Α-θα-να-σί-α…
Συλλαβίζουμε μια λέξη βαφτισμένη στην κολυμπήθρα της ουτοπίας. Γραμμένη σε ποιήματα, κείμενα, θεατρικά, τραγούδια. Πολλές φορές παντρεμένη με βότανα, υποσχόμενες θεραπευτικές αγωγές και σούπερ τροφές, δίδυμη αδερφή της ματαιοδοξίας και της εγωιστικής μας στάσης απέναντι στην φθορά που μας υποτάσσει ο χρόνος. «Μα κι ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία» φιλοσοφεί στην Ασκητική του ο αγαπητός Καζαντζάκης .
Αθανασία. Η επέκταση του χρόνου που ζητάμε. Η αιωνιότητα που θα καλύψει την ανάγκη μας για πληρότητα, για ικανοποίηση των στόχων μας. Αθανασία. Την ζήτησαν πολλοί. Την γύρεψαν πολλοί. Την τραγούδησαν. Την ζωγράφισαν. Την έγραψαν. Μα… εκείνη ένα «κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισε ποτέ» γράφει ιδιαιτέρως εύστοχα ο ξεχωριστός ποιητής Νίκος Γκάτσος.
Αθανασία λοιπόν των λέξεων. Των γραπτών. Των βιβλίων. «Verba volant, scripta manent» (τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν), λέει η λατινική παροιμία μα τελικά ποια είναι εκείνα τα γραπτά που κερδίζουν αυτήν την διαχρονικότητα; Τι μας κάνει να θυμόμαστε ιστορίες, φράσεις, λέξεις; Τι εικόνες ενεργοποιούν τούτη την μνήμη και πώς δενόμαστε συναισθηματικά μαζί τους; Ποια είναι τελικά η συνταγή για την αθανασία του Γραπτού Λόγου; Υπάρχει;
Η Αθανασία των λέξεων, θα λέγαμε πως κερδίζεται μέσα από την ειλικρίνεια που κατέχει μια ταλαντούχα πένα. Από την ανάγκη εκείνου που γράφει, να ανακαλύψει τις δικές του αλήθειες που προβάλλουν όμως μια μεγαλύτερη αλήθεια, ένα μέρος της Αλήθειας του κόσμου χωρίς όμως να είναι σκοπός η διδαχή αυτή. «Το να είσαι συγγραφέας δεν σημαίνει να κηρύττεις μια αλήθεια, σημαίνει να ανακαλύπτεις μια αλήθεια» λέει πολύ σοφά ο Μίλαν Κούντερα. Η ανακάλυψη αυτή που γεννιέται από την εσωτερική μάχη του κάθε δημιουργού είναι η σκάλα που θα οδηγήσει και τους αναγνώστες του στην δική τους ενδοσκόπηση, δημιουργώντας σταθμούς μνήμης.
Η πένα εκείνη που ξύνει τις πληγές του ίδιου που την κρατά, έρχεται να ξύσει και τις πληγές των αναγνωστών. Μια πληγή που μένει πάντα στο χέρι, στην καρδιά, στην ψυχή. Αφήνει εκείνες τις ουλές. Αφήνει εκείνα τα σημάδια. Κερδίζει την μνήμη. Έτσι κι ένα κείμενο βγαλμένο από τούτη την πρώτη ύλη της ψυχής κερδίζει θέση στην μνήμη του κάθε ανθρώπου που έρχεται σε επαφή με εκείνο. «Το γράψιμο δεν είναι λέξεις πάνω σε ένα χαρτί. Είναι επικοινωνία. Είναι μνήμη» όπως είπε και ο Isaac Marion.
Η Αθανασία του γραπτού λόγου κερδίζεται μέσα από την μαγεία του χεριού εκείνου που καταγράφει με τόλμη όλα τα ανθρώπινα, όλα τα μέρη του πόνου, της χαράς, του θυμού, της λύπης. Το χέρι εκείνο που εκτίθεται με σκοπό να δώσει αυτή την έκθεση ως κρασί και άρτο κοινωνώτας μας στα μυστήρια της γραφής είναι το χέρι εκείνου που περνά στην αθανασία. Εκείνο το χέρι αγιοποιείται στα μάτια όλων όσων το διαβάζουν και περνά από στόμα σε στόμα από χαρτί σε χαρτί στολίζοντας ψυχές και ράφια σε βιβλιοθήκες ακριβές και σπουδαίες.
Με τον ίδιο τρόπο περπατώντας ανάποδα τον παραπάνω ορισμό, η θνητή γραφή έχει τα σημάδια της υποκρισίας, της μίμησης, της αντιγραφής της εμπορικότητας, της απληστίας. Οτιδήποτε γράφεται με σκοπό τα παραπάνω, γίνεται περιοδικό του περιπτέρου, χαρτί που το παίρνει ο αέρας. Μερικές φορές, εντελώς αντιφατικά, γίνεται ακόμα και best seller βιβλίο, αποκτά φήμη μα ποτέ όμως υστεροφημία. Ένα κείμενο, που ακολουθεί την συνταγή της «επιτυχίας» είναι καταδικασμένο να παραμείνει στην αφάνεια καθώς περνά ο καιρός. Ο χρόνος γίνεται ο χειρότερος και ο πιο αυστηρός κριτής του. Ξεφυλλίζει τις σελίδες του, σκαλίζει γράμμα γράμμα και ξεχωρίζει το ψέμα από την αλήθεια. Διαβάζει την αχόρταγη γραφή του συγγραφέα και στήνει στον τοίχο τους κάλπικους τυχάρπαστους που το μόνο που επιθυμούσαν διακαώς ήταν μια πρωτιά στο βάθρο των «μεγάλων και των σπουδαίων» πλην όμως των εφήμερων δημιουργών.
Ακόμα και αν εξηγήσαμε λοιπόν πως ο δρόμος για την αθανασία ενός γραπτού φαντάζει εύκολος εφόσον μπορεί να συμβαδίζει με τις δικές μας αλήθειες και να εκφράζει τα κομμάτια εαυτού που μας συνθέτουν, το γεγονός πως στις μέρες μας έχουμε πληθώρα θνητών και φθαρτών έργων θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Ποια η ανάγκη που μας οδήγησε στην επιλογή της προσωρινότητας; Τι είναι αυτό που κάνει την επιλογή της «εφήμερης… αθανασίας» πιο δελεαστική; Πώς ένα γραπτό που έχει την δύναμη να μείνει αθάνατο πεθαίνει και πώς ένας δημιουργός αποσυντίθεται τελικά και περνά στη λήθη; «Το γράψιμο είναι σαν την πορνεία: Στην αρχή γράφει κανείς για τον εαυτό του. Μετά για τους φίλους και, στο τέλος, για τα λεφτά» λέει πολύ εύστοχα ο Μολιέρος καταγράφοντας την αχόρταγη φύση του ανθρώπου και δίνοντας ίσως και την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα.
Ζούμε στην λογοτεχνική εποχή που τα πάντα κυλάνε γρήγορα, εύκολα και αναίμακτα. Μα η γραφή θέλει να στάζει αίμα το χέρι, να σπαράζει η ψυχή να θεριεύει η καρδιά γιατί… «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία από το να ‘χεις μέσα σου μια ιστορία ανείπωτη» όπως πολύ σωστά αναφέρει η Μάγια Αγγέλου. Ας επιλέγουμε λοιπόν τον δύσκολο δρόμο της δικής μας αλήθειας, ας παλεύουμε με τους προσωπικούς δαίμονες. Ας αφήνουμε πάνω στο χαρτί εκείνα τα λόγια που συνταράσσουν και που δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς τα βράδια. Ας μένουμε πιστοί στην γραφή της ψυχής χωρίς να είναι αυτοσκοπός η αθανασία μας. Ας μετατρέπουμε τα κείμενά μας σε φανάρια, φέγγοντας στις επόμενες γενιές τους δύσκολους δρόμους της δικής τους ζωής, δημιουργώντας έτσι Δρόμους Μνήμης και κάνοντας αθάνατες τις λέξεις που μας θεραπεύουν και μας εξελίσσουν.
Καλή χρονιά Μάχη, με διαρκή διεύρυνση της δημιουργικής σου ωριμότητας! Παραθέτω και ένα μικρό μικρό απόσπασμα από τα ” ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σ’ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ” του Ράινε Μαρία Ρίλκε, απόλυτα ταιριαστό στους συλλογισμούς σου, που μόλις ξεχώρισα από μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση φίλου ποιητή. “…χωρίς ποτέ ν’ αποζητάτε κάποια αμοιβή απ’ έξω. Γιατί ο δημιουργός πρέπει να ‘ναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση που μαζί της είναι δεμένος”
Πολύ όμορφα και ταιριαστά λόγια Απόστολε. Σε ευχαριστώ και πάλι και εύχομαι μια καλή χρονιά σε όλους μας.