
Με το εισιτήριο στο χέρι η Ελπίδα προσπαθεί να κάνει αέρα, αλλά η ζέστη είναι αποπνικτική στα ΚΤΕΛ Κηφισού. Τέλη Αυγούστου κι ο αέρας μυρίζει πίσσα, βενζίνη και κάπνα. Το μπετόν κάτω απ’ τα πόδια της ανώμαλο και ρυπαρό, γεμάτο μαύρες στάμπες. Κατευθύνεται προς τις πλαστικές καρέκλες που βρίσκονται έξω απ’ το ΚΤΕΛ Λευκάδας, σέρνει τα πόδια της ως εκεί, όταν της φεύγει η μια σαγιονάρα και το γυμνό της πόδι πατάει στο πάτωμα. Τραβιέται απότομα με μια κραυγή, σαν να πάτησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, κουτσαίνει βιαστικά ως τη σαγιονάρα της και τη φοράει. Βλέπει μια άδεια πλαστική καρέκλα που έχει πάνω της μια κολλημένη τσίχλα, παλιά και μαυρισμένη, ένα με το κάθισμα, σαν κάποιο διακοσμητικό σχέδιο κακόγουστου σχεδιαστή. Διστάζει λίγο αλλά τα πόδια της δεν την κρατάνε και κάθεται. Κάνει να τραβήξει τη βαλίτσα της πιο κοντά, αλλά δεν υπάρχει τίποτα δίπλα της, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, πουθενά. Ένα κύμα πανικού ανεβαίνει σα φάρμακο, σαν αναισθητικό στα μάγουλά της, στο κεφάλι της. Πετάγεται όρθια με κομμένη ανάσα και μπαίνει στο γραφειάκι του ΚΤΕΛ Λευκάδας, να δει μήπως την άφησε εκεί. Κοιτάει ολόγυρα, πουθενά. Βγαίνει έξω. Δυο αχθοφόροι έχουν αράξει σε μια γωνιά δίπλα απ’ το πούλμαν, κάθονται σταυροπόδι πάνω στα καρότσια τους και καπνίζουν. Τους πλησιάζει.
«Μήπως είδατε μια παλιά βαλίτσα;» ρωτάει.
Ο ένας αχθοφόρος, εξηντάχρονος περίπου, με μαύρη φανέλα και κατάμαυρα μάτια, την παρατηρεί μέσα απ’ τους καπνούς του τσιγάρου του και λέει:
«Είδαμε τίποτα, ρε Χάρη;»
Ο άλλος, ίδια ηλικία περίπου, με σιέλ φανελάκι και τα πιο ανοιχτόχρωμα μάτια που έχει δει ποτέ της, στο χρώμα ασυννέφιαστου ουρανού, τη ρωτάει με ενδιαφέρον:
«Πώς ήταν;»
Η Ελπίδα σκέφτεται λίγο και λέει: «Δε θυμάμαι. Νομίζω ροζ ή κόκκινη ή μαύρη… Δε θυμάμαι». Γελάει και τρίβει τα χέρια της νευρικά. Στ’ αλήθεια, τι χρώμα ήταν η βαλίτσα της; Όσο και να προσπαθεί, δεν μπορεί να τη φέρει σαν εικόνα στη μνήμη της. Το μόνο που θυμάται είναι ότι είχε πολλές γωνίες και άκρες. Τι χαζή! Οι δύο άντρες κοιτάζονται με νόημα και ο Χάρης λέει:
«Δεν είδαμε τίποτα, κυρία». Την παρατηρεί.
Η Ελπίδα γυρνάει την πλάτη της και κατευθύνεται προς τις τουαλέτες. Ίσως την ξέχασε εκεί, όταν πήγε να πλύνει τα χέρια της. Βαριά μυρωδιά ούρων βγαίνει από μέσα, αλλά αυτή ανοίγει όλες τις πόρτες, εκτός από μία που είναι κατειλημμένη, κοιτάζει παντού για τη βαλίτσα και πατάει σ’ όλες τα καζανάκια, πριν βγει γρήγορα έξω. Μικροί χώροι, άσπρα πλακάκια σαν μάρμαρα τάφου. Παγώνει! Ο ήχος του νερού όμως, καθώς τρέχει με δύναμη είναι τόσο παρηγορητικός! Η βαλίτσα πουθενά. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη. Κυλάει μερικές γκριζωπές τουφίτσες πίσω απ’ τα αυτιά της και ισιώνει το γιακά απ’ το πουκάμισό της. Η μαυροφορεμένη γυναίκα απέναντί της στον καθρέφτη φαίνεται όμορφη παρά τα πενήντα έξι της χρόνια, αλλά σαστισμένη, χαμένη. Όταν ελευθερώνεται τελικά και η τελευταία τουαλέτα, η τελευταία της ελπίδα, σπρώχνει την πόρτα και κοιτάζει μέσα.
Βγαίνει απ’ τις τουαλέτες γρήγορα αναστενάζοντας βαριά. Πού μπορεί να είναι η βαλίτσα της; Να την ξέχασε στο σπίτι; Μπα, είναι σίγουρη ότι την πήρε μαζί της. Ίσως. Δε θυμάται. Η ζέστη αφόρητη. Ο ιδρώτας στεφανώνει το κεφάλι της, χαρακώνει τους κροτάφους και τα μάγουλά της.
Περνάει από το μαγαζί με τις τυρόπιτες και τα κουλούρια. Τρεις δεκαοχτούρες έχουν ορμήσει στα σουσάμια που τρίβει στο πάτωμα ένα κοριτσάκι, καθώς τρώει ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης. Τι μικρά και στρουμπουλά τα χεράκια της, τι αθώα και στρογγυλά τα ματάκια της. Της έρχονται δάκρυα στα μάτια, όπως τη βλέπει να καταβροχθίζει το κουλούρι της, πλήρως απορροφημένη, αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα γύρω της. Θα ’θελε να της ζητήσει λίγο κουλούρι, ένα μικρό κομματάκι, αλλά, όχι, τα παιδιά δύσκολα δίνουν, ούτε στον γονιό τους, κυρίως στον γονιό τους. Το αντίστροφο συμβαίνει, ο γονιός δίνει τα πάντα χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, κι αν περιμένει κάτι, αδίκως το περιμένει, αδίκως.
Προσπαθεί να περάσει απέναντι στα μαγαζιά και τα εστιατόρια, να ψάξει κι εκεί.
«Ε! Κοίτα μπροστά σου!» φωνάζει κάποιος. Ρόδες γδέρνουν το πάτωμα, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, να τον προλάβουμε, σκέφτεται η Ελπίδα, όταν ακούει τον εαυτό της να φωνάζει: «Στα επείγοντα! Να σωθεί! Αναπνέει ακόμα». Αλλά, τι χαζή, είναι ο Χάρης που περνάει δίπλα της ξυστά, φορτωμένος με δύο βαλίτσες, ενώ μια ηλικιωμένη κυρία τον ακολουθεί με μικρά βηματάκια. Ο Χάρης κοντοστέκεται και την κοιτάζει εξεταστικά με θλιμμένο βλέμμα. Η Ελπίδα καλύπτει το στόμα της με την παλάμη της και του γυρίζει την πλάτη, προσπαθώντας ν’ αγνοήσει το κροτάλισμα απ’ τις ρόδες που όλο και ξεμακραίνει.
Μια κυρία με κομποσκοίνια κι ατομικά ανεμιστηράκια της φράζει το δρόμο. «Πάρτε, πάρτε, κυρία, πάρτε!» λέει και της βάζει στο πρόσωπο την πραμάτεια της. Μικρά, μικρά τα σκοινιά. Τι να κάνουν αυτά; Θέλουμε πιο μεγάλα, πιο γερά, να τους δέσουν, να τους τραβήξουν όλους κάτω απ’ το μπαλκόνι, έξω απ’ το σπίτι, σκέφτεται. Κλείνει τα μάτια, παίρνει μια βαθιά ανάσα και σπρώχνει την πλανόδια μακριά.
Εδώ, εδώ που χάζευε πριν τις εφημερίδες, εδώ θα την ξέχασε τη βαλίτσα. Τώρα βγήκαν και οι απογευματινές. Κοιτάει το πρωτοσέλιδο της Εστίας. «Εστία, εστία», ψιθυρίζει. Αυτή η λέξη ανεβοκατεβαίνει σαν πύρινος κόμπος στον θώρακά της, κάθεται σα βρεγμένη άμμος στο στομάχι της. Δεν ξέρει γιατί. Διαβάζει τους τίτλους, περιεργάζεται όλες τις φωτογραφίες, όλα τα ονόματα, δαγκώνει τα χείλη της, κάτι περιμένει να δει, κάτι ελπίζει να μη δει, κάτι τη φοβίζει, δε θυμάται τι. Γυρίζει να φύγει και πέφτει πάνω στον Χάρη που αγοράζει ένα πακέτο τσιγάρα.
«Βρήκες τίποτα;» της λέει, ενώ βγάζει ένα τσιγάρο κι ανάβει ένα σπίρτο μπροστά της. Η Ελπίδα κοιτάζει μια τα μάτια του που μοιάζουν με φλεγόμενο ουρανό, μια τη φωτιά απ’ το σπίρτο και μια την καύτρα του τσιγάρου, και καίγεται κι αυτή. Τσουρουφλίζεται, τα ρούχα της, το κορμί της, όλα παίρνουν φωτιά. Κοπανάει με τα χέρια της το πουκάμισό της να τη σβήσει, τη φούστα της, ξανά και ξανά. Ο Χάρης την κοιτάζει έκπληκτος, το σπίρτο του καίει το χέρι, τινάζεται απ’ τον πόνο, το πετάει μακριά, η ματιά του κολλημένη σ’ αυτήν.
«Τι έπαθες;» της λέει. Βλέπει ένα μεγάλο σημάδι από σχετικά πρόσφατο κάψιμο στην αριστερή της παλάμη. «Ηρέμησε!» Βάζει το χέρι του στον ώμο της που τρέμει, βγάζει απ’ την τσέπη του ένα χαρτομάντιλο και της το δίνει.
Αυτή σκουπίζει τα δάκρυά της και λέει, «Τίποτα. Τίποτα. Είμαι καλά». Κάνει να φύγει, όταν ο Χάρης τη σταματάει, της πιάνει το χέρι και λέει: «Όχι, δεν είσαι καλά». Σκύβει πάνω της, η ανάσα του δροσερή κομπρέσα στο μέτωπό της.
Η Ελπίδα σηκώνει το κεφάλι της και λέει, «Δεν είμαι. Όχι, δεν είμαι, το ξέρω». Αυτή τη στιγμή, για το μόνο που είναι σίγουρη είναι ότι τίποτα μέσα της δεν πάει καλά. Ανάκατες, θολές εικόνες, στιγμές, σκέψεις, συναισθήματα στροβιλίζονται στο μυαλό της, το γρατζουνάνε με τις αιχμηρές τους γωνίες κι άκρες, το βαραίνουν, το σκεπάζουν σα μουσκεμένες, μάλλινες κουβέρτες.
Ο καταγάλανος ουρανός μέσα απ’ τα μάτια του Χάρη την προσκαλεί να πετάξει μέσα του με τα χέρια ανοιχτά σαν παιδικός χαρταετός, να του εμπιστευτεί τα πάντα, αλλά… δεν μπορεί… δεν θυμάται πια… δε θέλει να θυμάται.
Το χέρι του Χάρη απαλή φτερούγα πουλιού που αγκαλιάζει και ζεσταίνει το δικό της. Θέλει να μείνει εκεί για πάντα, αλλά, το δικό της τρέμει ακόμα και δεν θέλει… δεν έχει δικαίωμα να… δεν είναι σωστό. Τραβιέται απότομα και φεύγει λέγοντας, «Πρέπει να τη βρω».
Πάει προς το ΚΤΕΛ Αιτωλοακαρνανίας, στο μαγαζάκι δίπλα. Ίσως ν’ άφησε εκεί τη βαλίτσα της, όταν αγόρασε νερό, δε θυμάται. Πρέπει να τη βρει. Είναι ό,τι έχει. Ό,τι της έχει απομείνει. Μπαίνει μέσα, κοιτάει ολόγυρα. Τίποτα. Σωριάζεται σε μια πλαστική καρέκλα έξω απ’ την αποθήκη με τ’ ασυνόδευτα δέματα. Βρώμικο πλαστικό και νωπό χαρτόνι, σκόνη, καυσαέρια μαγκώνονται στο λαιμό της. Σκουπίζει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό της, γύρω απ’ τα χείλη της και το λαιμό της με το χαρτομάντιλο που της έδωσε ο Χάρης.
Οι δυο αχθοφόροι, απέναντί της τώρα, περιμένουν καθιστοί στα καρότσια τους το επόμενο λεωφορείο, τις επόμενες αποσκευές. Συζητούν. Ο Χάρης της ρίχνει κλεφτές ματιές. Δεν καπνίζει τώρα. Ο άλλος λέει,
«Τώρα τ’ άνοιξε. Κάτι τυρόπιτες, να! Και κουλούρια και ντόνατς και παξιμάδια διπλοφουρνιστά, ό,τι θέλει η ψυχή σου έχει».
Παξιμάδια διπλοφουρνιστά, διπυρίτης άρτος, σκέφτεται η Ελπίδα ενώ ψηλαφίζει με το δεξί της δείκτη το σημάδι στην παλάμη της.
«Καλές δουλειές να ’χει το παλικάρι σου, βρε Μήτσο».
«Καλά θα πάει, δεν τον φοβάμαι αυτόν. Θα τη φάει την κρίση. Ο κόσμος να χαλάσει, οι φούρνοι θα φουρνίζουν».
«Ναι, ναι, βέβαια», λέει βιαστικά ο Χάρης που κατσουφιάζει βλέποντας το πρόσωπο της Ελπίδας να σκοτεινιάζει.
«Κι όταν καταφέρει ν’ αγοράσει κι αυτό το τριαράκι, θα με πάρει κι εμένα λέει, μαζί με τη φαμελιά του, κάπου θα χωρέσω, δεν μ’ αφήνει έτσι. Κι ας λέει η νύφη μου. Ποιος τη λογαριάζει αυτή;» Πετάει τη γόπα απ’ το τσιγάρο του στο πάτωμα και την πατάει με το δεξί του πόδι.
Ο Χάρης σηκώνει τους ώμους και γέρνει το κεφάλι του. «Τι να σου πω, ρε φίλε… Εγώ – »
«Θα τσοντάρω κι εγώ στα έξοδα. Δεν τη λογαριάζει αυτή, δεν θα μ’ αφήσει έτσι το παιδί μου».
«Μμ… ναι, ναι».
Το παιδί μου, το παιδί μου, σκέφτεται η Ελπίδα. Η κόρη της μένει τώρα με τον αρραβωνιαστικό της στο ενοίκιο, παράξενο, αυτό το θυμάται καλά και αυτές τις δυο φράσεις της: «Να πας στο χωριό. Πού να μείνεις τώρα εδώ;» Αλήθεια της είπε. Πού να μείνει τώρα εδώ; Δεν της έχει απομείνει τίποτα πια. Αυτή και η βαλίτσα της μονάχα. Σπάει το κεφάλι της. Πού να την άφησε άραγε;
«Ενώ εσύ, έτσι μαγκούφης που ’μεινες… Ποιός θα σε μαζέψει τώρα, ε;» λέει ο Μήτσος. «Η μια σου μυρίζει, η άλλη σου ξινίζει… Βρε, όλες ίδιες είναι. Πονηρά θηλυκά. Μην περιμένεις μπέσα απ’ αυτές».
«Όχι όλες. Τα παραλές», τα μάτια του Χάρη καρφωμένα στα μάτια της Ελπίδας, σαν ξάστερος ουρανός που προσμένει τα χελιδόνια να γράψουν τη δική τους ιστορία, τη δύσκολη πορεία τους, ώσπου να συναντήσουν την άνοιξη.
«Το ασθενές φύλο, λέει… Βρε, δε δίνουν δεκάρα αν εσένα τα πνευμόνια σου γίνονται κάρβουνο κάθε μέρα απ’ τα καυσαέρια και τη σκόνη. Αυτές την πάρτη τους. Πέρασα εγώ με τη συγχωρεμένη…» Το δεξί του χέρι κάνει κύκλους στον αέρα. «Αλλά…» Κλωτσάει τη γόπα με τη μύτη του παπουτσιού του μακριά. «Βρε, ποιος τους δίνει σημασία;»
Ο Χάρης δε μιλάει τώρα. Σκουπίζει με τον αντίχειρά του το ιδρωμένο μέτωπό του και τους κροτάφους του. Ξεκρεμάει μια σακούλα που ήταν δεμένη στη χειρολαβή του καροτσιού του, βγάζει ένα ελιόψωμο, κάνει να το δαγκώσει, αλλά σταματάει. Τσιμπάει το ψωμί και πετάει μερικά ψίχουλα σε μια δεκαοχτούρα που έρχεται και στέκεται μπροστά του.
Απέναντι απ’ την Ελπίδα είναι ένα μαγαζί με μια μεγάλη φωτεινή ταμπέλα πάνω απ’ τη βιτρίνα του. Κατακόκκινες λέξεις που κυλάνε. «Είδη τάφου, ηλεκτρικά κεριά, θυμιάματα». Για δες, σκέφτεται, ηλεκτρικά κεριά που δεν σπέρνουν φωτιά με τον αέρα, που δεν παίρνουν ζωές και δεν καταστρέφουν περιουσίες. Οι λέξεις κυλάνε εν είδει πυρίνων γλωσσών, της καίνε τα μάτια, τα κλείνει, αλλά αυτές χαραγμένες λες κάτω απ’ τα υγρά βλέφαρά της, κυλάνε και καταλήγουν σε μια λέξη: θυμιάματα, θυμιάματα. Αυτή φωτίζεται μέσα της τώρα, αυτήν επαναλαμβάνει, αυτήν κρατάει σαν φυλαχτό, να ξορκίσει το κακό. Όταν ανοίγει τα μάτια της, το βλέμμα του Χάρη είναι καρφωμένο πάνω της.
Η δεκαοχτούρα ακουμπάει σχεδόν το χέρι του Χάρη. Η Ελπίδα ασυναίσθητα απλώνει να πιάσει το χερούλι της βαλίτσας της δεξιά, εκεί όπου νόμιζε ότι την είχε αφήσει, αλλά αγγίζει την άδεια καρέκλα, ξεφλουδισμένη απ’ την πολλή χρήση, κι αποτραβιέται σαν ν’ άγγιξε καμένη σάρκα. Η δεκαοχτούρα πετάει ψηλά σκορπίζοντας σκόνη γύρω της, σαν στάχτη. Μια δέσμη φωτός περνάει από ένα κενό στο ελλενίτ του ταβανιού και φωτίζει το πουλί, το κάνει λευκό, λευκό σαν περιστέρι και τη στάχτη μικρούς αστερισμούς. «Ανω σχώμεν τας καρδίας», σκέφτεται και μένει ακίνητη, ήρεμη και περιμένει, όταν ο Χάρης σηκώνεται, την πλησιάζει και κάθεται στην καρέκλα δίπλα της. Κόβει το ελιόψωμο στη μέση και της δίνει το μισό. Η Ελπίδα απλώνει το χέρι να το πιάσει, βλέπει το εισιτήριο τσαλακωμένο και νοτισμένο στη χούφτα της, το πετάει στον κάδο πίσω της και παίρνει το ψωμί. Όταν τα βλέμματά τους συναντιούνται, παρατηρεί για πρώτη φορά τις περίπλοκες φλεβίτσες στο άσπρο των ματιών του, παρόμοιες μ’ αυτές που βλέπει κάθε μέρα στον καθρέφτη της, πως το χαρακώνουν και το ματώνουν, και θέλει τόσο να πλέξει μ’ αυτές έναν παιδικό χαρταετό και να πετάξει μαζί του ως τον ξάστερο ουρανό των ματιών του, να ζεσταθεί, να λειάνει κάθε γωνία και κάθε άκρη.
–
γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου – Κύρκου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια