμα με κείνον. Ήταν αρχές του χειμερινού εξαμήνου και ήξερε πως σε κείνη την εκδήλωση θα ήταν όλοι παρόντες. Εμφανίστηκε γεμάτος ενθουσιασμό. Προσηνής και εύγλωττος, χαιρέτησε τους πάντες στη σειρά, μέχρι που έπεσε πάνω στον Άρη. Αμέσως σοβαρεύτηκε· δε γνώριζε ότι είχε διοριστεί κι αυτός στο ίδιο ίδρυμα, κατά βάθος όμως ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια συνάντηση. Έκαναν χειραψία αμίλητοι και κοιτάχτηκαν έντονα στα μάτια για λίγες στιγμές. Ύστερα ο Δημήτρης προχώρησε παρακάτω· η έκφρασή του τώρα είχε αλλάξει, είχε γίνει σκληρή και ασύσπαστη σαν μάσκα.
Στο νου του ξεδιπλώθηκε με αστραπιαία καρέ ολόκληρη η ακαδημαϊκή του πορεία. Όλες οι πράξεις του, όλα τα βήματα που έκανε, είχαν το στίγμα μιας αντιπαλότητας. Σε κάθε του επίτευγμα ερχόταν να αντιπαρατεθεί κάποιο επίτευγμα του Άρη. Κάθε διάκριση του Άρη, εκείνος την εκλάμβανε ως ρίψη γαντιού και έκανε ό,τι μπορούσε για να την υπερβεί. Ορισμένοι μίλησαν για τους “δίδυμους πύργους του κλάδου”. Κάποιοι άλλοι αναφέρθηκαν στη “γόνιμη αντιπαράθεση” που έκανε την επιστημονική κοινότητα πλουσιότερη. Ο Δημήτρης ποτέ δε συμμερίστηκε όλες αυτές τις μεγαλοστομίες και δούλευε χωρίς τυμπανοκρουσίες, στοχεύοντας πάντοτε στο υψηλότερο.
Οι αναμνήσεις ξεθώριασαν και χάθηκαν όπως ο καπνός μιας φωτιάς που έσβησε. Σηκώθηκε αργά απ’ την καρέκλα και έτριψε με τα δάχτυλα το μέτωπό του. Η ματιά του ιχνηλάτησε το εργαστήριο· όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκείνη τη μέρα, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, δεν είχε καθόλου ενέργεια. Μάζεψε τις σημειώσεις του, κούμπωσε το χαρτοφύλακα, έκλεισε τα φώτα, βγήκε έξω και κλείδωσε την πόρτα. Έπειτα πήρε το δρόμο για το σπίτι του με άδεια καρδιά και παραλυμένα νεύρα.
Πέρασαν δυόμισι μήνες. Ήταν μεσημέρι. Ο Δημήτρης ξεπρόβαλλε απ’ το γυάλινο κτίριο με νωχελικές κινήσεις. Καθώς βάδιζε παράλληλα με τον κήπο της σχολής κρατώντας παραμάσχαλα μια δερμάτινη τσάντα, είδε τον Κώστα να έρχεται στο μέρος του. Σταμάτησε. Άρχισαν να περπατούν πλάι πλάι.
-Έμαθα ότι εγκατέλειψες την έρευνά σου, είπε ο Κώστας.
-Ναι, είναι αλήθεια. Δεν οδήγησε στα προσδοκώμενα αποτελέσματα, απάντησε ο Δημήτρης.
-Μου κάνει εντύπωση. Δεν έχεις παρατήσει ποτέ ξανά κάποια έρευνα στη μέση.
-Συμβαίνουν αυτά. Το ύφος του Δημήτρη ήταν απαθές.
Μετά από μια παύση μερικών δευτερολέπτων, ο Κώστας είπε δισταχτικά:
-Τον τελευταίο καιρό μου φαίνεσαι κάπως νωθρός, σα να μην είσαι εσύ, σα να παρουσιάζεται κάποιος άλλος στη θέση σου κάθε πρωί.
Ο Δημήτρης γέλασε μηχανικά.
-Εγώ είμαι φίλε μου, είπε. Απλά έχω κουραστεί πολύ. Ξέρεις, λέω να βγω στη σύνταξη.
-Από τώρα;
-Ναι, από τώρα. Νομίζω πως ό,τι είχα να δώσω, το έδωσα.
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
Ευχαριστώ το βιβλιονετ για τη δημοσίευση των κειμένων μου