Έριξα το κέρμα μου αποφασιστικά, τα ανυπόμονα μάτια μου στρίμωξα στους φακούς και κοιτάζω με αγωνία να το βρω εκείνο το πρώτο ανθάκι. Με ξεγέλασε βλέπεις και πάλι η αμυγδαλιά και είπα άνοιξη το χειμωνιάτικο Φλεβάρη και κόντεψα να τα μπερδέψω. Μα πέσανε τα άνθη της αμυγδαλιάς ξεμασκαρεύτηκε η αλήθεια και ξέφτισε η κόκκινη καρδιά του Βαλεντίνου. Η καρδιά η ενήλικη όμως γνωρίζει και λαχταρά. Και τώρα προσμένω την κόκκινη παπαρούνα με τη λαμπάδα, τις άσπρες μαργαρίτες από το μαγιάτικο στεφάνι, το άρωμα της πρασινάδας, το γαλανό ουρανό. Να πετάξει ψηλά ο χαρταετός της αγάπης, να φέρει το Μάρτη να τον φορέσω στο χέρι για φυλαχτό. Άσπρες και κόκκινες κλωστές να δέσω στον καρπό σα μόνιμο ξεμάτιασμα από γιαγιά γλυκιά. Να το γλιτώσω το μάτι το κακό. Να έρθει ο Μάρτης. Να τον τριγυρίσω στα σοκάκια της Πλάκας, στα περιβόλια με τα τριαντάφυλλα και τις λεμονιές. Να ανακατευτούν και πάλι τα αρώματα γλυκόπικρα και ερωτευμένα… και να φωνάξω με τη σιγουριά ογδοντάχρονης “Απρίλη έλα αν σου βαστά!” και να ξεκαρδιστώ σα θεατρίνα και σα θεατής ταυτόχρονα, τούτης της φαρσοκωμωδίας…
Κύκλους κάνω με τούτο το μαραφέτι. Κάπου εκεί μακριά στον ορίζοντα αχνοφαίνεται σαν μικρό ουράνιο τόξο, τούτος ο ερχομός. Λίγο έμεινε. Μια ανάσα και έρχεται η ζαβολιάρα και ετοιμάζεται ολόκληρη η φύση. Τρεις άντρες σωματοφύλακες πιστοί την χορεύουν και τη σηκώνουν ψηλά στα χέρια και εκείνη αέρινη και σαγηνευτική, τα χέρια απλώνει και κοιτά τον ουρανό γελώντας και εκείνος κοκκινίζει. Τα σύννεφα βάζει μπροστά του και την κρυφοκοιτάζει. Ιδρώνει από τη σκέψη και να σου μια τελευταία βροχή να κρύψει τα αποδεικτικά στοιχεία να μην τον κοροϊδέψει ο ανταγωνιστής ο ήλιος. Τίποτα δε θα μείνει όρθιο με δαύτην το ξέρει μα και πάλι την προσμένει.
Χρυσός προβάλλει ο Μάρτης. Θα αρπάξει σε λίγο το μικρόφωνο στη σκηνή και θα την προλογίσει. Και τρέχοντας θα φύγει ο Φλεβάρης. Η Άνοιξη γελά μαζί του κάθε φορά και εκείνος πάντα ντρέπεται και σταματά. “Βρήκες κι εσύ μια μέρα για να γιορτάζεις τον έρωτα καλέ μου… εγώ τους φέρνω μια ολόκληρη εποχή...” του λέει σαν τον συναντά στην πόρτα. Κι εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα και της φιλά το χέρι. “Καλωσόρισες” της λέει πάντα ταπεινά και ξανατρέχει γρήγορα νιώθοντας το χαχανητό της να γαργαλά τα αυτιά του…
Εκεί μακριά στη θάλασσα τα γύρισα τα κιάλια. Χοροπηδάνε από χαρά τα λαμπερά δελφίνια, χειροκροτούνε οι αφελείς και οι ακάτεχοι ψαράδες. Οι γλάροι ακολουθούν το ανοιξιάτικο καράβι και η βασίλισσα χαιρετά τα πλήθη σαν βασίλισσα καρναβαλιού. Γελάω με τη σκέψη. Σαν καρναβάλι. Αυτός είναι ο έρωτας. Σε ντύνει με στολές σε κάνει γενναίο και ντροπαλό. Βάζεις τη μάσκα μήπως και ξεστομίσεις τα κρυφά σου λόγια. Σε τριγυρνά σε γαϊτανάκια και μπερδεύεσαι στις λέξεις στις ματιές…ζαλισμένος θα βγεις κάπου εκεί στην άκρη, τυλιγμένος με σερπαντίνες και κομφετί στα μαλλιά να αναρωτιέσαι αν έγινες εσύ ο φετινός καρνάβαλος. Παλεύεις να φορέσεις την κατάλληλη στολή για να ταιριάξει γάντι στον έρωτα του Απρίλη να κοκκινίσει η καρδιά. Και κάθε φορά νομίζεις πως τη βρήκες εκείνη την πανοπλία που θα σε απαλλάξει από οποιονδήποτε πόνο. Μα είναι άνιση η μάχη και ακάτεχος πάντα τριγυρίζεις ανάμεσα στο καρδιοχτύπι και το δάκρυ. Πάντα κάτι σου ξεφεύγει και λιγώνεις. Πάντα κάτι θα λείπει από το παζλ και θα ξενυχτάς για να το βρεις…
Τη βλέπω από τα κιάλια με δέος. Η φύση πρώτη καρδιοχτυπά. Το χώμα πάλλεται κάτω από τα πόδια μου. Τα δέντρα πρασινίζουν. Ένα αόρατο πινέλο σε λίγο θα ζωγραφίσει με λεπτομέρεια τα νέα τους άνθη. Μπροστά από το άρμα της περπατά με βήμα αντρίκιο και αποφασιστικό ο Μάρτης. “Έρχονται” σκέφτομαι και αναριγώ. Τούτος ο θίασος θα παίξει από κωμωδίες μέχρι βαριά δράματα. Θα γεμίσει ο κόσμος από κόκκινες καρδιές μπαλόνια. Άλλα θα κρατηθούν σφιχτά στο χέρι και άλλα θα τα πάρει ο άνεμος ψηλά και θα σκορπά σαν ηχώ το κλάμα της απώλειας που βγάζει το παιδί που μένει να κοιτά απελπισμένο κι απογοητευμένο τον τυχερό ουρανό…
Κάνω πίσω από τα κιάλια απότομα! Και παίρνω βαθιές ανάσες.
Βάλε τα καλά σου φίλε μου. Κάνε και καμιά προσευχή δε βλάπτει.
Πες και κανένα ξόρκι αν σε βολεύει. Κράτα και κάνα γούρι.
Έρχονται σου λέω.
Δε μας σώζει κανείς…
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
Νοσταλγικό, ταξιδιάρικο, γεμάτο χρώματα, μυρωδιές και αναμνήσεις! Υπέροχο! Μπράβο, Μάχη!
Σε ευχαριστώ πολύ!!