Άχρηστα πρωτότυπα, Άχρηστα αντίγραφα

Δημοσίευση: 16.09.2014

Ετικέτες

Κατηγορία

Οι δημόσιες υπηρεσίες θα άνοιγαν σε λίγη ώρα. Έπρεπε να πάει στη δουλειά αλλά δεν ήθελε. Πολλές μέρες τώρα δεν ήθελε. Σηκώνεται μηχανικά, βάζει τα ασιδέρωτα ρούχα του και ξεκινάει. “Λεφτά, κλειδιά, κινητό”, μουρμουρίζει, πριν φύγει. Για να φτάσει στη δουλειά παίρνει τον ηλεκτρικό και το μετρό· ακούει τα χασμουρητά των διπλανών και εκείνο το επίμονο μουρμουρητό από τα ακουστικά των κινητών. Βλέπει τα πρησμένα μάτια της αϋπνίας και τα κολλαριστά πουκάμισα των διπλανών και κάνει σενάρια με το μυαλό του. Του αρέσει αυτό το παιχνίδι. Κάνει πάντα ευχάριστα σενάρια· αϋπνίες λόγω ξεφαντώματος και πάθους, ευτυχισμένες συζύγους, που σιδερώνουν με ευχαρίστηση, πρωινά τύπου διαφήμισης.

Μόλις φτάνει στη δουλειά του ξεκλειδώνει βαριεστημένα την πόρτα του κουβουκλίου του. Δύο επί δύο το κλουβί του, όπως το λέει. Παλιά το έλεγε χαριτολογώντας, τώρα πια νοιώθει πουλί φυλακισμένο. Σέρνει το τζαμένιο παραθυράκι και κολλάει το τσαλακωμένο χαρτί με τα έντονα γράμματα, “Φωτοτυπίες”. Βγάζει φωτοτυπίες στο ισόγειο δημόσιας υπηρεσίας· πιστοποιητικά, βεβαιώσεις, παντός τύπου έντυπα. Όλα περνάνε από τα χέρια του. Καμιά φορά ρίχνει κρυφές ματιές από συνήθεια πλέον, παρά από περιέργεια.

Όταν δεν έχει δουλειά βγαίνει στο πεζοδρόμιο και καπνίζει. Κοιτάει τις κοπέλες, που περπατούν στο δρόμο στρώνοντας συχνά πυκνά τα μαλλιά του, που είναι πατικωμένα με μπόλικο ζελέ. Από το στυλ του θα τον περνούσε κανείς για σαραντάρη αλλά είναι μόλις 35. Μοιάζει με φιγούρα παλιάς ελληνικής ταινίας. Τις βλέπει τις Κυριακές τρώγοντας έτοιμο φαγητό και γελάει. Γελάει πιο σπάνια τελευταία, αναγκαστικά, για να είναι ευγενικός. Μιλάει πιο σπάνια τελευταία, αναγκαστικά, για να είναι ευγενικός. Χαιρετάει πιο σπάνια τελευταία, για να είναι ευγενικός. Και κλαίει πιο συχνά τελευταία, για να είναι αληθινός.

Όταν σχολάει παίρνει το τρόλεϊ. Πηγαίνει στη μάνα του. Νοσηλεύεται για τέταρτη φορά στο νοσοκομείο. Πάει τη βλέπει και κλαίει κρυφά στο διάδρομο. Της πηγαίνει τα αγαπημένα της λουλούδια και στολίζει το σιδερένιο κομοδίνο της. Την αγαπάει τη μάνα του πολύ αλλά ξέρει, πως έχει κουραστεί, και αυτή και κείνος. Εκείνη σηκώνει το χέρι της και τον κοιτάει στα μάτια. Εκείνος τη χαϊδεύει και τη φυλάει στο μάγουλο. Όχι στο μέτωπο, όχι. Αυτό το φιλί θα περιμένει την τελευταία πράξη. Δε θέλει ούτε να το σκέφτεται. Βλέπει τάχα τους ορούς, αν είναι εντάξει, για να μη βλέπει την όψη της. Δεν το αντέχει· Από μικρός ήταν λιγόψυχος, αλλά υπομένει τις περιγραφές των γιατρών και των νοσοκόμων.

Με τους ιατρικούς όρους να έχουν γεμίσει τον εγκέφαλό του, όχι ότι τους καταλαβαίνει, γυρίζει στο πατρικό του με τα παλιά έπιπλα, γούστο της μάνας του, και παραγγέλνει το φαγητό του. Νοσταλγεί τις φακές της, που δε γούσταρε από παιδί, τις μπάμιες και τα φασολάκια της. Στην κατάψυξη έχουν μείνει ζυμωμένα μπιφτέκια αλλά δεν τα πειράζει. Έχει σκεφτεί να τα ψήσει αφού φύγει και έτσι όπως τα υλικά θα κάνουν πάρτι στον ουρανίσκο του, θα την κρατάει λίγο ακόμα ζωντανή, έστω στη μια του αίσθηση.

Κοιμάται με την τηλεόραση ανοιχτή. Δεν κάνει ψύχρα ακόμα και έτσι δεν έχει κατεβάσει ακόμα από το πατάρι την πικέ κουβέρτα της γιαγιάς του, που τόσο αγαπά η μάνα του. Σκέφτεται να της την πάει στο νοσοκομείο, να τη σκεπάζει με αυτήν, γιατί συχνά την αναφέρει τη μητέρα της, αλλά συνέχεια το αναβάλλει. Ξυπνάει χαράματα και κλείνει την τηλεόραση βιαστικά. Δεν έχει πια όρεξη να βλέπει τα “ακατάλληλα για ανηλίκους”. Αισθάνεται και αυτός τώρα παιδί, μικρό και απροστάτευτο, παιδί πρώιμα ορφανό και εγκαταλελειμμένο. Τυλίγεται με το σεντόνι, όπως τότε, που φοβόταν τα φαντάσματα.

Ξημέρωνε καινούρια μέρα, είχε μπει το φθινόπωρο. Ήταν στις πρώτες του μέρες και ο ουρανός σιγόνταρε με λίγα αφράτα σύννεφα, ενώ ο ήλιος καθόταν άνετα επάνω τους, για να χουζουρέψει λίγο ακόμα. Το ίδιο ήθελε και εκείνος αλλά το κλουβί του τον περίμενε. Ακολούθησε την ίδια διαδρομή. Κολλαρισμένα πουκάμισα, ατσάκιστα κουστούμια, επαγγελματικές τσάντες, τραγούδια στα κινητά. Δεν την άντεξε τη μουρμούρα στα αυτιά ενός ροκά και άλλαξε θέση.

Αφού καλημέρισε το σεκιουριτά, άνοιξε το παραθυράκι του και βγήκε να καπνίσει. Κοίταξε τα σύννεφα και σκέφτηκε πως δεν είναι ώρα για δάκρυα. Μπήκε μέσα και έκανε πως έψαχνε χαρτιά, για να αποφύγει την κουβέντα του σεκιουριτά. Οι ώρες κυλούσαν, όπως οι ώρες κάθε άλλης μέρας. Γύρω στη μία και ενώ είχε βγει για τσιγάρο, παραμέρισε για να μπει μια κοπέλα. Έστρωσε τα μαλλιά του και της χαμογέλασε. Εκείνη δεν του έδωσε σημασία.

Μπήκε και βγήκε πάνω από πέντε φορές, ώσπου την είδε πάλι μπροστά του. “Φωτοτυπίες θα ήθελα, την πρώτη σελίδα, την τελευταία και αυτή, που έχουν γράψει στην εφορία”, του είπε μάλλον επιτακτικά. “Όλες δηλαδή”, της είπε και χαμογέλασε ψεύτικα. ” ‘Όχι όλες”, του απάντησε πειραγμένη, “έχει κι άλλες”. Καθώς έβγαζε τις φωτοτυπίες είδε- όχι από περιέργεια- ότι εκείνη είναι ψυχολόγος. Μόλις τελείωσε τη δουλειά τής είπε “Η μάνα μου είναι στο νοσοκομείο… φεύγει… και δεν μπορώ να κάνω τίποτα” και κοίταξε το φωτοτυπικό σαν να έλεγε “δεν μπορώ να βγάλω αντίγραφό της”. Εκείνη του είπε θλιμμένη, “Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Κουράγιο”. Δεν της πήρε χρήματα. Θα τα φυλάξει, σκέφτηκε, να ανάψει ένα κερί.

Φεύγοντας μουδιασμένη με το κόκκινο φόρεμά της, έριξε μια ματιά στις φωτοτυπίες, που κρατούσε στα χέρια της. Άχρηστα τα πρωτότυπα, άχρηστα και τα αντίγραφα της· των πτυχίων της, της έναρξης εργασιών…

 

_

γράφει η Βίκη Κοσμοπούλου

Ακολουθήστε μας

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Η αφιέρωση

Η αφιέρωση

ΤΟΝ ΕΙΔΕ ή δεν τον είδε; Ιδού η απορία, η οποία δυστυχώς δεν θα λυθεί σε κάποιο άδηλο σαιξπηρικό μέλλον, αλλά σήμερα το βράδυ όταν επιστρέψει στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν που γύρισε το κεφάλι μέσα από το Καγιέν, το οποίο έστριβε αργά από την Ακαδημίας προς την...

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

3 σχόλια

3 Σχόλια

  1. Βαγγέλης Θερμογιάννης

    Ό,τι πιο όμορφο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό…

    Απάντηση
  2. Άννα Ρουμελιώτη

    Δυνατή ιστορία….. αφυπνίζει πληθώρα συναισθημάτων!!

    Απάντηση
  3. Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

    “Μιλάει πιο σπάνια τελευταία, αναγκαστικά, για να είναι ευγενικός. Χαιρετάει πιο σπάνια τελευταία, για να είναι ευγενικός. Και κλαίει πιο συχνά τελευταία, για να είναι αληθινός.”

    Μοναξιά… ερημιά… θλίψη…
    Ένα εξαιρετικό διήγημα!
    Θερμά συγχαρητήρια, φίλη μου Βίκυ!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου