–
γράφει ο Άγγελος Κουτσούκης
–
Το μυθιστόρημα του Amor Towles ”Ένας τζέντλεμαν στη Μόσχα”, είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του. Η ζωή ενός τζέντλεμαν, παλαιάς κοπής, του κόμη Αλεξάντερ Ιλιτς Ροστόφ, που η ζωή τα έφερε έτσι, και όχι μόνο σε αυτόν, και επί των ημερών του ήρθαν τα πάνω – κάτω στη Ρωσία.
Γεννημένος αριστοκράτης, αλλά, κυρίως, τζέντλεμαν, βρίσκεται έγκλειστος από το καινούργιο καθεστώς, στο εμβληματικό ξενοδοχείο ”Μετροπόλ”, δυο βήματα από το Κρεμλίνο. Εκεί, θα ζήσει από το 1922 μέχρι μετά το τέλος του πολέμου, κινούμενος μέσα στο αρτ – ντεκώ σκηνικό του ξενοδοχείου, αρχικά ως κόμης, αργότερα ως ΄΄σύντροφος΄΄ και τελικά ως αρχισερβιτόρος. Μέσα σε αυτά τα χρόνια θα δει την κοινωνία που γεννήθηκε να εξαφανίζεται, το ίδιο και τους φίλους και γνωστούς του, καθώς το νέο καθεστώς που αναδύεται, ουσιαστικά δημιουργεί τον κόσμο από την αρχή. Τα μόνα εφόδια που έχει ο Κόμης Ροστόφ για να υπάρξει στο καινούργιο περιβάλλον, είναι αυτά που τον κάνουν έναν ουσιαστικό τζέντλεμαν.
Bon viveur, γνώστης της καλής κουζίνας, των κρασιών και των μυστικών που κρύβουν οι ετικέτες τους, και κυρίως κάτοχος ενός λεπτού τρόπου ζωής όπου τα πάντα είναι τοποθετημένα κάπου για κάποιο λόγο. “Γιατί, όσο αποφασιστική κι αν ήταν η νίκη των μπολσεβίκων επί των προνομιούχων τάξεων για λογαριασμό του προλεταριάτου, πολύ σύντομα θα έδιναν κι αυτοί τις δικές τους δεξιώσεις. Ίσως δεν θα ήταν τόσο πολλές όπως επί δυναστείας των Ρομανώφ -ούτε χοροί του φθινοπώρου, ούτε διαμαντένια ιωβηλαία-αλλά μοιραία κι εκείνοι κάτι θα είχαν να γιορτάσουν, είτε αυτό ήταν η εκατονταετηρίδα του Das Kapital είτε η αργυρή επέτειος της γενειάδας του Λένιν”. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση. Κάπως έτσι ο κόμης Ροστώφ θα μπορέσει να επιβιώσει σε μια εχθρική, απέναντι στον τίτλο του και σε ότι αντιπροσωπεύει, καινούργια άρχουσα τάξη. Και τα καταφέρνει. Αποκτά καινούργιους, ουσιαστικούς φίλους τον σεφ και τον ρεσεψιονίστα,ζει μια ζωή ”κανονική” έγκλειστος σε ένα αρτ ντεκώ σκηνικό, αυτό του ξενοδοχείου Μετροπόλ.
«Είναι δουλειά των καιρών να αλλάζουν. Και είναι δουλειά των κυρίων να αλλάζουν μαζί τους», λέει ο ίδιος κάποια στιγμή απευθυνόμενος στον διευθυντή του ξενοδοχείου.
«Από καταβολής κόσμου, σκέφτηκε, υπάρχουν εξόριστοι. Από τις πρωτόγονες φυλές μέχρι τις πιο προηγμένες κοινωνίες, πάντα υπήρχε κάποιος που κάποια στιγμή οι συνάνθρωποι του τον πρόσταζαν να μαζέψει τα μπογαλάκια του, να περάσει τα σύνορα και να μην ξαναπατήσει ποτέ στα πάτρια εδάφη.
Ίσως να ήταν και αναμενόμενο. Η εξορία ήταν άλλωστε η τιμωρία που είχε επιβάλει ο Θεός στον Αδάμ στο πρώτο κεφάλαιο της ανθρώπινης κωμωδίας. Με την ίδια είχε τιμωρήσει και τον Κάιν μερικές σελίδες παρακάτω. Ναι, η εξορία ήταν παλιά όσο και η ανθρωπότητα. Όμως οι Ρώσοι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που σκέφτηκαν την ιδέα να εξορίσουν έναν άνθρωπο μέσα στην πατρίδα του. Ήδη, από τον 18ο αιώνα οι τσάροι είχαν σταματήσει να διώχνουν κλοτσηδόν τους εχθρούς τους από τη χώρα και προτιμούσαν να τους στείλουν στη Σιβηρία. Γιατί; Επειδή είχαν αποφασίσει ότι το να εξορίζεις έναν άνθρωπο από τη Ρωσία ήταν ανεπαρκής τιμωρία. Σε μια άλλη χώρα, ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να αφοσιωθεί στο έργο του, να χτίσει σπίτι, να κάνει οικογένεια. Θα μπορούσε δηλαδή, να ξεκινήσει τη ζωή του απ’ την αρχή. Όταν εξορίζεις έναν άνθρωπο μέσα στην ίδια του τη χώρα δεν υπάρχει καινούργιο ξεκίνημα».
Βέβαια, όπως όλοι οι έγκλειστοι, έστω και σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ο κόμης βρίσκει τρόπους, μέσα στην καθημερινότητα του, να δημιουργεί μοναδικές στιγμές. «Μετά, αφού γέμισε το φλιτζάνι του με τον καφέ, άρχισε να απολαμβάνει στο έπακρο τις πρωινές συγκινήσεις.
Την τραγανή στιφάδα του μήλου…
Την καυτή πικράδα του καφέ…
Την πικάντικη γλύκα του μπισκότου με την ανεπαίσθητη ταγκίλα του βουτύρου…
Ήταν τόσο τέλειος ο συνδυασμός ώστε όταν τελείωσε, ο κόμης ένιωσε τον πειρασμό να γυρίσει ξανά τη μανιβέλα, να κόψει ξανά το μήλο στα τέσσερα, να κάνει κομματάκια το μπισκότο και να απολαύσει το πρόγευμα του από την αρχή. Όμως ο χρόνος κι η παλίρροια δεν σταματούν για χάρη κανενός».
Ένας τζέντλεμαν στη Μόσχα, λοιπόν. Ένα μυθιστόρημα που όπως έγραψαν στο Starred Review
Με χρονική έκταση που απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες, ένα μυθιστόρημα μεγαλειώδες από κάθε άποψη, μια αδιάκοπη απόλαυση που ξεχειλίζει χάρη, προσωπική σοφία και φιλοσοφική διάθεση. Ένα βιβλίο όπου οι αγριότητες της εποχής δεν καταφέρνουν να εξαλείψουν το μεγαλείο των γνήσιων ανθρώπινων δεσμών και τις αναμνήσεις που αφήνουν πίσω.
Ένα μυθιστόρημα ιστορικό που είναι, κυρίως, ανθρώπινο που, μας δείχνει, με τον δικό του τρόπο, ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει ελπίδα.
0 Σχόλια