Ο Πάνος κοίταξε αγχωμένος το ρολόι στον τοίχο, ξεκρέμασε το μπουφάν του απ’ τον καλόγερο και το φόρεσε με βιασύνη. Έξω έβρεχε δυνατά. «Θα έχει κίνηση στο δρόμο. Πρέπει να ξεκινήσω αμέσως για να την προλάβω».Έστρωσε τα μαλλιά του πρόχειρα με το χέρι, κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και κατέβηκε τα σκαλιά δυο δυο. «Λέει ότι δε θέλει να πηγαίνω να την παίρνω απ’ τη δουλειά, αλλά ξέρω πως δεν το εννοεί. Απλά δεν της αρέσει να μου ζητάει πράγματα που εγώ πρέπει να τα κάνω από μόνος μου. Μετά από έξι χρόνια συμβίωσης, αλίμονο αν δεν είχα καταλάβει τον τρόπο που σκέφτεται. Μόλις με δει θα γκρινιάξει, επειδή τάχα την αγνόησα για άλλη μια φορά, ύστερα από λίγο όμως θα μαλακώσει και θα είναι τρυφερή μαζί μου. Αν δεν πάω, ιδίως σήμερα με τέτοια βροχή, βάζω στοίχημα πως θα είναι μουτρωμένη και θα κάνει μερικές ώρες να μου μιλήσει. Βέβαια δε θα φταίει αυτό, όχι, όχι, κάποια άλλη θα είναι η αιτία της κατήφειάς της!»
Τρύπωσε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Οι υαλοκαθαριστήρες έδιωχναν μηχανικά τα ρυάκια που κυλούσαν στο παρμπρίζ· ο κόσμος μία εμφανιζόταν διαυγής, μία αλλοιωμένος πίσω από μια υδάτινη κουρτίνα. Σωστά το είχε προβλέψει πιο πριν· οι οδικές αρτηρίες της πόλης ήταν όντως φρακαρισμένες κι έτσι αναγκαστικά προχωρούσε σημειωτόν. Η μορφή της Ειρήνης πρόβαλε στο νου του· ασύνδετα στιγμιότυπα απ’ την κοινή τους ζωή έλαμψαν μπροστά του. Την είδε να ξαπλώνει δίπλα του με το μαγιό της, να μουρμουρίζει ανέμελα κάτι κι έπειτα να αγναντεύει χαρούμενη τη δαντελωτή παραλία. Κατόπιν την είδε να τον βαστάει αγκαζέ και να βαδίζει συντονισμένα με κείνον σ’ ένα αδρόφωτο πλακόστρωτο τη νύχτα, να του εξομολογείται τα όνειρά της καθισμένη οκλαδόν στο χαλί με τα μωσαϊκά, να σκάει στα γέλια και να μη μπορεί να κατεβάσει τη μπουκιά της στο τραπέζι της κουζίνας, να αποκοιμιέται στο στήθος του με το φεγγοβόλημα της τηλεόρασης να αντανακλά στο μάγουλό της. Στο τέλος την είδε να του σφίγγει το χέρι ατενίζοντάς τον στα μάτια με ψυχρή συγκατάβαση· έπειτα του γύρισε την πλάτη και έφυγε· στ’ αυτιά του αντήχησαν τα τακούνια της, μια πόρτα την κατάπιε κι εκείνος έμεινε μόνος. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε· αυτή η τελευταία σκέψη ήταν απαίσια, αφόρητη, δεν την ήθελε, δεν την ήθελε! Βρήκε ένα cd στο ντουλαπάκι στη θέση του συνοδηγού και το έβαλε να παίζει δυνατά.
Η Ειρήνη κοντοστάθηκε στο κατώφλι του κτιρίου με το λογότυπο της εταιρίας και άνοιξε την ομπρέλα της. Συλλογίστηκε ότι έκανε βλακεία που φόρεσε τα καστόρινα παπούτσια της και όχι τα μποτάκια, γιατί τώρα μέχρι να έφτανε στη στάση του λεωφορείου τα πόδια της θα γίνονταν μούσκεμα. Άρχισε να περπατάει προσπαθώντας να αποφεύγει τους μικρούς χείμαρρους που σχηματίζονταν στην άσφαλτο και τα πεζοδρόμια. Το νερό κροτάλιζε πάνω απ’ το κεφάλι της, κόρνες και μαρσαρίσματα την είχαν περικυκλώσει. Το γνωστό μπεζ αυτοκινητάκι την προσπέρασε με χαμηλή ταχύτητα και σταμάτησε δεξιά με αναμμένα τα αλάρμ. Ένιωσε ανακούφιση και συνάμα δυσφορία. Τράβηξε την πόρτα του συνοδηγού και μπήκε.
-Γεια, τι κάνεις; είπε στριμώχνοντας την ομπρέλα μαζί με την τσάντα της στο χώρο ανάμεσα στα πόδια της.
-Καλά είμαι, εσύ; αποκρίθηκε ο Πάνος.
-Μια χαρά. Αν εξαιρέσεις τα ξυλιασμένα μου πέλματα…
Το μικρό τροχοφόρο γλίστρησε πάλι στο αργοκίνητο σιδερένιο ποτάμι και προσαρμόστηκε στη ροή του.
-Πως πήγε η δουλειά; ρώτησε ο Πάνος.
-Τα συνηθισμένα.
Η Ειρήνη στύλωσε το βλέμμα της στην ευθεία και έμεινε ασάλευτη σαν άγαλμα. Ο Πάνος κοιτούσε πότε εκείνη, πότε το δρόμο.
-Λέω να πάω σινεμά το βράδυ, είπε δισταχτικά. Έχει μια ωραία ταινία κι αν θέλεις κι εσύ…
-Μην αρχίζεις τα ίδια, σε παρακαλώ! Πέταξε απότομα η Ειρήνη.
-Εντάξει, εντάξει, ξέρω.
Σώπασαν κι οι δυο· μια ηλεκτρική μελωδία τριζοβολούσε απ’ τα ηχεία.
-Δεν το κλείνεις καλύτερα; είπε η Ειρήνη κάπως νευριασμένη.
Ο Πάνος έκλεισε το στερεοφωνικό.
Μετά από περίπου δέκα λεπτά η Ειρήνη έδειξε τη γωνία μιας πολυκατοικίας.
-Σταμάτα εδώ, είπε.
-Μα γιατί; Το σπίτι σου είναι καμιά πενηνταριά μέτρα από δω. Ώσπου να φτάσεις θα βραχείς.
-Δεν πειράζει. Δεν θέλω να μας δει μαζί εκείνος. Καταλαβαίνεις· έχει κι αυτός το δίκιο του.
-Ναι, φυσικά, καταλαβαίνω.
Ο Πάνος στάθμευσε το αυτοκίνητο στην άκρη. Η Ειρήνη στράφηκε στο μέρος του· τα χαρακτηριστικά της ήταν μαραμένα.
-Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, με γλίτωσες απ’ την μπόρα, αλλά αυτό δε γίνεται να συνεχιστεί άλλο.
Εκείνος άναψε τσιγάρο, κατέβασε λίγο το παράθυρο και στερέωσε το ένα του χέρι στο τιμόνι. Τα μάτια του περιφέρονταν αόριστα, λες και έψαχνε κάτι στη γειτονιά· το βλέμμα του εστίαζε οπουδήποτε αλλού, εκτός απ’ την Ειρήνη. Εκείνη εξακολούθησε να λέει:
-Άλλοτε θυμώνω με τη συμπεριφορά σου και άλλοτε λυπάμαι. Δε μου αρέσει όμως ούτε να θυμώνω, ούτε να λυπάμαι. Και ξέρεις πολύ καλά πως δε θέλω να μαλώσουμε και να κόψουμε την επαφή μας. Είναι κρίμα να εκδικείται κανείς το παρελθόν του. Πρέπει επιτέλους να προχωρήσεις στη ζωή σου. Έχει περάσει ενάμισι χρόνος· πάψε να κάνεις κακό στον εαυτό σου και σε μένα!
Η Ειρήνη βγήκε έξω και απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα. Ένα λεπτό αργότερα η σιλουέτα της έσβησε μέσα στο πυκνό λουτρό. Ο Πάνος έβαλε πρώτη και πάτησε απαλά το γκάζι. Είχε ένα πλάκωμα στο στέρνο και το τοπίο του φαινόταν ζοφερό. Τον κυρίεψε μια επιθυμία αυτομαστίγωσης· αισθανόταν γελοίος και ανάξιος.
Δρασκέλισε το χολ του διαμερίσματος σέρνοντας τα πόδια του στο πάτωμα και κάθισε άτονος στον καναπέ του σαλονιού. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Το δυάρι που το διαπότιζαν αναμνήσεις εφτάμισι ετών, έμοιαζε έρημο και στενάχωρο και του προξενούσε αποστροφή. Ακούμπησε το μέτωπό του στις γροθιές του και βυθίστηκε σε περισυλλογή. Ξάφνου η όψη του φωτίστηκε. «Μα τι ηλίθιος που είμαι! Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Αύριο έχουμε επέτειο κι εγώ δεν αναφέρθηκα καν σ’ αυτό. Για κείνην είναι πολύ σημαντικό. Τώρα εξηγούνται όλα· το εχθρικό της ύφος, τα λίγα λόγια, το παράξενο αναψοκοκκίνισμά της! Γι’ αυτό με αφήνει να κοιμηθώ μόνος απόψε, για να με τσουρουφλίσει για την απάθειά μου! Χε, χε, αύριο θα της ετοιμάσω μια έκπληξη και θα επανορθώσω. Τι όμως; Να της προτείνω μια ημερήσια εκδρομή, αν έχει καλό καιρό; Ή να της πάρω κάτι όμορφο που θα την ευχαριστήσει; Ή μήπως και τα δύο;» Έγειρε στον καναπέ με τα χέρια πλεγμένα στο σβέρκο και κάρφωσε τη ματιά του στο ταβάνι ικανοποιημένος· ευτυχισμένα σενάρια ξετυλίγονταν στο μυαλό του το ένα μετά το άλλο.
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
Γραφή που σε παρασύρει….άπτεται της προσοχής και του ενδιαφέροντος….