«Θέλω έναν κόσμο χωρίς αριθμούς
και μια ζωή χωρίς επαναλήψεις»
Αλεσσάντρο Μπαρίκκο:
«Μίστερ Γκουίν»
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
–
γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης
–
«Σπάνια υπάρχει μόνο μια αλήθεια…», απαντά ο Τζάσπερ Γκουίν στην ερώτηση της κυρίας Ελίζαμπεθ Κρόουνερ, αν θέλει όλη την αλήθεια. Προηγουμένως, ο ίδιος την είχε ρωτήσει, αν ποτέ της είχε ερωτηθεί γυναίκα κι εκείνη είχε απαντήσει αρνητικά, για να συμπληρώσει στη συνέχεια: «Θέλετε την αλήθεια;». Μέσα από μια ερώτηση, μια κατάφαση που έδωσε απάντηση στη διακεκαυμένη ζώνη τής ζωής της.
«Στον έρωτα όλοι λέμε ψέματα», λέει σε κάποιο σημείο τού «Μίστερ Γκουίν» μια ηλικιωμένη κυρία, η οποία επιστρέφει συχνά ως φωνή συνείδησης, μετά τον θάνατό της, στη σκέψη τού συγγραφέα Τζάσπερ Γκουίν, για να τον ενθαρρύνει σε κάτι ή να επικροτήσει κάτι. Λίγο πριν, χωρίς πολλές περιστροφές, επίσης, του είχε πει: «Ο θάνατος είναι απλώς ένας ιδιαίτερα ακριβής τρόπος να γεράσει κανείς».
Ο δε Μπαρίκκο, αναλαμβάνοντας τον ρόλο τού αφηγητή, θα συμπληρώσει, λίγο μετά: «Όταν κάποιος πεθαίνει, οι άλλοι αναλαμβάνουν να ζήσουν και γι’ αυτόν – τίποτα άλλο δεν υπάρχει σωστό και πρέπον».
Μετά απ’ αυτά, ένα ερώτημα: Το «Μίστερ Γκουίν» είναι ένα μυθιστόρημα για τον θάνατο; Προσωπική άποψη: Όχι. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη ζωή. Όμως, τη ζωή την απαλλαγμένη από τα τραύματα που συνοδεύουν το άτομο και ορίζουν τη συμπεριφορά του.
Αυτό, τουλάχιστον, αποκόμισα εγώ, διαβάζοντας το τελευταίο μυθιστόρημα του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο, αφού την προηγούμενη ημέρα είχα ‘‘ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μου’’ με ένα άλλον σημαντικό συγγραφέα, τον Σαλμάν Ρούσντι και το, επίσης πρόσφατό του, «Ο χρυσός οίκος». Ευτυχής, βεβαίως, γιατί μπορώ ακόμα να ταξιδεύω στον απίστευτα γοητευτικό κόσμο τών βιβλίων, τον απέραντο και θαυμαστό, τον απόλυτα γόνιμο και πραγματικό.
Τι είναι αυτό που κάνει έναν συγγραφέα σημαντικό και διεθνούς εμβέλειας; Τάχα τα πολυσέλιδα βιβλία (Τζόις, Προυστ κ. ά.), ή μήπως η επινοητικότητα ως προς τη μυθοπλασία (Έκο, Μουρακάμι κ. ά.); Το ότι παρατηρεί την εποχή του από ένα ιδιαίτερο πρίσμα (Μαν, Ροθ, Γκόρντιμερ κ.ά.) ή το πώς περιγράφει τους ανθρώπινους χαρακτήρες (Ουάιλντ, Όστερ, Θαφόν κ.ά.); Το ότι σκαλίζει τις επιφάνειες της ζωής για να μας φανερώσει έναν υπαρκτό, αλλά άδηλο ρεαλισμό (Κούντερα, Μοράβια, Μαρκές κ. ά.);
Μπορεί αυτά και άλλα πολλά, μπορεί όμως και τίποτα απ’ όλα αυτά, ή κάτι εντελώς απρόσμενο. Ο Μισέλ Ούελμπεκ, ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Γουίλιαμ Φώκνερ κ, ά., δίνουν τις δικές τους απαντήσεις, χωρίς κανείς τους να ισχυριστεί ότι ένα καλό μυθιστόρημα το κάνουν οι εξωφρενικές συμπτώσεις (δισέγγονοι άσπονδων εχθρών που ερωτεύονται, σφόδρα, αποκαλύπτοντας θανάσιμα μυστικά, ή οι απίθανες ανατροπές που ούτε στους συγγραφείς βιβλίων επιστημονικής φαντασίας, συναντάμε).
Ο Αλεσσάντρο Μπαρίκκο γεννήθηκε το 1958 στο Τορίνο, αλλά ως συγγραφέας ξεπέρασε γρήγορα τα σύνορα της χώρας του. Διακρίνεται για το απόλυτα προσωπικό του ύφος, κάτι σαν το θρόισμα που ακούγεται καθώς κάποιος γυρίζει τις σελίδες ενός βιβλίου. Συχνά δίνει την εντύπωση πως, γράφοντας, αφήνει κάτι μισοτελειωμένο, μια φράση, μια σκέψη… Όμως, τουναντίον. Όλα ολοκληρώνονται μέσα από μια γραφή ιδιαίτερα υπαινικτική και στο σύνολό της γοητευτική, με πληθώρα λυρικών στοιχείων που δημιουργούν εικόνες, ξεχωριστά πειστικές. Πριν χρόνια, διαβάζοντας το «City» είχα σταθεί για ώρα σε μια του φράση: «Ξέρεις, δεν είναι το ίδιο πράγμα ν’ ακούς κάποιον να μένει βουβός και ν’ ακούς να σωπαίνει ένας μουγγός. Είναι μια σιωπή διαφορετική».
Ωστόσο το «Μίστερ Γκουίν» είναι ένα διαφορετικό μυθιστόρημα. Είναι ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από δυο μεγάλες νουβέλες.
Η πρώτη έχει κύριους άξονες τον συγγραφέα Τζάσπερ Γκουίν και τη γραμματέα του Ρεβέκκα. Σαν σε σκυταλοδρομία, ο συγγραφέας, ξεκινά αφηγούμενος τα του Τζάσπερ Γκουίν, ο οποίος, παρότι επιτυχημένος νεαρός συγγραφέας, αποφασίζει, αιφνιδιαστικά, να βάλει τέλος στην καριέρα του. Το ίδιο αιφνιδιαστικά εξαφανίζεται, και, ο Μπαρίκκο, περνά τη σκυτάλη στη Ρεβέκκα, τη γραμματέα του, η οποία αναλαμβάνει τη σύνθεση όσων αποδομήθηκαν από τον Τζάσπερ Γκουίν.
Η δεύτερη νουβέλα αποτελείται από τρία αυτοτελή διηγήματα, που όμως συνδέονται και μεταξύ τους, αλλά και με την κύρια νουβέλα.
Η τεχνική αυτή, αποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό, και τη μαστοριά τού Μπαρίκκο, που δουλεύει το βιβλίο του πέρα από τις γνωστές φόρμες.
Οι χαρακτήρες τού βιβλίου προσφέρουν στον συγγραφέα τη δυνατότητα να θίξει ζητήματα, τα οποία είναι συνυφασμένα με την ύπαρξη τού ατόμου: Έκανε αυτό που θα ήθελε να τη ζωή του; Συνάντησε την ευτυχία; Αγαπήθηκε; Πώς μπορεί να συνεχίσει την πορεία του σε σχέση με τους άλλους; Μήπως, εν τέλει, η ζωή του ήταν μια χώρα, ή ένα πλοίο χωρίς σημαία;
Ο συγγραφέας, χρησιμοποιεί τον κεντρικό άξονα του βιβλίου του ως έναν ιδιότυπο ψυχολόγο, που χρησιμοποιεί τη σιωπή και την ακινησία, για ν’ αναγκάσει τους ψυχογραφούμενους να στραφούν στον αποκηρυγμένο εαυτό τους, αφήνοντας, υπαινικτικά στην ατμόσφαιρα, να αιωρούνται υπαρξιακά φιλοσοφικά ερωτήματα.
Ο Τζάσπερ Γκουίν κλείνει την ανοδική του πορεία ως συγγραφέας, υπογράφοντας ένα συμβόλαιο με τον εαυτό του, με πενήντα δυο όρους, στο οποίο καταλήγει να μην γράφει κι εκδίδει βιβλία, πλέον. Θα έλεγε κανείς πως επιχείρησε μια συμβολαιογραφική πράξη προς την ελευθερία, διακηρύσσοντας δημόσια πως για τον ίδιο τελείωσαν όλες οι καταστάσεις συμβατικότητας. Ωστόσο η ανάγκη να γράφει τον οδηγεί στην εφεύρεση ενός νέου ‘‘επαγγέλματος’’, στη δημιουργία γραπτών πορτρέτων.
Δεξί του χέρι, σ’ αυτήν την απόπειρα, η Ρεβέκκα, μια νέα γυναίκα με χαμηλή αυτοεκτίμηση εξ αιτίας τής παχυσαρκίας της. Ένα τρίτο πρόσωπο, που επινοεί ο συγγραφέας, είναι μια γηραιά κυρία, η οποία και πεθαίνει λίγο μετά τη γνωριμία του Τζάσοερ Γκουίν μαζί της. Αυτή θα λειτουργήσει ως η δεύτερη φωνή τής συνείδησής του, η φωνή που θα τον ελέγχει ή θα τον ενθαρρύνει.
Το πείραμα ξεκινά με πρώτη ‘‘ποζάρουσα’’ τη Ρεβέκκα, της οποίας η κρυφή επιθυμία, ως παχύσαρκη, είναι «σε μια άλλη ζωή, να ήταν μια ανορεξική ροκ σταρ». Η σχέση τής Ρεβέκκας με το σώμα της, που καθόριζε και τη σχέση της με τους γύρω της, γίνεται το κλειδί, μέσα από «μυστηριώδεις διαδρομές τής εμπειρίας», που θα ξεκλειδώσει μια – μια τις πόρτες τών όσων θ’ ακολουθήσουν, όλα εκείνα, δηλαδή, που οδηγούν κάποιον στον εαυτό του.
«Δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι, αν όλα αυτά είχαν συμβεί πριν από πολλά χρόνια, εγώ σήμερα θα ήμουν ένας διαφορετικός άνθρωπος και από πολλές απόψεις, καλύτερος», ομολογεί ο πρώτος που εμπιστεύεται τον Τζάσπερ Γκουίν, ένας 63χρονος πωλητής ρολογιών. Η σημαντικότητα του να ακολουθούμε τις επιθυμίες μας, για να μπορέσουμε να πούμε πως τελικά ζήσαμε, λοιπόν.
Ίσως αυτό να είναι το κεντρικό πνεύμα τού μυθιστορήματος, το οποίο, βέβαια, δεν δίνεται τόσο απλά, γιατί ο Μπαρίκκο ξέρει να δουλεύει με λεπτότητα τους χαρακτήρες του και ως λογοτέχνης να εισχωρεί στις ψυχές και στα απωθημένα επιθυμητά των ανθρώπων.
«Θέλω έναν κόσμο χωρίς αριθμούς και μια ζωή χωρίς επαναλήψεις», λέει η 50χρονη Αν Χόπερ, πρώην αεροσυνοδός, η οποία εμφανίζει τις φοβίες της στην προοπτική τής όποιας γυμνότητάς της. Εν τέλει, όταν πια το πορτρέτο της θεωρείται τελειωμένο, είναι αυτή, που απαλλαγμένη από τις αναστολές της, θα ζητήσει από τον Γκουίν, το σημαντικό:
«Θα ήθελα να με βοηθήσετε να ξαναντυθώ… Με τρυφερότητα, πρόσθεσε. Ο Τζάσπερ Γκουίν το έκανε. Είναι πρώτη φορά που κάποιος το κάνει αυτό για μένα, είπε εκείνη».
Πίσω από τους δυο βασικούς άξονες και το πρόσωπο της συνείδησης – αυτοελέγχου που επινοεί, ο Γκουίν, υπάρχει ακόμα ένα βασικό πρόσωπο, ο φίλος του και ατζέντης του, Τομ, κινητικά ανάπηρος. Είναι αυτός που ξέρει περισσότερα για τον Γκουίν, ως προσωπικότητα και ως συγγραφέα, ίσως ο καθρέφτης τού καθενός μας. Μια επινόηση ιδιαίτερα χρήσιμη στο χτίσιμο της μυθοπλασίας, η οποία επινόηση φτάνει στο απόγειό της όταν ο Τομ βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, με τον Γκουίν να συνειδητοποιεί «πόσο εύθραυστη πέρα από κάθε περιγραφή είναι οποιαδήποτε μαγεία, πόσο γρήγορη είναι η ζωή στο ορμητικό της κατρακύλισμα».
Απέναντι στον θάνατο οι λέξεις είναι φτωχές. Για τον Γκουίν και τη Ρεβέκκα «όταν κάποιος πεθαίνει, οι άλλοι αναλαμβάνουν να ζήσουν και γι’ αυτόν – τίποτα άλλο δεν υπάρχει, σωστό και πρέπον».
Η φράση που θα δώσει τη σκυτάλη από τον Γκουίν στη Ρεβέκκα ίσως να είναι η; «…οι άλλοι αναλαμβάνουν να ζήσουν και γι’ αυτόν». Ο Μπαρίκκο προετοιμάζει την ανατροπή. Αιτία μπορεί να είναι η αναζήτηση του ίδιου του τού εαυτού, αλλά αφορμή στέκεται το πορτρέτο μιας 19χρονης, που αναλαμβάνει να δημιουργήσει μετά από επίμονη παράκληση του πατέρα της, που ήταν και ο πρώτος πελάτης του. Πλέον, στη σχέση τού συγγραφέα με τον εαυτό του, μπαίνει ο έρωτας. Απαγορευτική κατάσταση για τον ίδιο, που εξαφανίζεται, με τη Ρεβέκκα να ομολογεί πως θα της «άρεσε να είναι και η ίδια ένα κορίτσι για το οποίο θα μπορούσε να πει κανείς», ό,τι είχε πει για την κόρη του ο Τρώουλυ, πως δηλαδή «μπορεί να είναι ακραία δυσάρεστη ή υπερβολική ελκυστική».
Δίνει τον προσωπική του μάχη ο συγγραφέας που παραιτείται απ’ όλα και εξαφανίζεται. Η Ρεβέκκα, συναντώντας τον σε τμήματα δυο βιβλίων, που κυκλοφορούν μετά την εξαφάνισή του, τον αναγνωρίζει, φτάνοντας στο συμπέρασμα πως γράφει αυτά που θέλει με άλλο όνομα, γεγονός που τονίζει πόσο σημαντικό είναι να βρει ο καθένας τη λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, δίνοντας πρώτα τη δική του προσωπική μάχη.
«Για πόσα πράγματα είμαστε ικανοί; Να ωριμάζουμε, ν’ αγαπάμε, να κάνουμε παιδιά, να γερνάμε – και όλα αυτά ενώ είμαστε αλλού, στη μακριά αναμονή μιας απάντησης που δεν δόθηκε ποτέ ή μιας πράξης που δεν ολοκληρώθηκε. Πόσα μονοπάτια, και με πόσο διαφορετικό βήμα τ’ ανηφορίζουμε ξανά, σ’ ένα ταξίδι που φαντάζει μοναδικό, ενιαίο…», μας αναγκάζει να σκεφτούμε ο Μπαρίκκο, δια της Ρεβέκκας. Τούτο γιατί «όλοι είμαστε μια σελίδα ενός βιβλίου, ενός βιβλίου όμως που κανείς δεν έγραψε ποτέ και που μάταια αναζητούμε στα ράφια του μυαλού μας».
Η πρωτοτυπία τού μυθιστορήματος είναι πως, ο Μπαρίκκο, το συμπληρώνει με τρία ανεξάρτητα διηγήματα ενός δήθεν άλλου συγγραφέα. Και τα τρία αποτελούν ανεξάρτητα τμήματα ενός μικρού βιβλίου με τίτλο «Τρεις φορές το ξημέρωμα». Και τα τρία συνδέονται μεταξύ τους, το πρώτο με το τρίτο ιδιαίτερα αποκαλυπτικά.
Ο συστηματικός αναγνώστης τού Μπαρίκκο, φτάνοντας στο τέλος τού βιβλίου, επιστρέφει στο παλιότερο μυθιστόρημά του, το επίσης γοητευτικό, και όχι μόνο, τον «Ωκεανό», το οποίο, ξεφυλλίζοντάς του, συναντώ ένα απόσπασμα που έχω υπογραμμίσει: «Μία ίαση είναι μια λέξη πολύ μικρή για ό,τι συμβαίνει εδώ. Είναι απλό. Αυτό είναι ένα μέρος όπου παίρνεις άδεια από τον εαυτό σου. Ό,τι είσαι γλιστράει από πάνω σου σιγά σιγά και το αφήνεις πίσω σου, βήμα το βήμα, πάνω σ’ αυτή την ακτή που δε γνωρίζει χρόνο και ζει μια μόνο μέρα, πάντα την ίδια. Το παρόν εξαφανίζεται κι εσύ γίνεσαι μνήμη. Ξεγλιστράς απ’ όλα, φόβους, συναισθήματα, επιθυμία: τα φυλάς, σαν ρούχα που σταμάτησες να φοράς, στην ντουλάπα μιας άγνωστης σοφίας και μιας ανέλπιστης ειρήνης».
Εν κατακλείδι: Με γοήτευσε το «Μίστερ Γκουίν». Μου κράτησε αρκετές ώρες ιδιότυπης συντροφιάς…
0 Σχόλια