Την παρακολουθώ σχεδόν μήνα τώρα. Ραχατεύει στον καναπέ, κόντρα στο φως και μένει ασάλευτη όσες ώρες ο ήλιος πολιορκεί την τζαμαρία τους. Η γαλήνη της εγκυμοσύνης στο πρόσωπο. Το αριστερό της χαϊδεύει ανεπαίσθητα την κοιλιά της. Σκιρτά μοναχά σαν χρειαστεί να γυρίσει τη σελίδα του βιβλίου στη σιωπή του οποίου ταξιδεύει. Το ένα βιβλίο διαδέχεται το άλλο με ταχύτητα φωτός…
Τις άφωτες ώρες προσηλώνεται στο γραφείο της. Στον υπολογιστή. Το ένα χέρι τρέχει στο πληκτρολόγιο, το άλλο κρατά συντροφιά στο αγέννητο. Η ίδια γαλήνη στα μάτια.
Τον κούφιο καιρό, κρέμεται απ’ τα μάτια του συντρόφου της. Του Αργύρη. Όταν αυτός επιστρέφει από τη δουλειά. Άτσαλο ωράριο.
Αυτός, της κλέβει τη μέση με το χέρι του, την ποτίζει τα σάλια του και το συνηθισμένο τους: φεύγουν κελαηδώντας.
Συχνά, σε ακατάσχετες ώρες, οι κουρτίνες της κρεβατοκάμαράς τους μισοτραβηγμένες, αδιάφορες στο ν’ απομονώσουν το φως του ήλιου και το δικό μου. Βλέπω κορμιά να σερφάρουν σε πρωτοφανέρωτα ηλιοβασιλέματα κι ακούω ψαλμωδίες έφηβων αγγέλων που βογκούν από την απεραντοσιά του κόσμου.
Μένω πάνω της, επιμελής μαθήτρια που κρέμεται από τα χείλη της δασκάλας. Δεν είναι τόσο η μοναξιά μου, τον κήδεψα τον μακαρίτη έναν χρόνο τώρα, με άφησε με ακίνητα και κινητά, χωρίς παιδιά, συγγενείς και άλλους μπελάδες, είναι που την είδα στο βιβλιοπωλείο. Τη φωτογραφία της, στο μυθιστόρημα που κοσμούσε τη βιτρίνα.
Το τέλειωσα ψες. Τώρα θαμπώνομαι στο πρώτο της βιβλίο. Μου αρέσει ο τρόπος που γράφει.
Την παρατηρώ με δέος.
Από χρόνια πριν, όταν ο μακαρίτης έβλεπε τα φυλλώματα από τα δέντρα κι όχι τις ρίζες τους, βουτούσα στα βιβλία. Ερευνούσα ως και τον πυθμένα τους. Έγραφα. Μου τα έκδωσε ο συγχωρεμένος. Ο εκδότης με κοιτούσε με οίκτο. Πως κοιτάμε τους κατάδικους που ονειροβατούν σε μιαν αύρα που ποτέ δεν θα αισθανθούν.
Την παρακολουθώ. Το χέρι ταξιδεύει σε όλη την απλωσιά της κοιλιάς της, το μυαλό κυριαρχεί στο βιβλίο που κρατεί. Και γράφει. Ανυπολόγιστες ώρες στον υπολογιστή, τη μια σκέφτεται, την άλλη γελά. Και γράφει.
Ρώτησα για το νέο της βιβλίο.
«Είναι στα σκαριά,» μου απάντησε η γραμματέας του εκδοτικού της οίκου.
Ψες γιορτάσανε τα τρίτα γενέθλια των διδύμων τους. Διζυγωτικά.
Είναι στην άκρια του καναπέ σκυφτή. Τα χέρια τρεμουλιάζουν σφιγμένα στο εσωτερικό των μηρών. Τα μαλλιά χυμένα μπροστά καλύπτουν τον ουρανό του προσώπου.
Τι να σκέφτεται;
Είναι η πρώτη φορά που την βλέπω απωλεσμένη. Παραδομένη σε μιαν αχανή νάρκη. Αμέτοχη η θωριά της στον θόρυβο του χώρου.
Τα παιδιά τρεχοκοπούν σε όλο το σπίτι. Οι φωνές τους κεντούν κάποιον δικό τους πίνακα. Η γυαλάδα των ματιών τους, ο ιδρώτας που εφορμά, στέκουν μοιρολατρικά δικά τους λάφυρα. Αυτή αποστασιοποιείται απ’ όλα.
Για πρώτη φορά…
Μέχρι και ψες ισότιμα συμμετείχε σε κάθε παιχνίδι των παιδιών της. Από τα πρώτα τους βαδίσματα θυμάμαι πως σε κάθε τους τρέλα, μύρος έτρεχε από τα μάτια της. Σπάνιες στιγμές, αυξημένες σταδιακά, μέρωνε και κοιτούσε τον καθρέφτη. Σα να έβλεπε μια λύπηση.
Το βιβλίο που τρέχει στο βλέμμα της, κάποιες συναίσθητες στιγμές, την πολιορκεί για λίγο. Συνήθως συνοφρυωμένο στέκει, ανοιχτό σε κάποια σελίδα. Το ίδιο βιβλίο για έναν αόριστο καιρό. Και στο γραφείο της οι ώρες γίνανε σαπισμένα σπυριά από ρόδια που πρέπει να τα πετάξεις. Ένας δεσμοφύλακας της απαγόρευσε τη λευτεριά του προαυλίου. Στο κελί της μετρά τις χαρές των παιδιών της. Τις ντυνόταν, στην αρχή με χάρη, μετά με συνήθεια. Σήμερα τη βλέπω πως αρνείται το ντύμα της.
Τις άλλες ώρες, που ο άντρας της γυρίζει, ακατάστατες ώρες, πέτρωσε το μέλι που τον τάιζε τις πρώτες φορές. Το έβλεπα που οι στάλες του αργοκυλούσαν, ώσπου οι μέλισσές της θεώρησαν πως αρκεί όσο τον έθρεψαν ως τώρα.
Κι εκείνου, η γλύκα στα χείλη του, παγωμένο παγωτό που χάλασε η ψύξη κι έμεινε γάλα νερουλό. Η λατρεία που την κοίταζε, μοιράστηκε στα παιδιά και τώρα μόνο πάνω τους στολίζεται. Μια αγκαλιά απόστασης, ένα φιλί που τα χείλη το σφουγγίζουν αμέσως.
Τα Σάββατα, κάποια Σάββατα, η μικρή από κάτω τους έρχεται και νταντεύει τα μικρά. Αυτοί, κύριος και κυρία, καμιά σχέση με τα παιδιά που γνώρισα, σε μια προμελετημένη έξοδο.
Η παγωνιά του σπιτιού στην επιστροφή τους.
Κάποιες φορές, οι βαριές κουρτίνες καλοτραβηγμένες, μαδούν το φως, και τότε νιώθω τον ξέμπαρκο έρωτα που πλατσουρίζει τα πόδια του σε γνωστό ακρογιάλι.
Ρώτησα για το νέο της βιβλίο.
«Κάπου έχει κολλήσει το πράγμα,» μου αποκρίθηκαν οι επιμελητές.
Σήμερα, γιόρτασαν τα πέμπτα των δίδυμων γενέθλια. Ένας κλόουν γέμισε το σπίτι χαρά.
Τα μάγουλά της τραβηγμένα στη σκοτεινιά των ματιών της. Το κορμί της στεγνό. Η παγωνιά του χειμώνα ρούφηξε τους χυμούς και η άνοιξη γέννησε μια τερατώδη θλίψη.
Στη τζαμαρία το κορμί της, προσπαθεί στο αντιφέγγισμά της να δει πόση έμεινε. Πίσω της τα παιδιά κουντουρντίζουν. Ο άλλος, σκυφτός μέσα τους προσπαθεί να συναρμολογήσει τη χαρά τους.
Ενδοσκοπώ στο είναι της και τρομάζω. Μια κάθοδος στο βάθος των ματιών της την ταξιδεύει στον Άδη. Για συντροφιά μοναχά οι σκέψεις της. Για το πως θα μπορούσε ν’ αρμενίσει στη ζωή της.
Το βιβλίο που πηγαινοφέρνει καιρό τώρα, της κάνει συντροφιά στην κουζίνα, στο μπάνιο, σαν βλέπουν τα παιδιά τηλεόραση. Της αποκαλύπτει τα μυστικά του αργά. Μια σελίδα ίσως, την κάποια μέρα.
Στο γραφείο της κάθεται αργά τη νύχτα. Κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή με μίσος. Φορές, την βλέπω, χώνει βαθιά στο φως της τα νύχια της και την πονά. Η οθόνη στρεγκλίζει, μα δεν έχει τίποτα να μαρτυρήσει. Τίποτα να της προσφέρει. Κάποιες ώρες, σαν ελεήμον μάνα που γαληνεύει στην επιστροφή της ασώτου ψυχής της, ξεσκονίζει το γραφείο της, καθαρίζει τα γράμματα στο πληκτρολόγιο, μιλά στα ηχεία. Τότε, αισθάνομαι τη λαγνεία της για τούτα τ’ άψυχα και απορώ. Τόσα αγαπητά πρόσωπα γύρω της.
Κλεισμένη σ’ έναν χώρο όλο δικό της, δικάζει το κενό. Και μένει άδεια κι άπραγη.
Σαν έρθει αυτός, λείπει για δουλειές πάμπολλες ώρες, του ρίχνει ένα τρυπημένο βλέμμα. Τη μια οίκτου, την άλλη σιχασιάς. Αυτός, περιπολεί στα παιδιά. Και ζει μαζί τους.
Κι όμως, έχεις τόσο χρόνο! Τα παιδιά το πρωί λείπουν. Γυρνούν αργά. Μα κι εσύ αργά ξυπνάς. Και δεν προλαβαίνεις. Η κουζίνα σε καταπίνει ώρες. Και σε επαναφέρει λειψή. Να αλλάξεις ωράρια! Εκείνα τα ξενύχτια μπροστά στον υπολογιστή προς τι; Αφού τον κοιτάς ώρες κι εκείνος αρνείται να σε απαντήσει. Δεν θα σου προδώσει ποτέ τα μυστικά του.
Καμιά φορά, σαν ο καιρός το θελήσει, θα τραβήξουν σε μια κοινή έξοδο. Σαν δυο επανασυνδεδεμένοι φίλοι που δεν τους ενδιαφέρει να αναθερμάνουν την φιλία τους. Απλά, προσπαθούν να γεμίσουν τον καιρό. Δεν τους περισσεύει κανένα κοινό, δεν έχουν τίποτα να πουν. Γεμίζουν τη σιωπή και σαν το πιθάρι της ξεχειλίσει επιστρέφουν.
Τα στόρια σπάνια να κλείσουν. Την τελευταία φορά, στα αυτιά μου ήρθαν κάποιοι ατελέσφοροι ψίθυροι που προσπαθούσαν να γεμίσουν μιαν άστοχη ηδονή.
Ρώτησα για το νέο της βιβλίο.
«Δεν έχει πεθάνει;» αναπήδησε ο εκδότης της.
Αύριο είναι τα έκτα τους γενέθλια.
Παρατηρώ τις βέβαιες κινήσεις της. Έχει τακτοποιήσει τον φορητό της σε μια θήκη. Με όλα τα απαραίτητα. Και τα στικάκια πήρε, όσα προσπαθούσε να γράψει.
Μια στιγμή στάθηκε και περιπόλησε στον χώρο.
Σε μια γωνιά της οθόνης του σταθερού υπολογιστή, ένα λόλευκο χαρτί στρίμωξε, με κάποιες λέξεις:
«Θα τα πούμε, ελπίζω, κάποια άλλη φορά, σε κάποιον μακρινό καιρό».
Η πόρτα έσβησε με την μορφή της και την δικιά μου ζωή.
Ας συνεχίσουμε την καλή δουλειά!!