Ο ήλιος έφυγε. Πήρε μαζί του και τα τελευταία χρώματα. Ηλιοβασίλεμα μήτρα αυγουστιάτικης πανσέληνου. Πληρότητα έρωτα. Βουτηγμένος στη θάλασσα, τη χάιδεψε με τα στερνά ουράνια χρώματα πριν όλα τ’ αποσύρει.
Ανακούρκουδα κάθεται, γυμνός μέσα στο χρόνο που τον γέρασε πρόωρα, σε λίγες ώρες έφυγε το είναι του κι έμεινε ένα κουφάρι αδειανό, θα έλεγες κοιτάζει το κενό, αυτός αδυνατεί και να κοιτάξει. Δεν έχει χαθεί μέσα στον κόσμο. Έχει χάσει τον κόσμο του όλον.
Τα κλινοσκεπάσματα τη σκεπάζουν ως το λαιμό, τυλιγμένο γάζες το κεφάλι στέκει μετέωρο, κι ή ίδια, θα ζήσει γιατρέ μου, ο θεός ίσως να ξέρει, αν τα ρίξεις στο θεό γάμα τα, από δω η ζωή, δίπλα της ο θάνατος, πήραν τη θέση τους σιμά της και περιμένουν. Δεν την κοιτούν με αγωνία. Τα μάτια τους είναι στεγνά. Και άδεια.
Θα δούμε το ηλιοβασίλεμα, αποφάσισαν, μετά χρόνους μαζί, είπαν να το προχωρήσουν στο πιο ρομαντικό, πυρακτωμένη λάβα τριγύρναγε ανάμεσά τους και τους έκαιγε, είχα μια φίλη που παίζαμε μαζί κουτσό, κι εγώ έναν φίλο που με κοιτούσε και ριγούσα, πολλοί τους παίρναν για ερωτευμένους, ετούτοι γελούσαν, όπως γελούν ανέμελα παιδιά στα οποία μπορείς να περιορίσεις τα πάντα, δεν μπορείς ν’ αφαιρέσεις το παραμικρό απ’ την ανεμελιά τους. Τυχαία δήθεν αγγίγματα. Χρόνια τώρα. Κι ο καιρός έδινε τη θέση του στον άλλο καιρό. Και τα παιδιά μεγάλωσαν. Αυτοί έμεναν πάντα παιδιά.
Θα δούμε το ηλιοβασίλεμα, και μόνοι μας, άσε τους άλλους, πολλά θα πουν, λίγα θα καταλάβουν, αποφάσισαν ψες, σαν αυτή κουβαριάστηκε στην αγκαλιά του και η παρανυχίδα της πανσέληνου στεφάνωσε τον έρωτα του αγοριού, μια πέτρα που χρύσιζε έκρυψε για λίγο το φεγγαρόφωτο κι εκείνος αισθάνθηκε έτοιμος να τη φιλήσει…
Πήρε θέση πριν ώρα, θάλαμος αναμονής κύησης, ο ήλιος του έκαιγε το πρόσωπο, έκαιγε και η καρδιά του, αυτό δεν το περίμενε, λες και ήταν πράγματι έρωτας, καθώς οι άλλοι λέγαν, η καρδιά του έτρεμε, το ήξερε αυτό το τρέμουλο, σαν τότε που νύχτες ακοίμητος αγκάλιαζε τη θεά του, την μελαχρινή Άρτεμη που παράτησε το τόξο όχι όμως και τα βέλη, αυτά τα έμπηγε ένα –ένα βαθιά του, η ανυπομονησία τραβούσε το σκοινί και το τέντωνε, λες να πνιγεί; Ήταν πέρα απ’ τον έρωτα. Παιδική φιλία που σταλάζει πάθος. Όχι σαν κάτι που το περιμένεις και σαν έρθει σε απογοητεύει, μα σαν κάτι που το τοποθετείς στη σφαίρα του αδύνατου, κάτι που ποτέ δεν πίστευες πως θα γίνει πραγματικότητα.
Το πρόσωπό της κατακόκκινο, ε, όχι και να της πουν πως δεν μπορούσε να δαμάσει ετούτο το εργαλείο, αυτή είχε δαμάσει τόσους φόβους, το φόβο να είσαι μόνη σ’ ένα δωμάτιο, το φόβο να προχωράς μόνη και ν’ ακούς τους ίσκιους, το φόβο να μένεις μόνη στο σπίτι, ή να σε κατακεραυνώνει ο ξερόβηχας κάποιου που σέρνεται πίσω σου σαν γύρναγες, σκοτάδι βαρύ, στη φωλιά σου, εκείνον του αίματος που ξεπήδησε από κάτω της, το φόβο του πρώτου έρωτα. Αυτό, ήταν δα ένα παιχνιδάκι.
Έπαιρνε την άμμο και την άφηνε να πέσει στα πόδια του, το δίχως άλλο ήταν νωρίς, η αγωνία τον έτρωγε για ώρα, είπε να ‘ρθει σαν το απόγευμα έριξε τις σκιές, είχε ώρα ακόμα ως το ηλιοβασίλεμα, καλύτερα εδώ, καταχωνιασμένος σε άδειες σκέψεις ν’ αποπλανιέται από ξεφτισμένες παιδικές άλλες μνήμες, τις δικές της ένας φακός τις επανέφερε πιο φωτεινές, δε χρειάζεται να στρέφεται πίσω του, τη νιώθει από απόσταση, τα πρώτα χρόνια μύριζε το γέλιο της, μετά το άρωμά της, τώρα το σώμα της, άκουγε από χρόνια πίσω του την καρδιά της και η δικιά του φτερούγαγε. Θυμάται τότε που είχε πιάσει ένα περιστέρι. Η καρδιά του φυλλορροούσε τόσο γρήγορα που παρέσυρε και τη δική του. Το τίναξε στον αέρα φοβούμενος μην και μαδήσει και την ψυχή του.
Δεν κανόνισαν ώρα, θα δούμε το ηλιοβασίλεμα, χαχάνισαν, πίσω απ’ τις λέξεις καταλάβαινες το πρώτο βήμα, τ’ άλλο βήμα οδηγεί στο άγνωστο.
Ακίνητη, κοιτάζει το πουθενά, λένε κοιτάζεις όσο ζεις, αυτή είχε τα μάτια ανοιχτά και την ψυχή κοντά στο μαύρο, μαύρο σκοτάδι γύρω της και δυο σκιές κουβαριασμένες, εκεί στα πόδια που παλιά μπορούσαν να δεθούν με τη γη, τώρα στέκουν ψηλά της, δεν μπορείς να τις ξεχωρίσεις, ξέρεις, η ζωή κι ο θάνατος, ποια είναι ποιος; Γύρω της ακούει ψιθύρους, κάτι θα της λένε. Μην κι είναι καιρός να διαλέξει; Δεν αντέχει πια! Είναι πολύ κουρασμένη.
Λίγες λέξεις, λόγια κοφτά, μετά νοήματα, μην και καταλάβουν κάτι οι άλλοι, σαν τότε που παιδιά κρυβόταν πίσω απ’ τον φούρνο και κουβάριαζαν τα χέρια τους για ώρες, και λέγανε κάτι ξεψυχισμένα λόγια σαν υπήρχε κάτι να πουν, νοήματα μειδιαμάτων, μην και χαλάσουν τη μεγάλη τους απόφαση, χρόνια μαζί, στην ίδια γειτονιά, στην ίδια τάξη, στο ίδιο γυμνάσιο και πάντα μαζί, μετά οι σπουδές, χώριζαν το χειμώνα, τα καλοκαίρια όλα μαζί, αλάνια πουλιά που πάντα επιστρέφουν στην οικογενειακή φωλιά, μιλούσαν, κοιτιόταν και γελούσαν, ένα γέλιο που έλεγε πως τ’ αγριοπερίστερα δεν μπορείς να τα περιορίσεις, κοιτούν τον ουρανό και είναι ατρόμητα, ως και η γερακίνα δεν τα τρομάζει, κι ο ένας με τον καιρό κάτεχε το επόμενο βήμα του άλλου κι ή άλλη μπέρδευε τα λόγια της μιας και τα θαρρούσε του αλλουνού, ήξεραν ως και τα πιο απόκρυφά τους, κάτι φορτωμένους έρωτες και δάκρυα που κυλούσαν από την μια ψυχή στην άλλη, πίκρες που θάφτηκαν στο κρασί και το ήπιαν κι οι δυο μαζί. Και ψες, στα μουλωχτά, δίχως κανείς να κατέχει τι και πως, αποφάσισαν να μείνουν για λίγο μόνοι. Μόνοι, όχι όπως άλλες φορές, και στο ηλιοβασίλεμα.
Ο ήλιος έσκισε τα μάτια του, φαινόταν σα ν’ άνοιξε ένα παραθυράκι μέσ’ απ’ τις εκρήξεις του και τον κοιτάει από κει, όπως αυτός τράβαγε με τρόπο την κουρτίνα της κουζίνας και την παρατηρούσε να δρασκελίζει το πεζοδρόμιο κι έστελνε την ευχή του να την ακολουθεί, στην πόλη, σαν ήταν στα πατρικά τους, να την ακολουθεί και να την προστατεύει από κάθε κακό, και τώρα μόνος, έστρεψε το βλέμμα και θαμπώθηκε, ένας φουστανελάς τον κοίταζε, τον ξέκρινε τόσο κοντά που, μπορούσε κάλλιστα ν’ απλώσει το χέρι και να τον αγγίξει, φαινόταν ως και η παραμικρή ανεπαίσθητη χαραμάδα του προσώπου του και στο βάθος μια εκκλησιά μ’ έναν μιναρέ να ξεπερνά ως και τα πλαϊνά βουνά, πίσω τους ένα τεράστιο χρώμα, σαν αυτό που αφήνει στη γη ο ήλιος να ψαχουλέψει για τυχόν εγκαταλελειμμένες ακτίνες και φωτιές, στα πόδια του η θάλασσα, όλα στενόχωρα, κι αυτός με τη φουστανέλα με πτυχές που δεν ξεχωρίζουν κι ένα γιλέκο λιτό, μόνον τα χρώματα το διαφοροποιούσαν, το πράσινο που δεν υπήρχε γύρω του, γύρω του η στέγνια του τοπίου, στη βάση απ’ το φέσι του ένας κόκκινος κύκλος, ήλιος που απεμπόλησε το φως του, κι ένας σταυρός στο δεξί, κι οι ψαλμωδίες μιας νεκρής ανάστασης, το μαρτύριό μου, το μαρτύριο κι ο θάνατος, κι ένα κλαδί από δάφνες στο αριστερό, ποιον περιμένει, ποιον περιμένει ν’ αποθεώσει, και τα μάτια του χωρίς αυτό που λένε φως ελπίδας, παρά μόνον να κοιτάνε μπροστά, σαν κάτι να προσμένουν, δίχως να το δείχνουν και δίχως ν’ απορούν, τα μάτια των ανθρώπων που ετοιμάζονται να φωτογραφηθούν σαν κάτι το αναγκαίο και στήνονται βαριεστημένα, δε σκέφτονται κάτι, γιατί δεν έχουν τι να σκεφτούν, μήτε στο βάθος τα βουρκώνει η έκπληξη. «Ο Γιώργος είμαι», του έκραξε, κι αυτός σκέφτηκε να του αντιτείνει, «πού είναι ο δράκος σου;» Ο άλλος κατάλαβε, και σήκωσε απ’ το χέρι του το σταυρό και στην άκρη του είδε το θεριό ανήμερο.
Το κρύο του έφαγε το απόκοσμο, ξύπνησε από το λήθαργό του, αυτή δεν ήταν δίπλα του να τον ζεστάνει, θα την αγκάλιαζε το δίχως άλλο, και δεν θα ήταν σαν τα περασμένα τ’ αγκαλιάσματα που είχαν πάνω τους αρώματα φιλίας, δεν ξέρει αν θα τη φιλούσε, όπως δεν την φίλησε ποτέ, ίσως όχι στα μάγουλα, εκείνα ήταν μαθημένα στα φιλιά του, ίσως σ’ εκείνο το λακκάκι που έχει στο λαιμό, μετά δεν ξέρει, δεν τόλμησε να σκεφτεί. Αυτή δεν ήρθε. Ήταν σίγουρος ο ερχομός της. Ποτέ ο ένας δεν αψήφησε τον άλλον. Τώρα μην και μέτρησε τις σκέψεις του και τρόμαξε; Λες να έκανε πίσω φοβούμενη το μέλλον; Μαζί του…
Είναι, λέει, σ’ ένα πλάτωμα με αθέριστα ψωμωμένα στάχυα, τσερένια υπήρχαν πολλά τριγύρα της, και δρεπάνια πεταμένα στις πλακερές πέτρες στο όριο του αλωνιού και ξαφνικά, μια σκιά ξεπρόβαλε από το ξάγναντο, μια σκιά μόνη της κι απέριττη, φορούσε μια μπέρτα που έκρυβε ένα σώμα καχεκτικό, ξεχώριζαν δυο μάτια μπλάβα αγριμιού και προχώρησε, άδραξε με σιγουριά ένα ολόχρυσο δρεπάνι και κοιτώντας την στα μάτια έκραξε, έλα πίσω μου κι εγώ θα σε κάνω δρεπανηφόρο και θεριστή της ψυχής σου και τότε αναθάρρησε κι είπε να σηκωθεί, ν’ αφήσει τον πατέρα της και όλους όσους ξαφνικά ξεπρόβαλαν απ’ το θερισμό, ένας άλλος δρεπανηφόρος παρουσιάστηκε στο αντίπερα μέρος κι είχε τα μάτια του φωτός κι είπε αυτός, τι ζητάς, κι αυτή του είπε, πού μένεις κι αυτός αποκρίθηκε κοφτά, έλα και θα δεις, κι αυτή προσπάθησε να βρει έναν λόγο να τον ακολουθήσει κι αυτός την κοίταξε πιο βαθιά και είπε, εσύ είσαι ταίρι του φωτός, καμιά σχέση δεν έχεις με το σκότος, Πέτρα είναι η καρδιά σου και πέτρα θα μείνει κι έμεινε μετέωρη, και στέκει ως και τώρα, δεν ξέρει αν υπάρχει φως, αν οι σκιές είναι αυτές που το κρύβουν ή το κρούουν μέσα τους και θα το χαρίσουν σαν αποφασίσει…
Σαν αποφασίσω τι; …δεν ξέρω αν είναι του χεριού μου…
Ήταν σ’ έξαψη περισσή, η προσμονή τρέμει τον χρόνο και τον γιομίζει όνειρα, οχυρώνεται μέσα τους και θαρρεύει πως θα μερέψει, καταντικρύ του ο ήλιος του έκλεισε τα μάτια και τα ξανάνοιξε, ξαναπλησίασε εκείνος ο ψηλός, το ύψος του έφτανε στον πύργο του τζαμιού που υψωνόταν πίσω του, χωτό μέσα στον λοφίσκο εκείνον, πέρα απ’ τη θάλασσα που τον κοίταζε ακύμαντη, είδε δυο μάτια θολά, δεν ήξευρες τι να περιμένεις από τη θολούρα τους, κι ένα φέσι στ’ απλωμένα του μαλλιά και γύρω τους, κάτι στρόγγυλο, φωτοστέφανο θαρρείς, κάτι τόσο απλό που μπορούσες να το περάσεις για έναν τεμπέλη ήλιο που δεν έχει όρεξη μήτε τις ακτίνες του ν’ απλώσει κι η φουστανέλα του ήταν απλή, δίχως κεντήματα και δίπλες, άσπρη χυτή, και το γιλέκο του δίχως φλουριά και πλουμίδια, μια ζώνη αστεριών μονάχα, άφηνε το χρώμα τ’ ουρανού να πλανιέται στο διάβα του, κι η κάπα, πεταμένη δήθεν στο κενό και τα πόδια του που ήταν ντυμένα με ποικιλόμορφα χρώματα σου προξενούσαν το ενδιαφέρον, από τα χέρια του, που ξέφυγαν από την ακινησία, ο λουλουδιασμένος σταυρός στο δεξί και οι δάφνες στ’ αριστερό, άρχισαν να φουσκώνουν τα κύματα, και φωνή μεγάλη σηκώθηκε και είδε το στόμα του που δεν κινιόταν να λέει, οι μέρες που περίμενες δεν θα ‘ρθουν, ήρθαν οι άλλες του θανάτου, και το φως ξέφυγε απ’ τη μυρμηγκιά του ήλιου και ξαπλώθηκε, φως από την καρδιά του φωτός, και τύφλωσε ό,τι περίμενε ν’ αλλάξει τη ζήση του, και τρόμαξε μην και οι φαντασιώσεις του φέρναν μηνύματα από κείνη την άραχλη πλευρά της ζωής που την είπαν θάνατο, και μυρμήγκιασε το κορμί του, σαν τότε που έμαθε για την συμμαθήτριά τους που κάποιος άπλωσε το μαχαίρι και το βύθισε στην καρδιά της, κι εκείνη ως και στο φέρετρο κουβαλούσε την απορία. Δεν περίμενε τίποτα πια, παρά μόνο το σκοτάδι. Κι η ψύχρα τον περιέλουσε. Κι Εκείνη άφαντη μες στη σιγή. Το πρώτο αστέρι τεντώθηκε, δεν θα ‘ρθει, του είπε και τον τρόμαξε.
Το φως της έκαιγε το πρόσωπο, πάρτε το, ξεφώνιζε, δεν ακουγόταν, σα να έστελνε καρφιά και της τρυπούσαν όλα τ’ απάνεμα σημεία ως τ’ απόκρυφά της, μια τυραννία από φως, πάρτε το, έσκουζε αν και δεν άκουγε τη φωνή της, και πίσω του φωτός αυτός, ήτανε λέει μια μαρμάρινη κολώνα, και κάτω της τ’ αποκαΐδια ενός κόσμου άγνωρου και πάνω της κάτι ωσάν τις φωλιές των πελαργών, αυτές που ήξερε πως βάζουν οι άνθρωποι για να συνδράμουν τα πουλιά, μιας και η δουλειά τους τούς περιέπλεκε τα σχέδια και μέσα της αντί για πελαργόπουλο μια εξώκοσμη συμβατικότητα, πηγή απεριόριστης θαρρείς δύναμης και χάρης, έτσι έδειχνε, ή αυτό προσπαθούσε να δείξει, ομοιώθην πελεκάνι ερημικώ και θαρρείς και στηριζόταν στις φτέρνες, για ν’ αναδείξει το μπόι του και τη δύναμη που ξερνούσε μια προδιαγεγραμμένη έκσταση, από την άλλη πόδια μπορεί να μην υπήρχαν, ή λιωμένα και σαπισμένα περίμεναν στα σκοτάδια που τον περιτριγύριζαν, σου έδινε την εντύπωση κάποιου που μπορούσε να τα βάλει με χάλκινους ανδριάντες, με καύσωνες και νιφάδες, με απροσπέλαστους γκρεμούς κι ανέμους και λαίλαπες και φωνή βγήκε από τα σωθικά του, ωσάν συριγμός φιδιού κι άπλωσε τ’ αυτιά της να την ακούσει, σε αυτόν τον στύλο τον υψηλό σε καρτερώ, πολλά έτη στέκω ορθός και θα στέκω ακόμα, δεν είμαι ο αρχέγονος δράκος που νομίζεις, αλλά μαχητής μεθυσμένος απ’ το αίμα, ψάχνω τη χαμένη αθωότητα, αυτή που ξεπερνά τις κοσμικές διαστάσεις, τις διαστάσεις χωρίς τα όρια των συμπαντικών εκρήξεων, δεν είμαι λυχνάρι που τοποθετήθηκε ψηλά στο λυχνοστάτη για να ρίχνω παντού τις φωτεινές μου ακτίνες, είμαι αυτό που υπάρχει πέρα απ’ το φως, πιο πηχτό κι απ’ το σκοτάδι. Αυτά της είπε, ή αυτά αυτή άκουσε και σαν να τον χτύπησε κεραυνός κι εκοιμήθει. και το φως έγινε πιο εκτυφλωτικό τώρα και κατάλαβε πως έπρεπε να το προσπεράσει. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια. Αυτά βούλιαζαν άφωτα.
Ήταν η μέρα γιομάτη ήλιο και υδρατμούς, η υγρασία προχωρούσε μέσα τους και γιόμιζε ως και τα σωθικά τους, αυτός κι αυτή πετούσαν, σαν τις πάπιες που έβλεπαν να βουτούν κοντά τους και να χάνονται, να πετάγονται καιρό μακριά και να τους αγναντεύουν, παίξανε με το νερό όπως τα μικρά παιδιά, σαν κάθε μέρα, αν όμως παρατηρούσες τα πρόσωπά τους θ’ αντίκριζες στο βάθος μια λαμπεράδα που θα σου έκανε ν’ απορήσεις, τα πρόσωπά τους κάτι κρύβουν στο βάθος, κάτι τόσο φωτεινό που καλύπτει ως και τον ήλιο του καταμεσήμερου, η γλύκα που κοιτιόταν, μια αδιόρατη προσμονή, προσμονή για μια νέα αρχή που θα της δίναν σάρκα και οστά στη μοναχική τους συνάντηση. Αρχή που θα την καθόριζαν αγγίγματα και λόγια, όχι τυχαία και φιλικά όπως ως τώρα. Το ηλιοβασίλεμα της σημερινής μέρας…
Πήδηξε στη γουρούνα και μάρσαρε όσο την έπαιρνε, γέλασε μέσ’ απ’ τα σωθικά της, μαχαίρωσε το δρόμο με το βλέμμα και ξεχύθηκε, πίσω της η κολλητή της, δυο λεπτά και ούτε, ένα ποδήλατο καβατζάρισε, ένα ποδήλατο ξέφυγε εκατοστά από την πορεία του, αυτή τρόμαξε, έστριψε απότομα, η μάντρα την υποδέχτηκε, και μετά τίποτα, η κολλητή της από πάνω της μ’ έναν τρόμο τατουάζ στην όψη που συνοδεύει τους ετοιμοθάνατους, αυτούς που βλέπουμε ξαφνικά να φεύγουν μέσα απ’ τα χέρια μας και δεν μπορούμε να πιστέψουμε το χαμό τους, ένα παγωμένο βλέμμα άδειο από πάνω της, και τώρα δυο κούφιες μάσκες στο προσκεφάλι της, την καλούν να αποφασίσει, δεν ξέρει τι, νιώθει μετέωρη, είναι τόσο κουρασμένη να βλέπει το φως που την τυφλώνει, ας αποφασίσουν οι άλλοι γι’ αυτήν, μπεζέρισε να προσπαθεί και να παλεύει μόνη. Θέλει να παραδοθεί. Ας την αδράξει όποιος θέλει. Δεν τη νοιάζει πια.
Μια θάλασσα ακουμπά μέσα της, και θ’ αποφασίσει για φως ή για σκοτάδι. Αυτή αφήνεται στα χάδια της ή στην αντάρα της.
Η θάλασσα ακουμπά τα πόδια του, παγώνει την ψυχή του, ώρα να την κάνεις φιλαράκο, δεν θα ‘ρθει σίγουρα, ό,τι σκέφτηκες, ό,τι περίμενες, ό,τι ονειρευόσουν, άσε το εδώ στο κύμα, εμείς θα το πάρουμε και θα το νανουρίσουμε, κι έρχεσαι πάλι κι αύριο, εδώ θα είμαστε. Θα στο δώσουμε πίσω ντυμένο όπως του αξίζει. Ένας κεραυνός άστραψε στο πρόσωπό του, δεν ήταν αποπαίδι οργής παρά μια παραλλαγή του γιατί…
Αυτός σηκώθηκε και τράβηξε προς τα φώτα. Τ’ αστέρια δεν του έδειχναν κανένα δρόμο. Αυτός…
Αυτή αφέθηκε και την τράβηξε…τα μυγαράκια τα έλκει το φως, όπως και τις νυχτερίδες το σκοτάδι…αυτήν…
0 Σχόλια