Εσύ το ξέρω, προτιμάς τυρόπιτα πασπαλισμένη με σποράκια, είσαι της υγιεινής διατροφής…
Έτσι κι εκείνο το πρωί, πήρες την τυρόπιτα με τους σπόρους και κάποιος από αυτούς έπεσε κάτω, στο πεζοδρόμιο κι έπειτα το αεράκι τον γλύτωσε και τον έσπρωξε στη ρίζα της κολώνας, σ’ έναν πόντο χώμα.
Μπορεί να είχε ταλαιπωρηθεί, να είχε περάσει από φούρνο, όμως περιέργως, ήταν ακόμα ζωντανός.
Οι φθινοπωρινές βροχές έφτασαν μέχρι εκεί, μέχρι την κολώνα κι ο σπόρος φούσκωσε κι ετοιμάστηκε να ριζώσει.
Θα προτιμούσε κάποιο χωράφι κάτω από τον ήλιο, όμως αφού είχε γλυτώσει κι είχε πιει μπόλικο βρόχινο νερό, ήταν ικανοποιημένος.
Οι λίγες ακτίνες που έπεφταν πάνω του ήταν αρκετές για ν’ αρχίσει να σηκώνει το ανάστημά του.
Οι μήνες περνούσαν κι εκείνος μεγάλωνε σε μια σταλιά γη κι ίσως κανένας από τους χιλιάδες ανθρώπους που περνούσαν κάθε μέρα από μπροστά του να μην είχαν αντιληφθεί την ομορφιά του.
Ήταν ήδη Ιούνης κι εκείνος έδενε τους σπόρους στο στάχυ του και τους γέμιζε μέρα μέρα.
Όταν τον είδα με φόντο τον μεσημεριάτικο ήλιο, έγερνε από το βάρος τους.
Τον θεώρησα θαύμα κι εκείνος θα το ήθελε πολύ να ήταν σε κάποιο χωράφι, να τον θερίσουν με το χέρι κι έπειτα να γίνει ψωμί, να θρέψει ανθρώπους, όμως η μοίρα του ήταν άλλη κι άλλη η ελπίδα του… Έλεγε πως ίσως εκείνοι οι σπόροι πάνε πιο πέρα με κάποιο αέρι και δώσουν κι άλλα σπαρτά την άλλη χρονιά, εκεί, στα μικρά στενά της Αθήνας, μέχρι που οι άνθρωποι τους δώσουν σημασία, μέχρι που αρχίσουν να ασχολούνται με τα μικρά πράγματα, αυτά που έχουν τη μεγάλη αξία…
ΥΓ.: Το στάχυ είναι αληθινό κι ίσως ακόμα υπάρχει σε μια γωνιά της Σόλωνος…
_
γράφει ο Νίκος Νασόπουλος
0 Σχόλια