Εκείνη την αυγή έφτασα πιο κοντά στην αρχή του τέλους. Έφτασα ευτυχώς νωρίς στον σταθμό των λησμονημένων, στην αποβάθρα της νέας ζωής.
Πήγα εκεί στην ξενιτιά των λησμονημένων μ’ όλους τους φευγάτους. Τι λάθος έκανα αναρωτιόμουν και βρέχει φωτιά στη στράτα μου;
Πάρε μας από τη φυλακή του κόσμου μου φώναζαν οι προδομένοι, κλείδωσε τη θλίψη μας μου λέγαν τα τρεμάμενα μάτια τους.
Μα τι να κάνω κι εγώ φευγάτη ήμουνα, το κορμί μου είχε λυγίσει, στο μυαλό μου μαύρες πεταλούδες πηγαινοέρχονταν. Ο ξάστερος ουρανός είχε γκρεμιστεί προ πολλού στο βυθό της θάλασσας.
Μα δεν σας ξεχνώ, ποτέ μου δεν σας ξέχασα. Το χρώμα της θάλασσας έχει το χρώμα των ματιών σας.
Και τότε… άπλωσε το φεγγάρι μαλαματένια λόγια στην καρδιά μου, γιατί εμείς δεν ψάχνουμε στην ψυχή για μαργαριτάρια πια, μόνο για πελαγίσιους ανέμους που θα μας ταξιδέψουν μακριά απ’ το γκρίζο…
_
γράφει η Ελένη Φλεμετάκη
0 Σχόλια