Η ανάσα της βαριά. Το σώμα της σπαρταράει. Χέρια και πόδια τινάζονται στον αέρα. Στο πρόσωπό της οι μορφασμοί εναλλάσσονται με απίστευτη γρηγοράδα. Αυτή τη στιγμή γελάει. Ζει σ’ ένα δικό της κόσμο. Λίγο μετά, αρχίζει να παραμιλά. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει γύρω της, αφηρημένα. Τα βλέφαρα κλείνουν απότομα. Τολμώ να τη χαϊδέψω, μα τρομάζει. Απομακρύνομαι για λίγο από κοντά της. Πιθανότατα, αντί να της φέρνω καλοσύνη, της μεταδίδω την ένταση και την αγωνία μου και επιδεινώνω την κατάστασή της. Κλαίω, για εκείνη. Τι απάνθρωπο, να κλαις τον άνθρωπό σου, ζωντανό. Όχι, δεν είναι ζωή αυτή. Είναι Γολγοθάς, που τον διαβαίνει μόνη. Κανένας δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Ούτε κι εγώ, το αγαπημένο μικρό κοριτσάκι της. Θέλω να της πω τόσα πολλά, μα σιωπώ. Ούτε και εκείνη μου μιλά, μόνο με φιλάει. Νιώθω αδύναμη, ανήμπορη. Άραγε, η ίδια, πώς να νιώθει; Οι παλμοί της πέφτουν. Με κοιτά για τελευταία φορά. Τα δάκρυά μου στέρεψαν. Το ταξίδι της τώρα αρχίζει.
–
γράφει η Βάσω Καρλή
αχ…Βάσω…δύσκολο..
Πραγματικά δεν περιγράφεται μέσα σε λίγες γραμμές … ούτε και σε πολλές.