Απόψε, τουλάχιστον, θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και αμφιβάλλω αν είμαι καν ικανός να ψεύδομαι. Βλέπεις, μιλώ ξανά στο κενό, μα ακόμα και το κενό ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να ψεύδεται χωρίς πρώτα να κατέχει οποιαδήποτε άποψη. Και για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω σε τίποτα.
Τις μέρες που η μελαγχολία δεν με κατατρώει, που οι Ερινύες δεν με καταδικάζουν στο μαρτύριο της γραφής, λέω στον εαυτό μου πως αυτή η αδυναμία μου να πιστέψω σε οτιδήποτε ανθρώπινο ίσως να είναι η μεγαλύτερη αρετή μου. Ο Ντοστογιέφσκι, στο Υπόγειο, ισχυρίζεται ότι κάθε ευφυής άνθρωπος δεν μπορεί πραγματικά ούτε να ξεκινήσει ούτε να ολοκληρώσει οτιδήποτε, καταδικασμένος στο μοναδικό προορισμό της ατέρμονης φλυαρίας. Λοιπόν, πάντοτε θεωρούσα τον εαυτό μου ευφυή, και αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας απλώς επιβεβαιώνει την κρίση μου.
Αυτό, με κάποιον τρόπο, ήταν η υπερδύναμή μου, το χαρακτηριστικό που με ξεχώριζε από τους άλλους ενώ εκείνοι έβλεπαν τα πάντα μέσα από το στενό φίλτρο της υποκειμενικής εμπειρίας, εγώ πάντοτε, και εννοώ πάντοτε, έβλεπα τα πράγματα από μια αποστασιοποιημένη, περίοπτη θέση. Μια θέση που δεν μου προσέφερε κάποιο πλεονέκτημα, δεν μου χάρισε γαλήνη, μόνο μια αυξανόμενη αίσθηση αποξένωσης από το ανθρώπινο είδος. Κάποιος θα μπορούσε να το ονομάσει φώτιση. Ωστόσο, βλέποντας τα πάντα αντικειμενικά, δεν μπορούσα παρά να συνειδητοποιήσω πως δεν ήμουν εγώ αυτός που έκρινε, και όταν λέω “εγώ”, εννοώ την ανθρώπινη υπόστασή μου, αλλά ήταν σαν να είχα καταληφθεί από ένα πνεύμα δικαιοσύνης που αποφάσιζε τις μοίρες όσων με περιέβαλλαν.
Μα κανείς δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός απέναντι στην ανθρώπινη οδύνη αν την έχει βιώσει πραγματικά. Διαφορετικά, θα καταλάβαινε όλα τα περίτεχνα τεχνάσματα που επινοεί ο ανθρώπινος νους για να απελευθερωθεί από την ενοχή.
Κι έτσι, δεν έζησα…
Απλώς έκρινα…
Μια σύγχρονη Θέμιδα, προεδρεύοντας επί πάντων. Μα και αυτός είναι ένας απαραίτητος ρόλος στην κοινωνία μας, αυτός του δικαστή.
Γιατί κάθε άνθρωπος είναι εγκληματίας από τη στιγμή της γέννησής του. Βασικά, ακόμη και πριν από αυτήν, κάθε νεογέννητο έχει ήδη στερήσει τη δυνατότητα ύπαρξης από αμέτρητες άλλες πιθανές ζωές. Και όμως, αυτό το έγκλημα δεν μας απασχολεί, επειδή δεν μπορούμε καν να συλλάβουμε το ηθικό του φορτίο. Πράγματι, η χριστιανική θεολογία, με το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος, επιχείρησε να αποτυπώσει ακριβώς αυτήν την εγγενή ενοχή,απέδωσαν το φταίξιμο στους προγόνους μας. Φοβούμενη τη νεύρωση που θα προκαλούσε η παραδοχή της αλήθειας, επινόησαν έναν μύθο, ρίχνοντας την ευθύνη στους προγόνους μας, ώστε οι ένοχοι να απαλλαγούν από τις ίδιες τους τις πράξεις και τις προεκτάσεις τους. Ένα αίσθημα ενοχής πραγματικά παράλογο γιατί συμβαίνει παρά και όχι εξαιτίας των αποφάσεων τους.
Αλλά το έγκλημα δεν σταματά εκεί…
Διότι κάθε άνθρωπος είναι επίσης και ένας αυτόχειρας. Με κάθε απόφαση, δολοφονούμε αμέτρητες εκδοχές του εαυτού μας,εκδοχές που θα μπορούσαν να ωφελήσουν τόσο την κοινωνία ίσως να έκαναν καλό και στον ίδιο.. Γιατί να γράφεις σαχλή ποίηση που κανείς δεν πρόκειται να διαβάσει αντί να σπουδάσεις ανατομία για να γίνεις γιατρός και να σώσεις τόσους αδελφούς σου; Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αισθάνεται άγχος για μια τέτοια επιλογή, αλλά το άγχος από μόνο του δεν αρκεί, δεν είναι αρκετό για να εξαγνίσει την ενοχή, πρέπει να αναλάβεις δράση, να γίνει καλύτερος.
Μα όσο κι αν προσπαθήσεις, θα παραμείνεις δολοφόνος του πιθανού, και γι’ αυτό το άγχος δεν θα σε εγκαταλείψει ποτέ. Ό,τι κι αν κάνεις, παραμένεις δολοφόνος μιας πιθανότητας, και έτσι η αγωνία επιμένει. Τι κι αν τα ποιήματα σου ενέπνεαν τον κόσμο, τι κι αν είσαι ακατάλληλος να πιάσεις το νυστέρι;
“Κάνω τη σωστή επιλογή;” συνεχώς αναρωτιέσαι;
Η απάντηση είναι όχι.
Θα μπορούσες να έχεις επιλέξει καλύτερα, αλλά έχεις ήδη θάψει αυτήν τη δυνατότητα κάτω από στρώματα γελοίων, σιχαμερών δικαιολογιών, όλα για να ελαφρύνεις το βάρος σου. Και αυτό από όλα σου τα εγκλήματα είναι το πιο βαρύ γιατί είναι το μόνο που δημιούργησες εσύ, δεν ευθύνεται κανείς άλλος για την απόφαση σου να προδώσεις τον εαυτό σου χωρίς να απαιτήσεις καν από την αξιοπρέπειά σου το ελάχιστο αντάλλαγμα.
Και εγώ, πάνω απ’ όλους, είμαι ο μεγαλύτερος αυτόχειρας. Διότι έχω απαρνηθεί κάθε ίχνος ανθρώπινης συνείδησης.
Αλλά δεν έχω μιλήσει ακόμη για το βαρύτερο έγκλημα. Την πρόκληση πόνου στους άλλους,
ακόμα και σε εκείνους που σου προσέφεραν την καρδιά τους σε ασημένιο πιάτο,
μόνο και μόνο για να την πετάξεις στο έδαφος, λες και από τα σπασμένα κομμάτια θα μπορούσε να φυτρώσει ένα δέντρο που παράγει περισσότερες καρδιές. Διότι κάθε άνθρωπος, κάποτε, υπήρξε η αιτία του πόνου κάποιου άλλου. Και αυτό θα έπρεπε να σε ταράζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Πέρα από κάθε άλλο άγχος και δοκιμασία που βάζεις στον εαυτό σου, από αχαριστία και μόνο αποφασίζεις να υποβάλεις τους γύρω σου να γίνουν ενεργοί συμμετέχοντες στο δράμα σου. Αλλά εδώ ακόμα και εγώ θα σε δικαιολογήσω γιατί είσαι και εσύ απλά ένα θύμα των ιδιαίτερων συνθηκών σου, όλοι οι άλλοι είναι σαν εσένα, υποκείμενα στο βασανισμού σου.
Μα τι σημασία έχουν άραγε όλα αυτά όταν δεν είμαστε τίποτα παρά αστερόσκονη.
Μα δεν είσαι σκόνη στον άνεμο. Μακάρι να ήσουν…
Είσαι μια σφαίρα, μια σφαίρα προορισμένη να συγκρουστεί με κάθε ψυχή που είχε την αφέλεια να σου προσφέρει καλοσύνη.
Αλλά ευτυχώς, εγώ δεν είμαι σφαίρα.
Ή μάλλον, είμαι, αλλά αυτός που κρατούσε το όπλο φρόντισε να μην βλάψω ποτέ κανέναν. Αυτό είναι το ένα ανθρώπινο έγκλημα από το οποίο είμαι αθώος.
Διότι κανείς ποτέ δεν μου επέτρεψε να τον πληγώσω. Και αν και είμαι βέβαιος πως είμαι ικανός να προκαλέσω πόνο, κανείς δεν δέχτηκε ποτέ τη σύγκρουση. Ίσως αυτό να είναι για το καλύτερο,
ίσως οι πληγές μου να ήταν ανεπανόρθωτες. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν έχω μάθει ακόμη, και πιθανότατα δεν θα μάθω ποτέ.
Αυτό που έστω είμαι είναι διαφορετικός. Ο μόνος που αρνήθηκε να συμμετάσχει
σε αυτόν τον μαζικό μηχανισμό αναπαραγωγής πόνου και δημιουργίας σκλάβων. Μόνος μου λοιπόν στο δικό μου μαρτύριο: η φωνή μου δεν ακούστηκε ποτέ χάθηκε μέσα στην πολυφωνία της ομοιότητας.
Μακάρι να ήμουν πιο σκληρός. Μακάρι να μπορούσα να σου πω ότι είμαι μοχθηρός.
Αυτό θα ήταν τουλάχιστον ένα χαρακτηριστικό. Μια σφραγίδα πάνω στο κράμα μου.
Μα δεν είμαι τίποτα.
Και επειδή ακριβώς είμαι αυτό το τίποτα κανένας ποτέ δε θέλησε να συγκρουστεί μαζί μου, αυτό που με κάνει πλήρως ακατάλληλο για τις κρούσεις δεν είναι ο πόνος που προκαλώ στους άλλους ή σε εμένα, μα ακριβώς ότι είμαι εντελώς κούφιος. Και αυτή η έλλειψη συναισθημάτων είναι τελικά που πληγώνει τους άλλους ακόμα περισσότερο από όλα τα εγκλήματα που περιέγραψα γιατί σε στον πόνο τελικά θα ψάξουμε τον εξαγνισμό μας. Μα για μένα δεν υπάρχει εξαγνισμός.
Ο Ντοστογιέφσκι είχε το υπόγειό του να βγει, είχε ένα σπίτι,μια φύση να κοιτάξει, μια επιθυμία να αποδείξει πως είναι ελεύθερος παρά τα μαθηματικά που του το αρνούνταν.
Εγώ δεν έχω ούτε αυτό…
Καμία επιθυμία.
Καμία βούληση.
Απλώς περιφέρομαι στον αέρα.
Κλέβω το οξυγόνο σου και κοιμάμαι στο πάτωμά σου.
Και τώρα, αν είμαι τυχερός, θα εισβάλλω στο μυαλό σου.
Θα σε κάνω να πιστέψεις πως είσαι σαν εμένα. Και έτσι, θα βρω τη μόνη μου ευχαρίστηση.
Γιατί εγώ δεν γράφω αυτό το κείμενο. Μια σκέψη το γράφει. Μια σκέψη που κατέλαβε το μυαλό μου. Και τώρα, θα καταλάβει και το δικό σου.
Η μόνη μου απόλαυση, να γλιστρήσω μέσα στις πύλες του νου σου, να σε μολύνω, να σου αναστείλω τη ζωή και τελικά να σου αφαιρέσω την υποκειμενικότητα, να σε κάνω να βλέπεις όπως εγώ, αντικειμενικά, δηλαδή όχι ανθρώπινα.
_
γράφει o Δημήτρης Ευτόπουλος
0 Σχόλια