–
γράφει η Ανθή Λεκάτη
–
«Στη ζωή όλων μας έρχεται κάποια μέρα που βρισκόμαστε ορφανοί από πατέρα και μητέρα. Μετά την παιδική ηλικία, τίποτα δεν μας γλυτώνει από αυτήν τη διπλή απώλεια. Αν δεν μας έχει συμβεί ακόμη, στέκει μπροστά μας». Έτσι ξεκινά αυτό το μικρό βιβλιαράκι της Λίντια Φλεμ, ψυχαναλύτρια στο επάγγελμα, η οποία μετά την απώλεια των γονιών της ξεκίνησε να γράφει για την εμπειρία της, προκειμένου να αιχμαλωτίσει το ορμητικό κύμα των συναισθημάτων και να του προσφέρει καταφύγιο, όπως αναφέρει η ίδια. Το βιβλίο αυτό δεν προσεγγίζει τον θάνατο και το πένθος ψυχαναλυτικά αλλά ανθρώπινα, ως βίωμα κάθε ενήλικα που μπαίνει πλέον στο άδειο πατρικό σπίτι και κατακεραυνώνεται από ερωτήματα υπαρξιακά, ηθικά αλλά και πρακτικά. Είναι η αποτύπωση των σκέψεων ενός ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με κάτι εντελώς πρωτόγνωρο που συμπυκνώνεται στο επώδυνο συναίσθημα της απώλειας. Δεν έχει συναισθηματικές εξάρσεις, περιττές υπερβολές ή μελοδραματικό λόγο. Αντιθέτως, το γράψιμό της είναι απλό, μεστό, μετρημένα συναισθηματικό, με εύστοχους συνειρμούς και σκέψεις που σκάβουν συχνά λίγο πιο βαθιά το κέλυφος του θανάτου και του πένθους. Έτσι στους στοχασμούς που καταθέτει με μεγάλη ειλικρίνεια μπορεί να διακρίνει κανείς αχνές ψυχαναλυτικές αποχρώσεις- βοηθά εδώ η επαγγελματική της ιδιότητα- όπως για παράδειγμα «Πόσα παιδιά- ίσως και οι εμείς οι ίδιοι- δεν οφείλουν άραγε τη σύλληψή τους στην επιθυμία εναντίωσης στο θάνατο και στον πόνο ενός πένθους, την οποία ικανοποιεί η απόλαυση του έρωτα;» που πατά στο δίπολο ζωής και θανάτου, στο υπαρξιακό κενό που αφήνει η απώλεια του γονιού και την αναπλήρωσή του μέσα από την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής, μέχρι διλήμματα πιο καθημερινά, όπως τι να κάνει τα πράγματα που κληρονόμησε από τους γονείς της, τι να κρατήσει και τι να δώσει, τι δικαιώματα έχει πάνω σ’ αυτά και ποια ιστορία φέρουν.
Ο λόγος της είναι ειλικρινής και δε διστάζει να μιλήσει για όλη τη γκάμα των συναισθημάτων που περιδινούνται μέσα της. Συναισθήματα συχνά αντιφατικά, ευγενικά και βίαια, ντροπής και περηφάνιας, τρυφερά και επιθετικά απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους που μας διδάσκουν τι σημαίνει αγάπη και ασφάλεια ενώ την ίδια στιγμή «μας εξαντλούν, μας στραγγίζουν, μας ρουφάνε». Και ποιος άραγε ανάμεσά μας δεν έχει βιώσει αυτή τη διακύμανση των συναισθημάτων και δεν έχει κυριευτεί από την ενοχή απέναντι σ’ αυτή την αμφιθυμία που γίνεται αισθητή ακόμα και κατά τη διάρκεια του πένθους;
Και με όλα αυτά που αφήνουν πίσω τους τι γίνεται; Τι δικαιώματα έχει άραγε πάνω σε όλα αυτά τα αντικείμενα που έρχονται στην κατοχή της χωρίς η ίδια να το έχει ζητήσει, όλα αυτά που κάποτε αποτελούσαν τον ιδιωτικό κόσμο των γονιών της, έναν κόσμο στον οποίο αδιάκριτα- έστω και ακούσια- εισβάλλει και αποδομεί, ξεψαχνίζοντας τα μυστικά τους; Σημειωματάρια, φωτογραφίες, δώρα, οικονομικά έγγραφα, διακοσμητικά, προσωπικά αντικείμενα και ρούχα… Ένα πολύ ιδιαίτερο στιγμιότυπο, από τις πιο τρυφερές στιγμές, είναι όταν ανοίγει την ντουλάπα της μητέρας της και βλέπει άθικτο τον σάκο της γιαγιάς της που είχε αφήσει πεθαίνοντας στην μητέρα της και εκείνη δεν μπόρεσε ποτέ να τον αγγίξει. Τον είχε καταχωνιάσει βαθιά μέσα στην ντουλάπα μη μπορώντας ποτέ να κάνει αυτό που κάνει τώρα η κόρη της. Και άλλη μια σκέψη που αξίζει να σταθεί κανείς, είναι όταν διερωτάται για την σχέση της με τους γονείς, τους προγόνους της και όσα είχαν ζήσει (όπως για τη γιαγιά της, Ρωσίδα μετανάστρια διωκόμενη από τους ναζί, για την οποία δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα) αλλά και την ιστορία που φέρουν τα πρόσωπα, όχι σαν μεμονωμένες οντότητες πια αλλά συνολικά σαν οικογένεια: «Παριστάναμε πως ήμασταν μια μικρή οικογένεια χωρίς ιστορία: ο μπαμπάς, η μαμά, η οικιακή βοηθός και εγώ, ενώ ήμασταν: ο Χίτλερ, ο Στάλιν, η Ιστορία και εμείς» διαπιστώνει η συγγραφέας υποδηλώνοντας ότι κάθε οικογένεια κουβαλά ένα παρελθόν στο οποίο έχουν διασταυρωθεί τα μονοπάτια διαφορετικών ανθρώπινων εμπειριών και το οποίο συνειδητά ή ασυνείδητα επηρεάζει τον τρόπο σκέψης και δράσης των προσώπων που την αποτελούν.
Αναμφισβήτητα ένα τρυφερό και πάντα επίκαιρο βιβλίο που συγκινεί και αναμοχλεύει σκέψεις βαθιά καταχωνιασμένες, σαν τον κρυμμένο σάκο της γιαγιάς μέσα στην ντουλάπα.
0 Σχόλια