«Έβαλε ο Θεός σημάδι»
Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι ο πατέρας του στον Άδη
άκουσε μια τουφεκιά.
Της γενιάς μου βασιλιά,
μην κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες αθάνατο νερό
να νικήσεις τον καιρό.
Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι η μανούλα του στον Άδη
τράβηξε μια χαρακιά.
Της καρδιάς μου βασιλιά
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μην περνάς τη χαρακιά
η ζωή είναι πιο γλυκιά.
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ένας από τους μεγάλους μας λογοτέχνες ο Νίκος Γκάτσος, με μεγάλο στιχουργικό έργο, μεταφράσεις αλλά και τη μοναδική του ποιητική συλλογή «Αμοργός», άφησε εξαιρετικές δημιουργίες τόσο στην ποιητική όσο και στη μουσική ιστορία.
Το τραγούδι «Έβαλε ο Θεός σημάδι» γράφτηκε το 1974. Μελοποιήθηκε από τον Σταύρο Ξαρχάκο και την αξεπέραστη και ανατριχιαστική ερμηνευτική υπογραφή έβαλε ο αρχάγγελος της Κρήτης, Νίκος Ξυλούρης.
Η στιχουργική ικανότητα του Νίκου Γκάτσου και το εύστοχό του πάντρεμά με την ποίηση, είναι ολοφάνερα ακόμα και σε αυτούς τους λιγοστούς στίχους που θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε παρακάτω.
Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
Η πιο δυνατή φράση που επαναλαμβάνεται στους στίχους και αποτελεί και τον τίτλο του έργου «Έβαλε ο Θεός σημάδι» προετοιμάζει τον ακροατή πως ό,τι πρόκειται να ιστορηθεί, αποφασίστηκε από το Θεό. Ο Θεός αποφασίζει τη μοίρα ενός νέου ανθρώπου, ενός παλληκαριού. Γιατί μόνο η θεϊκή παρουσία μπορεί να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση και να απαλύνει με αυτόν τον τρόπο τον πόνο για την αδικία αυτή, του να χάνεται δηλαδή ένας νέος άντρας, ένα παλληκάρι.
Η παλληκαρήσια μορφή του νέου επιβεβαιώνεται από την καταγωγή του. Τα Σφακιά, το ξακουστό χωριό της Κρήτης του Νομού Χανίων, είναι ένας αδούλωτος τόπος, φημισμένος για τους λεβέντες του. Κρητικοί που δε χαρίστηκαν στον εχθρό μα ούτε και στην Ιστορία. Μια τέτοια καταγωγή δηλώνει πως ο θάνατος αυτός αποτελεί μεγάλη απώλεια. Όπως όταν σκοτώνεται ένας αετός και χάνεται η δυναμική του ουρανού, έτσι κι εδώ χάνεται η δυναμική ενός τόπου και αυτό μας προετοιμάζει για έναν θρήνο μεγάλο και σημαντικό.
κι ο πατέρας του στον Άδη
άκουσε μια τουφεκιά.
Ο πρώτος που θα μάθει τα μαντάτα αυτής της απώλειας, είναι ο πεθαμένος του πατέρας. Η τουφεκιά που θα στερήσει τη ζωή του γιου του ακούγεται μέχρι τον Άδη. Ο ποιητής δε μας διευκρινίζει πώς, πού και γιατί σκοτώθηκε ο νέος άντρας. Από την προηγούμενη περιγραφή αντιλαμβανόμαστε πως για να χαθεί η ζωή ενός νέου και γερού Κρητικού λεβέντη, οι συνθήκες θα πρέπει να ήταν δύσκολες, ίσως πολεμικές, σε κάθε περίπτωση τραγικές αφού ο αχός της τουφεκιάς φτάνει μέχρι τον Άδη.
Της γενιάς μου βασιλιά,
μην κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες αθάνατο νερό
να νικήσεις τον καιρό.
Οι επόμενοι στίχοι βάζουν τον ακροατή να θρηνήσει μαζί με τον πατέρα του νεκρού. Η προσφώνηση «Της γενιάς μου βασιλιά», από τον πατέρα μουδιάζει αμέσως τον ακροατή. Ο γιος κουβαλά όχι μόνο το επίθετο του πατέρα του, αλλά είναι ο εκπρόσωπος της γενιάς του, το κλαδί του δέντρου του. Το σπάσιμο αυτό σπάει τη φυσική αλυσίδα. Δε θα υπάρξουν απόγονοι πια, μαζί με τη ζωή του παλληκαριού χάνεται κι εκείνο το ανθρώπινο μοναδικό αίσθημα, εκείνο της ελπίδας που συνοδεύει ακόμα και την τελευταία του στιγμή κι όσο ζει τον καθιστά αθάνατο! Ο βασιλιάς της γενιάς του σκοτώθηκε. Ο πατέρας, που ξέρει ήδη ότι δε μπορείς να βγεις από κει μέσα, από τον τόπο των πεθαμένων, παλεύει να συμβουλέψει το γιο του να αναστρέψει το γεγονός. Η επιθυμία του ξεπερνά την πραγματικότητα και το μόνο που ζητά είναι να πιει εκείνος το αθάνατο νερό που θα τον επιστρέψει όχι μόνο στη ζωή αλλά και στην αθανασία, ώστε να μη σπάσει ποτέ ετούτο το πολύτιμο κλαδί. Ο πατέρας συμβουλεύει ακόμα και νεκρός. Ο πατέρας φωνάζει να προστατεύσει. Να μην αφήσει το γιο να περάσει το κατώφλι. Να ζήσει.
Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι η μανούλα του στον Άδη
τράβηξε μια χαρακιά.
Ο ακροατής που θρηνεί, περιμένει τους επόμενους στίχους. Περιμένει τη φιγούρα της μάνας. Ο Γκάτσος δεν αφήνει τελευταία τη μάνα για να τηρήσει την ιεραρχία –εξάλλου στην Κρήτη οι οικογένειες ήταν μητριαρχικές και όχι πατριαρχικές- αλλά για να πετύχει την κορύφωση του θρήνου, μιας και ο πόνος της μάνας για το χαμένο της παιδί δε μπορεί να συγκριθεί με κανέναν άλλο πόνο. Η χαρακιά που τραβά, χωρίζει τη γη από τον Άδη μιας και η μάνα του είναι νεκρή και οι επόμενοι στίχοι, θα χαράξουν στην καρδιά του ίδιου του ακροατή. Η μάνα, τραγικό πρόσωπο, ενάντια σε κάθε λογική, ενάντια σε κάθε φυσική προσταγή, παραμένει μέσα στην απόγνωσή της ψύχραιμη και προσπαθεί να τον κρατήσει μακριά από τη μοίρα του. Η δύναμη της αγάπης της μάνας ξεπροβάλλει με έναν μοναδικό κι ανεπανάληπτο τρόπο μέσα από τους στίχους αυτούς του μεγάλου ποιητή!
Της καρδιάς μου βασιλιά
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μην περνάς τη χαρακιά
η ζωή είναι πιο γλυκιά.
Για τον πατέρα, ο γιος αντιπροσώπευε τον βασιλιά της γενιάς του. Για τη μάνα, ο γιος της είναι ο βασιλιάς της καρδιάς της. Ο Γκάτσος δίνει το σημείο αναφοράς των γονιών. Τον τρόπο που κοιτούν και μεγαλώνουν το παιδί τους. Τον τρόπο που το βλέπουν να μεγαλώνει να γίνεται άντρας. Ο πατέρας βλέπει έναν άξιο συνεχιστή, η μάνα τον ορίζει δικό της βασιλιά. Το άτομο που ορίζει τη ζωή της. Το γεγονός αυτό, κορυφώνει τον θρήνο του τραγουδιού. Ο γιος της, με τον ήλιο στα μαλλιά, δηλώνει το νεαρό της ηλικίας του, το φως της ψυχής του, την ομορφιά του. Ένας στίχος αρκεί για να αποτυπωθεί η δυνατή αγάπη της μάνας για το παιδί της. Χαράζει το χώμα και εκλιπαρεί. Εκεί στο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Στέκει στην πόρτα του Άδη και τον παρακαλά να μην περάσει. Η ζωή αγόρι μου, είναι πιο γλυκιά. Προσπαθεί να τον πείσει να «παρανομήσει» στους φυσικούς κανόνες. Να τον γλυκάνει για να κάνει πίσω.
Η ανιδιοτελής αγάπη της μάνας, φαίνεται από το πολύ χαρακτηριστικό αυτό σημείο. Ο γιος της φτάνει στον τόπο που είναι και εκείνη. Θα μπορούσε να τον περιμένει, για να τον δει, να τον σφίξει στην αγκαλιά της μα η αγάπη της είναι πιο πάνω από την προσωπική της επιθυμία. Ο γιος της θέλει να ζήσει. Να χαρεί τη γλυκιά ζωή. Να ευτυχήσει. Να μη στερηθεί τούτη τη γλύκα.
Το κομμάτι αυτό μας ανατριχιάζει και μας βουρκώνει. Μας πονά. Ο Νίκος Γκάτσος είναι –ναι- ένας μεγάλος ποιητής. Περιγράφει με ελάχιστους στίχους ένα ολόκληρο σκηνικό. Ζούμε μαζί τη σφαίρα που ρίχνει κάτω στο χώμα ένα παλληκάρι. Ταιριάζουμε με την αγωνία των γονιών να αλλάξουν την ιστορία και θρηνούμε την απώλεια του νέου άντρα. Συμπονούμε τους κακότυχους γονιούς που ο θάνατος τους έφερε όλους στην απέναντι μεριά.
Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ποιοτικής γραφής και στιχουργικής ικανότητας που η σύνθεση του Σταύρου Ξαρχάκου και η ερμηνεία του εξαιρετικού Νίκου Ξυλούρη το απογείωσαν. Το τραγούδι αυτό ακούγεται πάντα στο ραδιόφωνο και στις τηλεοράσεις κάθε 8 του Φλεβάρη και ταυτίζεται με την απώλεια αυτού του μεγάλου Ανωγειανού τραγουδιστή, του Νίκου Ξυλούρη, που έφυγε και εκείνος άδικα από τη σφαίρα του καρκίνου.
Μπράβο Μάχη!
Φίλη μου τον θαυμασμό μου!!Μπράβο σου !!!!
Σας ευχαριστώ και τους δυο. Το κομμάτι αυτό το αγαπώ. Έχει μια αγαπημένη “τριλογία” ανθρώπων…για μένα. Ξαρχάκος, Γκάτσος, Ξυλούρης… Τι να πει κανείς για αυτούς τους ανθρώπους…και το έργο τους.
Πόσο δύσκολο είναι να βρεις σε αυτόν το χαμό τού ιντερνέτ τέτοια κείμενα.
Είναι σαν να βρίσκεις ΤΡΟΎΦΑ στο δάσος.
Το ευχαριστώ μου στέκει λίγο… Να ΄στε καλά…