Από μικρός είχε πάθος για κάθε λογής υπερήρωες. Καταρχάς τον σούπερμαν, έπειτα τον μπάτμαν, τον σπάιντερμαν. Ήθελε να τους μοιάσει, ντύνονταν σαν κι αυτούς στις απόκριες και ξεχνούσε να βγάλει τα αποκριάτικα. Κοιμότανε στο παιδικό κρεβατάκι του με τη στολή του και ονειρευόταν υπερκατορθώματα ενάντια στο κακό.
Όταν μεγάλωσε καταλάγιασε αυτός ο παιδικός ενθουσιασμός, εντούτοις συνέχισε να βλέπει ταινίες με σούπερ-ήρωες. Βλέποντας το έγκλημα να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, αποφάσισε επιτέλους να δράσει. Έφτιαξε μια στολή υπερήρωα και περιφερόταν τα βράδια σε επικίνδυνες συνοικίες με την ελπίδα να μπορέσει να σώσει από κλοπή ή βιασμό κάποια γυναίκα και να αποκτήσει την απαραίτητη φήμη που συνοδεύει κάθε υπερήρωα.
Είχε προσαρμοσμένα στη στολή του ένα σπρέι πιπεριού, μια ρεπλίκα περιστρόφου, φαγουρόσονη και έναν οδηγό επιβίωσης της S.A.S. Δεν ήταν ιδιαίτερα γυμνασμένος και είχε παραπανίσια κιλά, οπότε ένα πλήρες φαρμακείο στο αυτοκίνητο κρινόταν απαραίτητο. Αποφάσισε πως θα ήταν καλή ιδέα να προμηθευτεί ένα CBS και να συντονιστεί με τη συχνότητα της αστυνομίας, ώστε να μπορεί να επεμβαίνει πριν την άφιξη των αστυνομικών, όταν το έγκλημα έκανε την παρουσία του.
Όταν επιτέλους άκουσε στο CBS μια κλήση για έναν βιασμό κοντά στο σπίτι του, έβαλε τη στολή του και έτρεξε με ενθουσιασμό στο σημείο. Μια γυναίκα προσπαθούσε εναγωνίως να απαλλαγεί από έναν μασκοφορεμένο άντρα όπως αυτός που ήθελε να την βιάσει. Ο υπερήρωας τον ψέκασε με το σπρέι πιπεριού και του έριξε τη φαγουρόσκονη κραδαίνοντας το ψεύτικο περίστροφο.
Ο παραλίγο βιαστής τράπηκε σε φυγή δακρυσμένος και ξύνοντας το κορμί του, και ο εναπομείνας υπερήρωας συνελήφθην από την αστυνομία ως ύποπτος βιασμού, εφόσον το θύμα υπέστη σοβαρό κλονισμό και ήταν αδύνατο να καταθέσει και, αφού ανακρίθηκε, εισήχθηκε στο ψυχιατρείο, διότι ούτε το ονοματεπώνυμό του αναγνώριζε, όταν έγινε επιτέλους η ταυτοποίηση, αλλά και επέμενε να τον αποκαλούν όπως του άρμοζε: υπερήρωα.
_
γράφει ο Αδαμάντιος Τσακαλούδης
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια