Πώς να χωρέσω την ύπαρξή μου σε δυο-τρεις λέξεις;
Πώς να ορίσω την απίστευτη δύναμη που ‘χουν οι σκέψεις;
Πρώτα γεννιόμαστε, ταμπέλες γινόμαστε, επιρρεπείς στην αδράνεια
Ένιωσα κάπου, έξω απ’ το τέμπο, να ζω στην παράνοια
Όλη η ζωή μου στιγμές διαύγειας, ξανά υπνωτισμένη
Σε μακάβρια πτήση έψαχνα θέση απελπισμένη
Σε αποσύνδεση· κλείδωσα μέρη που μου ‘βγαλαν άχρηστα
Η ψυχή μου προς πώληση, δώρο σε ανθρώπους και πλάσματα αχάριστα
Κόσμε συνείδησης, κοίταξα μέσα μου, χωρίς να φοβάμαι
Κάτι με βοήθησε, λίγο περίεργα, μα δε λυπάμαι
Ίσως να τα ‘χασα, ίσως φωτίστηκα, ίσως πολλά, μπορεί·
Το μόνο σίγουρο, σαν ένα κύμα συμβαίνει η ζωή
Δεν ξέρω πώς, έτσι απρόοπτα, νιώθω ότι ξύπνησα
Μέσα σ’ ένα όνειρο, που σαν εφιάλτη εγώ το μαρτύρησα
Σιγά σιγά, μες το μυαλό μου ένιωσα αφύπνιση
Αμέσως ξεχώρισα ποιες σκέψεις μού ανήκουν, ποιες είναι απομίμηση
Βρέθηκα κάπου ν’ αναζητώ αγάπη και φως
Της γαλήνης ο ήχος, της καρδιάς μου ο χτύπος, συγχρονισμός
Δε θέλω να ζήσω,
με την έννοια του ζω,
θέλω να βιώσω
Τί είναι πέρα
από ‘κει, που δε φτάνει η ματιά
κι άλλο τόσο
Είναι ένα ρίσκο
που πήρα ήδη στη νοητή εγγραφή μου
Μία πυξίδα μου δείχνει
την απλή ισορροπία στην ύπαρξή μου
Χαμένη στο νου, θανάτου ίαση, πληγές από σκιές
«Όσο φοβάσαι, δε βλέπεις το δρόμο», αγγέλων μιλιές.
_
γράφει η Δώρα Βαξεβανοπούλου
Εξαιρετικό το ποίημά σας. Με βαθιά νοήματα!!Κάθε του στίχος και ένα μήνυμα!!Συγχαρητήρια!!
Σας ευχαριστώ θερμά και χαίρομαι πολύ που τα νοήματα γίνονται κατανοητά! Να’ σται καλά!!